Εργαλεία διπλωματίας στην υπόθεση της Βόρειας Κορέας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Εργαλεία διπλωματίας στην υπόθεση της Βόρειας Κορέας

Αποφεύγοντας μια καταστροφική αποτυχία και μια καταστροφική επιτυχία

Αυτή η συζήτηση δεν είναι καθόλου ακαδημαϊκή, αφού κάθε άποψη οδηγεί σε ένα πολύ διαφορετικό συμπέρασμα σχετικά με το πόσα μπορεί να επιτύχει η διπλωματία. Οι διαπραγματεύσεις κατανοούνται καλύτερα ως εργαλείο διπλωματίας. Το πιο σημαντικό ερώτημα είναι: Για ποιούς στόχους πρέπει να χρησιμοποιηθεί αυτό το εργαλείο; Η βορειοκορεατική παράδοση της αυτοπεποίθησης και της εμμονής στην ασφάλεια υποδηλώνει έντονα ότι η διπλωματία πρέπει να επιδιώξει να σταθεροποιήσει το status quo αντί να το μετασχηματίσει.

ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΝΑΙ

Πριν από κάθε διαπραγμάτευση με την Βόρεια Κορέα, οι πολιτικοί των ΗΠΑ θα πρέπει να απαντήσουν σε ένα σημαντικό σύνολο ερωτήσεων, το πρώτο από τα οποία αφορά το εύρος: Τι πρέπει να καλυφθεί; Κατ’ αρχήν, η διπλωματία έναντι της Βόρειας Κορέας θα μπορούσε να στοχεύσει μόνο τις ικανότητες και τα υλικά που σχετίζονται με την πυρηνική ενέργεια. Ή θα μπορούσε να το υπερβεί αυτό, επιδιώκοντας να κερδίσει παραχωρήσεις στους βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλης εμβέλειας, στις συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις και ακόμη και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Το πλεονέκτημα των ευρύτερων συνομιλιών είναι ότι, αν επιτύχουν, θα αποφέρουν μια μεγάλη συμφωνία που θα αντιμετωπίσει τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις ανησυχίες των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια ευρεία προσέγγιση προσφέρει επίσης ένα τακτικό πλεονέκτημα, δεδομένου ότι θέτει περισσότερους τομείς για πιθανές συναλλαγές.

Το μειονέκτημα είναι ότι εισάγει περισσότερους τομείς διαφωνίας που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν τις διαπραγματεύσεις. Επειδή το εύρος μπορεί να μπει στη μέση στην αντιμετώπιση των σημαντικότερων ανησυχιών, διάφορες αμερικανικές διοικήσεις κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου επέλεξαν την στενότητα όταν άρχιζαν συνομιλίες ελέγχου όπλων με την Σοβιετική Ένωση. Για τον ίδιο λόγο, η κυβέρνηση Ομπάμα υιοθέτησε μια προσέγγιση «μόνο τα πυρηνικά» στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν. Στην περίπτωση της Βόρειας Κορέας, μια ευρύτερη ατζέντα θα μπορούσε επίσης να εισαγάγει περισσότερους τομείς για τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Νότια Κορέα θα μπορούσαν να συγκρουστούν.

Το δεύτερο είναι το βάθος: Πόσα πολλά θα επιδιωχθούν και τι θα μπορούσε να προσφερθεί ως αντάλλαγμα; Το θετικό της μεγαλύτερης φιλοδοξίας, φυσικά, είναι ότι περισσότερα μπορούν να επιτευχθούν εάν συναφθεί μια συμφωνία. Το αρνητικό είναι εξίσου σαφές: Όσο πιο σημαντικοί είναι οι επιδιωκόμενοι συμβιβασμοί, τόσο πιο πιθανό να μην υπάρξει συμφωνία. Η επιδίωξη για περισσότερα είναι επίσης πιθανό να απαιτήσει μια θέληση να προσφερθούν περισσότερα σε αντάλλαγμα.

Ένα άλλο ζήτημα είναι η δομή: Πώς θα καθοδηγηθεί η συμφωνία και τι θα ακολουθήσει; Οι περισσότερες συμφωνίες απαιτούν πολλή αμοιβαία δράση, με αμφότερα τα μέρη να αναλαμβάνουν συνδυασμένα ή ταυτόχρονα βήματα. Τα κρίσιμα ερωτήματα περιλαμβάνουν το τι απαιτείται από κάθε μέρος και το πότε. Εκεί είναι όπου η δομή διασταυρώνεται με το πλάτος και το βάθος. Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ μιας ευρείας και φιλόδοξης συμφωνίας -της παροιμιώδους μεγάλης ευκαιρίας ή συμφωνίας τελικού καθεστώτος (final-status agreement)- η οποία υλοποιείται με βήματα, και μιας πιο περιορισμένης συμφωνίας, στην οποία τα θέματα τελικού καθεστώτος προορίζονται για μεταγενέστερες και ξεχωριστές διαπραγματεύσεις.

Τότε υπάρχει το ερώτημα του πώς το κάθε μέρος θα εξασφαλίσει ότι το άλλο θα συμμορφώνεται με μια συμφωνία. Η παρακολούθηση και η επαλήθευση είναι ουσιώδεις για κάθε προσέγγιση. Κατά κανόνα, τα αιτήματα για αμφοτέρους είναι στενά συνδεδεμένα με το εύρος και το βάθος. Οι συμφωνίες που καλύπτουν περισσότερες δραστηριότητες και που ζητούν μεγαλύτερες παραχωρήσεις τείνουν να περιλαμβάνουν περισσότερο επιθετική παρακολούθηση προκειμένου να επαληθεύουν την συμμόρφωση.

Η τελευταία ερώτηση αφορά τη μορφή: Θα κατοχυρωθεί η συμφωνία με μια συνθήκη ή κάτι λιγότερο επίσημο; Αυτό είναι τόσο πολιτικό όσο και νομικό ζήτημα. Οι συνθήκες έχουν το μεγαλύτερο δυνατό κύρος και αντοχή, αλλά τείνουν επίσης να είναι οι πιο δύσκολο να κερδίσουν εσωτερική πολιτική έγκριση, ειδικά στις δημοκρατίες. Η Βόρεια Κορέα μπορεί να προτιμά η οποιαδήποτε συμφωνία να έχει τη μορφή συνθήκης, επειδή είναι δυσκολότερο να ανατραπεί -καθώς είναι αναμφισβήτητο ότι είχε τεταμένη την προσοχή της όταν η κυβέρνηση του Τραμπ απέρριψε την συμφωνία με το Ιράν, η οποία δεν επικυρώθηκε ποτέ από την Γερουσία.

Πώς μπορούν θα παίξουν όλοι αυτοί οι παράγοντες; Δείτε το ζήτημα της «αποπυρηνικοποίησης», ενός όρου που περισσότερο χρησιμοποιείται παρά ορίζεται, αλλά ο οποίος είναι κεντρικός σε οποιοδήποτε πιθανό σύμφωνο ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας. Κατ’ αρχήν, η αποπυρηνικοποίηση θα μπορούσε να οριστεί διφορούμενα και θα επιτευχθεί μόνο μετά από κάποια επακόλουθη διαπραγμάτευση, του τύπου «εάν-τότε». Εν τω μεταξύ, τα δύο μέρη θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε άλλα συγκεκριμένα αλλά περιορισμένα μέτρα. Εναλλακτικά, η αποπυρηνικοποίηση θα μπορούσε να οριστεί με τον πιο σαφή και απαιτητικό τρόπο, απαιτώντας την πλήρη καταστροφή των πυρηνικών κεφαλών της Βορείου Κορέας, των υλικών, των εγκαταστάσεων παραγωγής και των οχημάτων παράδοσης. Η αποπυρηνικοποίηση θα μπορούσε επίσης να απαιτηθεί νωρίς σε κάθε διαπραγμάτευση (για παράδειγμα πριν οι Ηνωμένες Πολιτείες συμφωνήσουν για την επιβολή κυρώσεων ή για την διπλωματική αναγνώριση) και να συνεπάγονται εξαιρετικά παρεμβατική παρακολούθηση μετά από μια πλήρη καταγραφή του πυρηνικού προγράμματος της Βόρειας Κορέας.