Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ κλιμακώνεται | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ κλιμακώνεται

Η ιστορία δείχνει ότι οι απειλές δεν θα λειτουργήσουν
Περίληψη: 

Μετά από προηγούμενες εμπορικές διαφωνίες, η Ουάσιγκτον αναγνώριζε ότι οι απειλές κατά του Πεκίνου δεν κέρδιζαν παραχωρήσεις και έβλαπταν την οικονομία των ΗΠΑ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επέτρεψε στην Κίνα να ενταχθεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001.

Η ALLISON CARNEGIE είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Columbia University.

Οι εμπορικές εχθροπραξίες μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας συνεχίζουν να κλιμακώνονται. Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απείλησε να επιβάλει δασμούς 10% σε κινεζικά αγαθά αξίας 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αφού η Κίνα απάντησε εναντίον των προηγούμενων απειλών του ότι θα θέσει δασμούς 25% σε προϊόντα [των ΗΠΑ] αξίας 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Ουάσιγκτον προειδοποίησε για πρόσθετο εμπορικό προστατευτισμό αν η Κίνα αντιδράσει ξανά. Η τελευταία κίνηση έρχεται επιπλέον των δασμών 25% στον χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν θέσει για πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας.

Η κυβέρνηση Trump έχει διακηρύξει ότι η Κίνα πρέπει να εκπληρώσει τα αιτήματά της [1] πριν να άρει τους δασμούς. Θέλει από την Κίνα να μειώσει το εμπορικό της έλλειμμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, να προστατεύσει την πνευματική ιδιοκτησία των ΗΠΑ, να δεχθεί περιορισμούς στις κινεζικές επενδύσεις σε ευαίσθητη τεχνολογία των ΗΠΑ, να επιτρέψει μεγαλύτερες επενδύσεις των ΗΠΑ στην Κίνα και να άρει εμπορικά εμπόδια. Η Ουάσιγκτον επιθυμεί επίσης μια σειρά παραχωρήσεων από πολλούς άλλους εμπορικούς εταίρους της.

26062018-1.jpg

Ένα πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων εγκαταλείπει το λιμάνι Algeciras, στην Ισπανία, τον Μάιο του 2018. JON NAZCA / REUTERS
-----------------------------------------------------------------

Παρόλο που οι σχολιαστές συχνά περιγράφουν την προσέγγιση του Trump ως μια ριζοσπαστική αναχώρηση [από τα ως τώρα δεδομένα], οι προσπάθειες των ΗΠΑ να «εκβιάσουν» τους εμπορικούς τους εταίρους δεν είναι κάτι καινούργιο. Το να εξεταστεί τι συνέβη την τελευταία φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να εκφοβίσουν την Κίνα μπορεί να ρίξει φως στο πιθανό αποτέλεσμα ετούτης της φοράς. Η πρόγνωση δεν είναι καλή, ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μακροπρόθεσμα. Ο Trump θέλει να βάλει «πρώτα τις Ηνωμένες Πολιτείες» για να πάρει καλύτερες συμφωνίες. Η ιστορία δείχνει ότι η στρατηγική του θα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα.

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ ΔΕΝ ΘΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΟΥΝ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συχνά χρησιμοποιήσει την εμπορική πολιτική για να εξαναγκάσουν την Κίνα να κάνει πολιτικές και οικονομικές παραχωρήσεις. Τα πράγματα έγιναν ιδιαίτερα θερμά μετά το 1979, όταν η Ουάσινγκτον έδωσε στο Πεκίνο βραχυπρόθεσμες δασμολογικές εκπτώσεις (γνωστές ως καθεστώς «περισσότερο ευνοούμενου κράτους») αλλά έκανε την ετήσια ανανέωσή τους εξαρτώμενη από το αν η Κίνα θα εφάρμοζε διάφορες παραχωρήσεις. Μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν η βελτίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η μείωση της διάδοσης των όπλων και η μείωση των δασμών [2] στα αμερικανικά εμπορεύματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προειδοποίησαν ότι εάν η Κίνα δεν συμμορφωνόταν, θα αποκαθιστούσαν τους δασμούς τους στα προηγούμενα υψηλά επίπεδα.

Δεν λειτούργησε. Κάθε χρόνο, η Κίνα έκανε κάποια ελάχιστη χειρονομία, όπως την απελευθέρωση κάποιων πολιτικών κρατουμένων [3], πριν από την ψηφοφορία στο Κογκρέσο για το αν θα ανανεωθούν οι χαμηλοί δασμολογικοί συντελεστές του, αλλά δεν έκανε τίποτε άλλο. Το 1990 ο Αμερικανός πρόεδρος George H. W. Bush παραδέχτηκε ότι συνολικά δεν είχαν γίνει πολλά [4] στην πολιτική ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Κίνας ή σε άλλους τομείς όπου η Ουάσιγκτον είχε απαιτήσει μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον, η απειλή αύξησης των δασμών φαίνεται ότι αποθάρρυνε το εμπόριο και τις επενδύσεις [5] μεταξύ των δύο χωρών.

Σήμερα, αυτές οι τακτικές είναι ακόμη λιγότερο πιθανό να λειτουργήσουν. Η Κίνα αντιπροσωπεύει σήμερα περίπου το 15% της παγκόσμιας οικονομίας [6] και η οικονομική εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Κίνα έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία 25 χρόνια. Η Ουάσινγκτον προσπαθεί τώρα να πιέσει μια χώρα που μπορεί να αντιδράσει. Η κινεζική κυβέρνηση πιθανόν θα επιτύχει πολιτικούς πόντους πράττοντας έτσι, καθώς ο κινεζικός λαός θα υποστηρίξει την αντίσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον ίδιο τρόπο που οι Καναδοί αντιδρούν [7] στους δασμούς των ΗΠΑ.

Ήδη, αντί να υποκύπτουν, μεγάλοι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, αντιπαλεύουν. Η Κίνα έχει αναπτύξει τον δικό της κατάλογο ανταπαιτήσεων και έχει ανακοινώσει αντίποινα [8], όπως και άλλοι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ, οι οποίοι συχνά στοχεύουν σε προϊόντα σε πολιτικές περιφέρειες-κλειδιά. Οι εμπορικοί εταίροι μειώνουν επίσης την εξάρτησή τους [9] από την αγορά των ΗΠΑ, έτσι ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να χάσουν τη μόχλευσή τους επ’ αυτών στο μέλλον.

Όπως και στο παρελθόν, οι πολιτικές αυτές υπονομεύουν το εμπόριο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των στόχων των σημερινών δασμών, ενώ επιβάλλουν παράλληλα κόστη στον αμερικανικό λαό και τις επιχειρήσεις, αυξάνοντας τις τιμές και διευρύνοντας τον κίνδυνο απολύσεων και ζημιών στις επενδύσεις που πλέον δεν αξίζουν. Οι επιχειρήσεις ευδοκιμούν με την βεβαιότητα, οπότε οι απειλές αυτές για διακοπή του εμπορίου πλήττουν τις επενδύσεις [10]. Και επειδή οι επενδύσεις σήμερα μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο βαθιά μέσα στο μέλλον, αυτό ίσως να έχει σημαντικές μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες.

ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΖΗΜΙΑ

Μετά από προηγούμενες εμπορικές διαφωνίες, η Ουάσιγκτον αναγνώριζε ότι οι απειλές κατά του Πεκίνου δεν κέρδιζαν παραχωρήσεις και έβλαπταν την οικονομία των ΗΠΑ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επέτρεψε στην Κίνα να ενταχθεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001. Η ένταξη στον ΠΟΕ θεωρήθηκε ως ένας τρόπος για την αφαίρεση της εμπορικής πολιτικής ως εργαλείου πολιτικής επιρροής προκειμένου να αντληθούν τα οφέλη από την αύξηση του εμπορίου και των επενδύσεων. Η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο συμφώνησαν σε ένα σύνολο κανόνων και επέτρεψαν στον ΠΟΕ να παρακολουθεί την συμμόρφωση και να αποφαίνεται επί των διαφορών.