Γιατί η Συνθήκη της Λωζάννης είναι ακόμα ισχυρή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Συνθήκη της Λωζάννης είναι ακόμα ισχυρή

Η ιστορία της, οι προβλέψεις της και ο τουρκικός αναθεωρητισμός*

Το ρευστό αυτό σκηνικό περιπλέχτηκε περισσότερο και από την απόφαση του Λονδίνου να παραχωρήσει, με την Διακήρυξη Μπάλφουρ το 1917, μια «εθνική εστία» στους Εβραίους στον χώρο της Παλαιστίνης, με κατοχύρωση των δικαιωμάτων των κατοίκων της. Η απόφαση αυτή των Άγγλων είχε πολλαπλούς αποδέκτες: Επιδίωκαν να προσεταιριστούν τους πλούσιους και με επιρροή Εβραίους της Αγγλίας για να βοηθήσουν την πολεμική τους προσπάθεια, να πιέσουν τους Αμερικανούς Εβραίους να ενθαρρύνουν την πολεμική συμμετοχή των ΗΠΑ, να πείσουν τους Ρώσους Εβραίους επαναστάτες να μην εγκαταλείψουν το μέτωπο, να αποτρέψουν την «αραβοποίηση» της Παλαιστίνης και γενικά να διατηρήσουν την στρατηγική τους θέση στην περιοχή ως γέφυρας με την αγγλοκρατούμενη Αίγυπτο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανακοίνωση της απόφασης γέννησης της εστίας προς το εβραϊκό Συμβούλιο παρομοιάστηκε με την γέννηση ενός «αγοριού»!

Ασφαλώς, οι σταδιακές αυτές αποστασιοποιήσεις και αποδεσμεύσεις σε συνδυασμό με την προέλαση των Τούρκων εθνικιστών οδήγησαν στην αποδιάρθρωση της Συμφωνίας Σάϊκς-Πικό. Η «χαριστική βολή» δόθηκε στην Διάσκεψη του Σαν Ρέμο (1920), που, κινούμενη στο γενικό σχήμα της Συμφωνίας αυτής, αναδιένειμε τις περιοχές της Μέσης Ανατολής και τις υπήγαγε υπό αγγλική και γαλλική «εντολή», δηλαδή υπό αγγλική και γαλλική διοίκηση και κατοχή, με προοπτική ανεξαρτητοποίησής τους, ως εξής: Η Συρία, ο Λίβανος και η Κιλικία υπό γαλλική εντολή και η Μεσοποταμία (Ιράκ) και Παλαιστίνη υπό βρετανική εντολή. Με δύο λόγια η αρχική Συμφωνία του 1916 διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά ως προς πολλά σημεία: Ούτε οι παίκτες παρέμειναν οι ίδιοι (αποχώρηση Ρωσίας και απόσυρση των ΗΠΑ, μετά την απόρριψη της Συνθήκης των Βερσαλλιών), ούτε τα προβλεπόμενα σύνορα τηρήθηκαν, ούτε τα διεθνή καθεστώτα (ζώνες ελέγχου και επιρροής, διεθνής εποπτεία) διατήρησαν τον χαρακτήρα τους.

ΣΥΝΘΗΚΗ ΣΕΒΡΩΝ (10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1920)

Η αναμόρφωση του χάρτη της Μέσης Ανατολής, που ξεκίνησε από τα μέσα του Μεγάλου Πολέμου, ολοκληρώθηκε μετά το τέλος του μέσα από ριζικές επαναστάσεις, εθνικά κινήματα και σφοδρούς πολέμους. Αυτή η επανοριοθέτηση του χάρτη της Μέσης Ανατολής δεν ήταν βέβαια προϊόν μόνο της Συμφωνίας Σάϊκς-Πικό, αλλά και της ήττας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο, που, με την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου (1918) έδωσε το πράσινο φως για την εγκατάσταση των ξένων δυνάμεων (και της Ελλάδας) σε στρατηγικά σημεία της (π.χ. Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη). Στο μεταξύ από τα μέσα του 1919 άρχισε να αναπτύσσεται το εθνικό κίνημα του Κεμάλ , που απέβλεπε στην οριστική εκδίωξη κάθε ξένου στοιχείου και την ανατροπή του παλιού σουλτανάτου (1922) και χαλιφάτου (1924).

Η κατάληξη ήταν η υπογραφή της θεμελιώδους Συνθήκης Ειρήνης των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), που διέλυσε κυριολεκτικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία και απέφερε τεράστια κέρδη για την χώρα μας (με την γνωστή ρήση για την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών), που προσαρτούσε τα Νησιά του Αιγαίου και την Ανατολική Θράκη και αποκτούσε κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή της Σμύρνης. Η Τουρκία αναγνώριζε την προσάρτηση της Κύπρου από την Αγγλία (από 5 Νοεμβρίου 1914), την κήρυξη του αγγλικού προτεκτοράτου στην Αίγυπτο (από 5 Νοεμβρίου 1914). Επίσης η Άγκυρα παραιτήθηκε από την πλήρη κυριαρχία της στην Λιβύη και τα Δωδεκάνησα υπέρ της Ιταλίας, ενώ δέχτηκε την δημιουργία ανεξάρτητης Αρμενίας και αυτόνομου Κουρδιστάν. Οι αραβικές επαρχίες ανακηρύσσονταν ανεξάρτητες υπό αγγλική και γαλλική «εντολή».

Ειδικές Συμβάσεις, προσαρτημένες στο κύριο Σώμα της Συνθήκης, καθόριζαν α) το καθεστώς των Στενών (ελεύθερη ναυσιπλοΐα, αφοπλισμός παράκτιων εδαφών τους) β) την παραχώρηση στην Ελλάδα της πρώην βουλγαρικής Δυτικής Θράκης μέσω των Συμμάχων της Αντάντ γ) την παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα από την Ιταλία (με όρους) δ) την κατάργηση των «εγγυήσεων» των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν θεσπιστεί με τις συνθήκες του Λονδίνου του Μαΐου 1832 και του Μαρτίου 1864.

Η Συνθήκη αυτή συνάντησε την σφοδρή αντίδραση όλων των εμπλεκομένων, που δεν έσπευσαν στην επικύρωσή της. Με εξαίρεση τον Σουλτάνο, που, κάτω από πίεση, δέχθηκε την Συνθήκη αυτή, οι Κεμαλιστές τήρησαν εχθρική στάση, επειδή έβλεπαν την χώρα της να «διαλύεται». Αλλά και οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν ήσαν ιδιαίτερα ευτυχείς με την ρύθμιση, λόγω των έντονων ανταγωνισμών των Άγγλων με τους Γάλλους, που χαρακτήριζαν την Συνθήκη ως θρίαμβο της αγγλικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή ή της δυσαρέσκειας της ανικανοποίητης Ιταλίας. Επειδή, όμως, οι τελευταίες εξακολουθούσαν να τρέφουν μεγάλα συμφέροντα στην περιοχή, προσπάθησαν να «διασώσουν» το βασικό σώμα των Σεβρών και συγκάλεσαν Διάσκεψη στο Λονδίνο (Φεβρουάριος 1921) για την αναθεώρησή του. Ωστόσο και η πρωτοβουλία αυτή οδηγήθηκε σε ναυάγιο, αφού οι Μεγάλες Δυνάμεις διαφωνούσαν για τον τρόπο επίλυσης του ανατολικού ζητήματος (και μάλιστα είχαν προτείνει απογραφή στην περιοχή της Σμύρνης), ενώ οι θέσεις των δύο γειτόνων ήσαν διαμετρικά αντίθετες (οι Τούρκοι επέμειναν σε προηγούμενη εκκένωση της Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης από τα ελληνικά στρατεύματα και οι Έλληνες απέρριπταν την πρόταση απογραφής και ισχυρίζονταν ότι θα μπορούσαν να συντρίψουν τον Κεμάλ).

Στο ίδιο πλαίσιο, ο Κεμάλ προσέγγισε την Γαλλία ήδη στην διάρκεια της παραπάνω Διάσκεψης του Λονδίνου του 1921. Ο τότε Επίτροπος των Εξωτερικών Υποθέσεων του Κεμάλ, Μπεκίρ Σαμί, υπέγραψε μια πρώτη Συμφωνία, που επιβεβαιώθηκε αργότερα με τη νεότερη Συμφωνία του Γάλλου πολιτικού Φρανκλέν-Μπουγιόν (Οκτώβριος 1921) και που προέβλεπε την αποχώρηση των Γάλλων από την περιοχή της Κιλικίας έναντι παραχώρησης σε αυτούς σπουδαίων οικονομικών ανταλλαγμάτων. Ανάλογη συμφωνία στην Διάσκεψη του Λονδίνου υπέγραψε και η Ιταλία που αποχωρούσε από την περιοχή της Αττάλειας, εξασφαλίζοντας επίσης οικονομικά ανταλλάγματα.