Αδελφοί στα όπλα; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αδελφοί στα όπλα;

Γιατί ο Τραμπ πρέπει να πιέσει τον Πούτιν να αναβιώσει τον έλεγχο των εξοπλισμών
Περίληψη: 

Η σύνοδος κορυφής του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν αποτελεί μια πραγματική ευκαιρία ώστε οι δύο ηγέτες να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του ελέγχου των εξοπλισμών, ένας τομέας όπου οι ρήτρες των οποίων λήγει η ισχύς και η αμοιβαία δυσπιστία απειλούν να ξεπεράσουν τα επιτεύγματα του παρελθόντος.

Η KIMBERLY MARTEN είναι πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Barnard College και διευθύντρια του Προγράμματος για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας στο Harriman Institute του Πανεπιστημίου Columbia.
Η OLGA OLIKER είναι ανώτερη σύμβουλος και διευθύντρια του Προγράμματος Ρωσίας και Ευρασίας στο Center for Strategic and International Studies.

Ρωτήστε τους περισσότερους σχολιαστές και θα ακούσετε ότι η σύνοδος κορυφής της επόμενης εβδομάδας μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, και του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στο Ελσίνκι, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία [1]. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία μοιράζονται λίγα περιφερειακά ή παγκόσμια συμφέροντα και έχουν συγκρουστεί σχετικά με την εικαζόμενη εμπλοκή της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016. Οποιεσδήποτε μακροπρόθεσμες μεγάλες διαπραγματεύσεις είναι απίθανες και πιθανώς άστοχες, καθώς κάποιοι φοβούνται ότι οι ακονισμένες από την KGB διαπραγματευτικές ικανότητες του Πούτιν -και η συχνά δηλωμένη από τον Τραμπ επιθυμία του να συναντηθεί με τον Ρώσο ομόλογό του- θα οδηγήσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ στο να δώσει [2] πάρα πολύ με αντάλλαγμα πολύ λίγα.

Παρά τις αμφιβολίες αυτές, η σύνοδος κορυφής αποτελεί μια πραγματική ευκαιρία για τους δύο ηγέτες να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του ελέγχου των εξοπλισμών, ένας τομέας όπου οι ρήτρες των οποίων λήγει η ισχύς και η αμοιβαία δυσπιστία απειλούν να ξεπεράσουν τα επιτεύγματα του παρελθόντος. Συμφωνώντας να ξαναρχίσουν τον διάλογο ειδικών για το πυρηνικό οπλοστάσιο και την δια-στρατιωτική συνεργασία, ο Trump και ο Πούτιν θα μπορούσαν να βελτιώσουν την ασφάλεια αμφοτέρων των χωρών, χωρίς κόστος για τα αντίστοιχα συμφέροντά τους, ενώ παράλληλα θα έθεταν το έδαφος για πιο σημαντικές διαπραγματεύσεις για ευρύτερα θέματα αντίθεσης στο μέλλον.

16072018-1.jpg

Ο Πούτιν και ο Τραμπ ως ρωσικές κούκλες Matryoshka, στο Ελσίνκι, τον Ιούλιο του 2018. LEHTIKUVA LEHTIKUVA/REUTERS
-----------------------------------------------------------------

Για να φέρει πίσω στην πατρίδα μια νίκη από το Ελσίνκι, ο Trump θα πρέπει να πιέσει για να διορθωθούν οι φθαρμένες συμφωνίες που έχουν διασφαλίσει τον αμερικανο-ρωσικό έλεγχο των όπλων μέχρι σήμερα. Αυτό σημαίνει την επέκταση της Συνθήκης για τη Νέα Στρατηγική Μείωση των Όπλων ( New Strategic Arms Reduction Treaty) [3], κοινώς γνωστή η New START, και την συζήτηση για το μέλλον της Συνθήκης για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces [INF] Treaty) [4]. Και οι δύο πλευρές θα πρέπει να επανεκκινήσουν ένα ισχυρό πρόγραμμα άμεσων συνομιλιών και δραστηριοτήτων μεταξύ των ενόπλων δυνάμεών τους.

Η απλή πράξη των συνομιλιών έχει ίση σημασία με το αποτέλεσμα. Στην παρούσα κατάσταση, η αδυναμία της Μόσχας και της Ουάσινγκτον να ερμηνεύσουν ορθά τα σήματα η μια της άλλης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις και ακούσια κλιμάκωση σε περίπτωση κρίσης. Και οι δύο χώρες πρέπει να ανοικοδομήσουν αυτή την ικανότητα, ειδικά εάν πρόκειται να παραμείνουν υπεύθυνοι θεματοφύλακες του τεράστιου πυρηνικού οπλοστασίου τους. Οι συζητήσεις για τον έλεγχο των εξοπλισμών προσφέρουν ένα σημείο εκκίνησης, επιτρέποντας σε κάθε πλευρά να μετρήσει τα υποκείμενα συμφέροντα της άλλης σε ένα ταχύτατα εξελισσόμενο στρατηγικό περιβάλλον, αντί να υποθέτει απλώς κάποια κακή πρόθεση. Λόγω του τεχνικού τους χαρακτήρα, οι συνομιλίες για τον έλεγχο των όπλων μπορούν επίσης να προστατευθούν από αυτό που ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, John Bolton, αποκάλεσε ως συντριπτικό "πολιτικό θόρυβο” [5] της στιγμής. Πράγματι, τέτοιες συνομιλίες λάμβαναν χώρα ακόμη και στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου.

Η επέκταση της Νέας START είναι ένα κρίσιμο αλλά εφικτό βήμα. Η συνθήκη του 2010 είναι το τελευταίο παράδειγμα διμερών ελέγχων των πυρηνικών όπλων για περισσότερα από 40 χρόνια, σχεδιασμένη να αποτρέψει μια αποσταθεροποιητική και δαπανηρή κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών. Δεσμεύει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ρωσία με μέγιστο αριθμό 1.550 κεφαλών σε 700 αναπτυσσόμενους εκτοξευτήρες. (Μπορούν να διατηρήσουν έως και 100 επιπλέον μη αναπτυσσόμενους εκτοξευτήρες). Ακόμη πιο σημαντικό, ορίζει αποτελεσματικούς μηχανισμούς επαλήθευσης [6] για την διασφάλιση της συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων επιθεωρήσεων σε σχετικές εγκαταστάσεις και στρατιωτικές βάσεις μετά από μια σύντομη ειδοποίηση.

Μέχρι σήμερα και οι δύο πλευρές συμμορφώνονται [7]. Αλλά εάν δεν ανανεωθεί η Νέα START για άλλη μια πενταετία, θα λήξει αυτόματα το 2021, αφήνοντας για πρώτη φορά να μην υπάρχουν καθόλου όρια στην ανάπτυξη των διηπειρωτικών πυρηνικών οπλοστασίων μετά τις συμφωνίες SALT το 1972. Επιπλέον, η σημερινή ατμόσφαιρα εχθρότητας θα καθιστούσε δύσκολη την επιστροφή στα ισχυρά πρωτόκολλα επαλήθευσης της συμφωνίας.

Ένα ευρύ φάσμα ειδικών και από τις δύο πλευρές υποστηρίζει την επέκταση της συνθήκης, η οποία δεν θα αποτρέψει τον πυρηνικό εκσυγχρονισμό που οι δύο χώρες θεωρούν απαραίτητο. Επιπλέον, απαιτούνται μόνο οι υπογραφές των δύο προέδρων -όχι η επικύρωση της Γερουσίας των ΗΠΑ, κάτι που πιθανόν να σήμαινε περαιτέρω πολιτικοποίηση. Μια πενταετής γραμμή ζωής θα μπορούσε επίσης να “αγοράσει χρόνο” για την διαπραγμάτευση νέων συμφωνιών, οι οποίες ιστορικά χρειάστηκαν χρόνια για να συζητηθούν. Ίσως πιο κρίσιμο είναι ότι η επέκταση θα αποδείκνυε ότι και οι δύο πλευρές παραμένουν αφοσιωμένες στον έλεγχο των εξοπλισμών σε μια εποχή που άλλες συμφωνίες λυγίζουν κάτω από το βάρος της αμοιβαίας δυσπιστίας.