Η Ευρώπη στη νέα εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ευρώπη στη νέα εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων

Πώς η ΕΕ μπορεί να σταθεί απέναντι στον Τραμπ και την Κίνα

Στο πολιτικό μέτωπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες κινούνται για να υπονομεύσουν τους Ευρωπαίους ηγέτες που δεν συμμορφώνονται. Η επίσκεψη του Trump στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιούλιο, κατά την διάρκεια της οποίας υποτίμησε την Βρετανίδα πρωθυπουργό Theresa May σε μια συνέντευξη σε λαϊκή εφημερίδα [7], αποκάλυψε το πώς μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πραγματικό χρόνο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπονομεύουν τη Μέρκελ, με το να ενισχύουν [8] ακροδεξιές δυνάμεις και αναζωπυρώνοντας τις φλόγες της συζήτησης για τη μετανάστευση. Η κυβέρνηση Trump αγνοεί την δημοκρατική υποχώρηση στην Ουγγαρία και την Πολωνία, προς μεγάλη πικρία της ΕΕ, η οποία αναζητά τρόπους για να τιμωρήσει αυτά τα κράτη για τις ολοένα και πιο αντιφιλελεύθερες πολιτικές τους. Ώρες πριν να γράψει στο Twitter για την γερμανική μεταναστευτική κρίση, ο Trump ήταν σε τηλεφωνική συνδιάλεξη με τον Ούγγρο πρωθυπουργό Viktor Orban, όπου μίλησαν [9] για την σημασία της συνοριακής άμυνας. Αυτή η συζήτηση πιθανότατα προκάλεσε την επακόλουθη επίθεση του Τραμπ στην Γερμανία μέσω του Twitter. Κατά την αναζήτηση διμερών σχέσεων, η διοίκηση του Trump σπέρνει ενεργά τον διχασμό και σε άλλα πολυμερή θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ και του G-7.

ΕΥΡΩΠΗ, Η ΑΔΥΝΑΜΗ

Οι Ευρωπαίοι πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τη νέα αυτή πραγματικότητα. Μόλις τον περασμένο μήνα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποδείχθηκαν ανίκανοι στο να επηρεάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε σημαντικά ζητήματα που επηρεάζουν τα συμφέροντά τους, από τους δασμούς μέχρι την απόσυρση των ΗΠΑ από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action, JCPOA), ευρύτερα γνωστό ως η πυρηνική συμφωνία για το Ιράν. Ακόμα χειρότερα, παρά την ανακοίνωση μέτρων για την διάσωση του JCPOA, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν περιορισμένες επιλογές για να προστατεύσουν τις δικές τους εταιρείες από τις ανανεωμένες κυρώσεις των ΗΠΑ για το Ιράν. Σημαντικές ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η Allianz, η Peugeot και η Total, έχουν ήδη ανακοινώσει ότι αποσύρονται από το Ιράν. Επιπλέον, η κυβέρνηση Trump απείλησε [10] να επιβάλει κυρώσεις στον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 από την Ρωσία στην Γερμανία, μια κίνηση που θα έθετε τέλος στο έργο, στο οποίο κατέχουν σημαντικές συμμετοχές αυστριακές, ολλανδικές, γαλλικές και γερμανικές ενεργειακές εταιρείες. Αυτό θα ήταν μια σκληρή κίνηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά οι ευρωπαϊκές χώρες δεν θα είχαν προφανή διέξοδο.

Η τρέχουσα στιγμή ανατρέχει στην κρίση του Σουέζ το 1956, όταν η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο συνειδητοποίησαν αργά την απώλεια της επιρροής τους στη Μέση Ανατολή. Προσπαθώντας να παρέμβουν για να ανατρέψουν τον Αιγύπτιο πρόεδρο Gamal Abdel Nasser, αφότου ανακοίνωσε την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, ο Γάλλος πρωθυπουργός Guy Mollet και ο Βρετανός πρωθυπουργός Anthony Eden είδαν τις φιλοδοξίες τους να εκμηδενίζονται από την συνδυασμένη αντίσταση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Σήμερα, η ευρωπαϊκή δυσκολία είναι ακόμη πιο ανησυχητική. Το Σουέζ έδειξε ότι οι Ευρωπαίοι δεν μπορούσαν να αναμορφώσουν άλλες περιοχές χωρίς την σύμφωνη γνώμη των μεγάλων δυνάμεων˙ τώρα, αντιμετωπίζουν την προοπτική να χάσουν αποτελεσματικότητα και πάνω στην δική τους ήπειρο.

Μέχρι στιγμής, οι Ευρωπαίοι έχουν ακολουθήσει την πορεία της ελάχιστης αντίστασης: Κρατώντας σταθερές τις θέσεις τους αλλά μειώνοντας την ρητορική για να αποφύγουν την αποξένωση του Trump. Ειδικότερα, ο Macron έχει στηριχθεί στην γοητεία του για να οικοδομήσει μια προσωπική σχέση με τον Trump. Τον Απρίλιο, η προσέγγιση του Macron φάνηκε να αποδίδει όταν έγινε ο πρώτος ξένος αξιωματούχος που κλήθηκε σε επίσημη επίσκεψη στην Ουάσινγκτον κατά την διάρκεια της προεδρίας του Trump. Όμως, παρά το «φλερτ» Trump-Macron, [ο Μακρόν] έφυγε με άδεια χέρια: Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν από το JCPOA και επέβαλαν δασμούς στην ΕΕ μόλις λίγες εβδομάδες μετά την επίσκεψη του Macron. Η Μέρκελ υιοθέτησε μια προσέγγιση βασισμένη περισσότερο στις αρχές, κάτι που της απέδωσε μόνο την οργή του Trump. Οι ηγέτες άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Βαλτικής, υιοθέτησαν κάποια από την ρητορική του Trump για τις αμυντικές δαπάνες και τόνισαν την δική τους καλή συμπεριφορά για την επίτευξη του στόχου του ΝΑΤΟ στο 2% [του ΑΕΠ]. Ωστόσο, γνωρίζουν κι αυτοί επίσης ότι η μόνη επιλογή τους είναι να περιμένουν και να δουν, καθώς οι μεγάλες αποφάσεις για το μέλλον τους λαμβάνονται χωρίς αυτούς.

ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ;

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπορεί να συμπεράνουν ότι μπορούν απλώς να περιμένουν αυτή η διοίκηση να τελειώσει την θητεία της. Τούτο θα ήταν λάθος. Οι πολιτικές του Trump, όπως κι αν είναι ζημιογόνες στις διατλαντικές σχέσεις, είναι επίσης μια απάντηση στην ευρωπαϊκή αδυναμία και τον διχασμό. Οι προηγούμενες διοικήσεις των ΗΠΑ αξιολόγησαν την διατλαντική σχέση και τα κοινά ιδεώδη που ενώνουν τις δύο πλευρές, ειδικά κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά οι προηγούμενοι πρόεδροι των ΗΠΑ δεν είχαν επίσης ψευδαισθήσεις για την εξάρτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για να παραμείνει στο παιχνίδι, η Ευρώπη πρέπει να μάθει πώς να παίζει με τις δυνάμεις της, ενόψει του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων.

Ήδη από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Ευρωπαίοι ηγέτες και πολιτικοί πιστεύουν ότι το μοντέλο τους της πολυμερούς λήψης αποφάσεων, της ήπιας ισχύος και της θεσμικής αλληλεξάρτησης, αντιπροσωπεύει το μέλλον της διεθνούς πολιτικής. Σε ένα υψηλών πωλήσεων (best seller) βιβλίο [11] που δημοσιεύτηκε το 2005, ο πολιτικός επιστήμονας Mark Leonard υποστήριξε ότι αυτό το ευρωπαϊκό μοντέλο θα «κυβερνούσε τον 21ο αιώνα». Ο προκάτοχος της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, χτίστηκε στις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βασιζόμενη στην ιδέα ότι η αλληλεξάρτηση, η συνεργασία και η ολοκλήρωση θα οδηγήσουν στην σύγκλιση προς την φιλελεύθερη δημοκρατία. Σήμερα, η υπόθεση αυτή φαίνεται άστοχη: Η Ευρώπη γίνεται η εξαίρεση [12], όχι ο κανόνας, όπως το έθεσε πρόσφατα ο Βρετανός σχολιαστής Janan Ganesh.