Το σχέδιο του Πούτιν να ρωσοποιήσει τον Καύκασο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το σχέδιο του Πούτιν να ρωσοποιήσει τον Καύκασο

Πώς ο νέος ρωσικός νόμος για τη γλώσσα θα μπορούσε να γυρίσει σαν μπούμερανγκ
Περίληψη: 

Με τον νέο νόμο για την γλώσσα, ο Πούτιν αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα από τους τσαρικούς και σοβιετικούς προκατόχους του, με το να αφαιρέσει εντελώς τη μητρική γλώσσα των εθνοτικών μειονοτικών ομάδων της Ρωσίας και ουσιαστικά να επιβάλλει παντού την ρωσική.

Ο NEIL HAUER είναι ανεξάρτητος αναλυτής ασφαλείας και εστιάζει στην Συρία, την Ρωσία και τον Καύκασο.

Η Ρωσία υφίσταται μια θεμελιώδη εσωτερική μεταμόρφωση. Σε μια εξέλιξη που χάθηκε ανάμεσα στους πηχυαίους τίτλους που περιβάλλουν το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, την σύνοδο κορυφής του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ [1] με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στο Ελσίνκι, και την συνεχιζόμενη μάχη της Μόσχας με το Ηνωμένο Βασίλειο για την υπόθεση Σεργκέι Σκριπάλ, στις 19 Ιουνίου η ρωσική Δούμα υιοθέτησε [2] ένα νομοσχέδιο που θα επηρεάσει βαθιά το καθεστώς των πάνω από εκατό εθνοτικών μειονοτήτων της χώρας. Το νομοσχέδιο καθιστά την εκπαίδευση σε 34 από τις 35 επίσημες γλώσσες της Ρωσίας -δηλαδή, κάθε άλλη γλώσσα εκτός από την ρωσική- προαιρετική, περιορίζοντας την διδασκαλία σε γλώσσες εθνοτικής μειονότητας [3] σε δύο ώρες την εβδομάδα. Προηγουμένως, η διδασκαλία στην μητρική γλώσσα ήταν αποκλειστικά η αρμοδιότητα των περιφερειακών κυβερνήσεων στις 26 εθνικά καθορισμένες αυτόνομες δημοκρατίες και okrugs [επαρχίες] της Ρωσίας, οι οποίες συχνά προσέφεραν τουλάχιστον τα πρώτα έτη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στις επίσημες γλώσσες των μειονοτήτων τους. Αυτό τώρα πρόκειται να αλλάξει με ομοσπονδιακό διάταγμα.

02082018-1.jpg

Ο Vladimir Putin στην διάρκεια των εορτασμών της Ημέρας του Ναυτικού στην Αγία Πετρούπολη, τον Ιούλιο του 2018. SPUTNIK / REUTERS
----------------------------------------------------------------------------

Το νομοσχέδιο είναι αποτέλεσμα μιας νέας πολιτικής που ανακοινώθηκε από τον Πούτιν τον περασμένο Ιούλιο. Σε μια συνέντευξη Τύπου στην Yoshkar-Ola, την πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Mari El (όπου η γλώσσα της εθνοτικής μειονότητας Mari μοιράζεται το επίσημο καθεστώς με την ρωσική), ο Πούτιν προχώρησε σε έναν απροσδόκητο λίβελλο για τις γλώσσες. Δήλωσε ότι η ρωσική γλώσσα ήταν “το πνευματικό πλαίσιο” [4] της χώρας, “η κρατική μας γλώσσα” και ότι “δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τίποτα”. Η διδασκαλία των εθνοτικών μειονοτικών γλωσσών θα γινόταν προαιρετική, για να αποφευχθεί οποιαδήποτε πιθανότητα “να αναγκαστεί κάποιος να μάθει μια γλώσσα που δεν είναι μητρική γι’ αυτόν".

Αν και η ώθηση για αυτές τις παρατηρήσεις ήταν ασαφής την στιγμή εκείνη, αποκαλύφθηκε σύντομα ως κομμάτι μιας νέας προσπάθειας να ρωσοποιηθούν οι πολλές εθνοτικές μειονότητες της χώρας. Από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 1999, μια από τις σημαντικότερες προτεραιότητες του Πούτιν ήταν να κάνει κεντρικό τον έλεγχο της Μόσχας [5] στις περιφέρειες της Ρωσίας. Η μοναδική εμφανής τρύπα σε αυτήν την εκστρατεία ήταν η Δημοκρατία του Ταταρστάν, η οποία είχε υπογράψει ειδική συμφωνία για την κυριαρχία [6] με τον Ρώσο πρόεδρο Μπόρις Γέλτσιν το 1994, που της χορήγησε μοναδική εξουσία για τους φυσικούς της πόρους και κατοχύρωσε το επίσημο καθεστώς της γλώσσας των Τατάρων. Η συμφωνία αυτή επαναδιαπραγματεύτηκε και ανανεώθηκε το 2007 πριν τελικά λήξει [7] τον Ιούλιο του 2017. Η ομιλία του Πούτιν στην Mari El ήταν ένα μήνυμα προς τις Αρχές των Τατάρων ότι δεν ήταν πρόθυμος να αποδεχθεί μια νέα συμφωνία κατά τον ίδιο τρόπο. Το πρόσφατο νομοσχέδιο επισημοποίησε αυτή τη νέα πολιτική.

Ωστόσο, ο νόμος δεν απευθύνεται μόνο, ή ακόμα και πρωτίστως, στους Τατάρους. Προορίζεται επίσης να καταστείλει την ταυτότητα των μειονοτήτων σε μια άλλη περιοχή όπου ο Πούτιν από καιρό φοβόταν τον εθνοτικό εθνικισμό: Τον Βόρειο Καύκασο. Η νέα γλωσσική πολιτική του Κρεμλίνου αντιπροσωπεύει μια άνευ προηγουμένου κλιμάκωση του αγώνα του να υποτάξει τους μειονοτικούς πληθυσμούς της περιοχής, που έχουν αντισταθεί από μακρού χρόνου στην κεντρική εξουσία της Μόσχας. Ωστόσο, με το να απειλεί τα θεμέλια της ταυτότητας του Βόρειου Καυκάσου, ο Πούτιν ίσως να ρισκάρει μια ανατροπή την οποία δεν μπορεί να ελέγξει.

ΗΡΕΜΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟ

Η μακρά θητεία του Πούτιν στην εξουσία έχει καθοριστεί από την επαναφορά της σταθερότητας [8], αντιστρέφοντας το χάος της δεκαετίας του 1990. Πουθενά αυτό δεν έγινε αισθητό περισσότερο από όσο στις ταραγμένες δημοκρατίες του Βόρειου Καυκάσου. Η πρώτη πράξη του Πούτιν ως πρόεδρος ήταν να ξεκινήσει τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας, με αποτέλεσμα την καταστροφή της αυτονομιστικής Τσετσενικής Δημοκρατίας της Ichkeria. Στον πόλεμο έγινε φανερή μια μεγάλη σειρά από ανεξέλεγκτες καταχρήσεις των ρωσικών ένοπλων δυνάμεων, από τον αδιάκριτο βομβαρδισμό [9] των αστικών περιοχών έως τη μαζική εκτέλεση πολιτών [10], επιδεικνύοντας την κακή στάση της νέας ρωσικής ηγεσίας έναντι του αυτόχθονου πληθυσμού της περιοχής. Η ανταπόκριση της Μόσχας στη κλιμακούμενη εξέγερση που εξαπλώθηκε στον υπόλοιπο Βόρειο Καύκασο τα επόμενα χρόνια ήταν εξίσου βίαιη.

Από το 2014, η κατάσταση ασφαλείας στον Βόρειο Καύκασο έχει σταθεροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, ο Πούτιν συνέχισε να βλέπει τους μη ρωσικούς πληθυσμούς της περιοχής, με τους ισχυρούς τοπικούς πολιτισμούς τους και τις ταυτότητές τους, ως πιθανές απειλές για την εξουσία της Μόσχας. Οι εθνικές μειονοτικές γλώσσες στον Βόρειο Καύκασο βρίσκονταν ήδη υπό απειλή -αντιμετωπίζοντας περικοπές στον προϋπολογισμό και ομοσπονδιακές προσπάθειες να μειωθεί ο δημόσιος ρόλος των μη ρωσικών γλωσσών, στην τελευταία δεκαετία έχουν μειωθεί οι ευκαιρίες εκπαίδευσης σε μειονοτική γλώσσα κατά 50% [11] σε μερικές περιοχές- και η πρόσφατη ηρεμία στις συγκρούσεις έχει ανοίξει την πόρτα για πιο φιλόδοξα σχέδια ώστε να κατασταλεί πλήρως η ταυτότητά τους.