Το πρόβλημα με την «Βόρεια Μακεδονία» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πρόβλημα με την «Βόρεια Μακεδονία»

Νέο όνομα, ίδιες ψευδαισθήσεις

Η περιοχή βορείως των ελληνικών συνόρων αρχικά ενσωματώθηκε από την Σερβία και την Βουλγαρία. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής αυτής ενσωματώθηκε στο νεοσύστατο κράτος της Γιουγκοσλαβίας. Αν και η Γιουγκοσλαβία θεωρείτο ξεκάθαρα πολυεθνικό κράτος, καθ’ όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου δεν καταγράφεται επίσημη αναφορά σε «Μακεδόνες» ως ξεχωριστή εθνοτική ομάδα ή στην «Μακεδονία» ως διακριτή διοικητική ή απλώς γεωγραφική υποδιαίρεση. Αντ’ αυτού, η περιοχή γύρω από τα Σκόπια ονομαζόταν επαρχία του Βαρδάρη (Vardarska banovina), από το όνομα του τοπικού ποταμού Βαρδάρη/Αξιού. Στην περίπτωση της Βουλγαρίας, ο όρος «Μακεδόνες» επίσης δεν προσδιόριζε μια διακριτή εθνοτική ομάδα˙ αντίθετως αναφερόταν στους Βούλγαρους που διαβιούσαν στη νοτιοδυτική βουλγαρική επαρχία, η οποία ενίοτε προσδιοριζόταν ως Μακεδονία του Πιρίν.

Μόνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Γιουγκοσλαβία ανασυγκροτήθηκε ως κομμουνιστικό ομοσπονδιακό κράτος υπό τον Josip Broz Tito, οι κρατικές αρχές της Γιουγκοσλαβίας άρχισαν να προωθούν την άποψη ότι ο σλαβικός πληθυσμός γύρω από τα Σκόπια σχημάτιζε μια ξεχωριστή εθνοτική ομάδα, αποκαλώντας τους Μακεδόνες [5]. Ο γεωστρατηγικός στόχος της Γιουγκοσλαβίας ήταν να αποδυναμώσει τους στενούς γλωσσικούς και ιστορικούς δεσμούς της περιοχής με την Βουλγαρία. Η ιδέα μιας ξεχωριστής μακεδονικής εθνότητας έξω από τα σημερινά σύνορα της Ελλάδας είναι κατά συνέπεια σε μεγάλο βαθμό το πνευματικό τέκνο του κομμουνιστικού καθεστώτος της Γιουγκοσλαβίας, καθώς σχεδιάστηκε για αμιγώς γεωστρατηγικούς λόγους [6].

Αυτή η νέα «μακεδονική» ταυτότητα επιβίωσε των δημιουργών της, του σοσιαλιστικού καθεστώτος της Γιουγκοσλαβίας. Το 1991, καθώς η Γιουγκοσλαβία κατέρρεε ως ενιαία κρατική οντότητα υπό από το βάρος των αυξανόμενων εθνοτικών εντάσεων, η επαρχία του Βαρδάρη δήλωσε την ανεξαρτησία της ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το νέο κράτος υποχώρησε σε ένα φαντασιακό προκομμουνιστικό παρελθόν, στο οποίο ένα υποτιθέμενο ενοποιημένο «μακεδονικό» έθνος και μία ενιαία «γεωγραφική Μακεδονία» είχε κατανεμηθεί από τα γειτονικά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Στην δεκαετία που ακολούθησε, οι ηγέτες της πΓΔΜ συχνά κατέφυγαν σε εχθρική ανθελληνική προπαγάνδα. Για παράδειγμα, εξέδωσαν χάρτες που υποδηλώνουν ότι μια «ενοποιημένη» πΓΔΜ θα απαιτούσε την απόσχιση των βόρειων ελληνικών επαρχιών. Μέχρι σήμερα, το Σύνταγμα της πΓΔΜ περιέχει αναφορές σε «πρόσωπα που ανήκουν στον μακεδονικό λαό στις γειτονικές χώρες» (Άρθρο 49).

Η ιδέα μιας ενιαίας «μακεδονικής» ταυτότητας, όπως αυτή προβάλλεται από τις αρχές της πΓΔΜ, εξαιρεί επίσης την σημαντική μειονότητα των μη Σλάβων αλβανόφωνων στο εσωτερικό της πΓΔΜ. Το σχετικό ποσοστό του αλβανόφωνου πληθυσμού έχει αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό τις τελευταίες δεκαετίες, από 13% το 1961 σε 25,2% το 2002. Πλέον οι δημογραφικές εκτιμήσεις προσδιορίζουν το ποσοστό του αλβανόφωνου πληθυσμού σε άνω του 30%. Οι κρατικές αρχές της πΓΔΜ δεν έχουν διεξαγάγει νέα απογραφή του πληθυσμού μετά το 2002, προφανώς για να μην αναγνωριστεί η πραγματικότητα ενός αυξανόμενου αλβανόφωνου πληθυσμού. Δεν είναι απίθανο η πΓΔΜ να εξελιχθεί σε μια συνομοσπονδιακή οντότητα, η οποία θα εδράζεται στην θεσμική συνύπαρξη του σλαβόφωνου και του αλβανόφωνου στοιχείου τις επόμενες δεκαετίες.

Στο πλαίσιο αυτό των έντονων εθνοτικών διαιρέσεων η πΓΔΜ θα ήταν προτιμότερο να επανεφεύρει τον εαυτό της ως πολυεθνικό κράτος υιοθετώντας μία ουδέτερη προσδιοριστική ονομασία, όπως «Νοτιο-ευρωπαϊκή Δημοκρατία» ή «Δημοκρατία του Βάρδαρη». Κατ’ αυτόν τον τρόπο η νέα ονομασία θα μπορεί να ενσωματώσει όλες τις ετερογενείς εθνοτικές ομάδες της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των σλαβοφώνων και των αλβανοφώνων, των Ρομά, των Βλάχων και των Τούρκων. Ο προσδιορισμός «μακεδονικός», ο οποίος προωθείται από το σλαβόφωνο στοιχείο της χώρας, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ενωτικός δεσμός του πολυεθνοτικού κράτους της πΓΔΜ. Δυστυχώς, η Συμφωνία των Πρεσπών ενδυναμώνει κατά κάποιο τρόπο την έννοια μιας κυρίαρχης μακεδονικής ταυτότητας στην πΓΔΜ: Κατά την συμφωνία, η εθνικότητα των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας θα είναι «Μακεδόνας / πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» -ένα παράδοξο καθ΄εαυτό και αρνητική πρωτοτυπία, καθώς η εθνικότητα δεν αντιστοιχεί στην προτεινόμενη ονομασία του κράτους.

Η υπόθεση του Victor Friedman για την συμφωνία Πρεσπών είναι εν μέρει ρεαλιστική: Η συμφωνία θα επιτρέψει την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, εξέλιξη, η οποία, όπως ισχυρίζεται ο Friedman, θα αυξήσει την περιφερειακή σταθερότητα. Ωστόσο, η ιδέα ότι η ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ θα εξαλείψει με μαγικό τρόπο την διακρατική ένταση της πΓΔΜ με γειτονικά κράτη, όπως η Αλβανία και η Βουλγαρία φαίνεται υπερβολική. Η Ελλάδα και η Τουρκία εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ το 1952, γεγονός, το οποίο δεν συνέβαλε ιδιαιτέρως στην εξάλειψη των εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών. Αν μη τι άλλο, η είσοδος της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ απλώς θα επιβάρυνε την συμμαχία με περισσότερες διακρατικές εντάσεις.

Ούτε η πΓΔΜ είναι σε θέση να προσφέρει ορατά οφέλη στην Ατλαντική Συμμαχία. Το ΝΑΤΟ έχει ήδη εξασφαλίσει την ανασχετική λειτουργία στην ανατολική πλευρά του έναντι της Ρωσίας με την ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Η Ελλάδα και η Τουρκία σχηματίζουν τη νότια πλευρά του. Η προσθήκη της πΓΔΜ –ενός γεωγραφικού περίκλειστου κράτους μόλις 25.713 τετραγωνικών χιλιομέτρων- δεν θα μετέβαλλε ουσιωδώς την ισορροπία ισχύος στην ευρύτερη περιοχή και δεν αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης της Συμμαχίας.