Η επιστροφή του Ισραήλ στην Αφρική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή του Ισραήλ στην Αφρική

Και πώς μπορεί να αξιοποιηθεί από Ελλάδα και Κύπρο
Περίληψη: 

Με αφορμή την πρόσφατη επαναπροσέγγιση του Ισραήλ με το Τσαντ, το άρθρο εξετάζει την δυναμική που θα μπορούσε να αναπτύξει η υφιστάμενη περιφερειακή συνεργασία της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ, ως προς τις προοπτικές των σχέσεων της Αθήνας, της Λευκωσίας με τις αφρικανικές χώρες - δια του Ισραήλ.

Ο ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΑΡΙΤΟΣ είναι δικηγόρος, διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν του Ισραήλ. Το βιβλίο του «Κύπρος, το Γειτονικό Νησί – Το Κυπριακό μέσα από τα Κρατικά Αρχεία του Ισραήλ, 1946-1960» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση (2018).

Στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Βενιαμίν Νετανιάχου, εξέπληξε φίλους και αντιπάλους, εντός και εκτός Ισραήλ, με μια μονοήμερη επίσκεψη-έκπληξη στο Σουλτανάτο του Ομάν, μια χώρα με την οποία το Ισραήλ δεν διατηρεί διπλωματικές σχέσεις. Εξέπληξε επίσης η ασυνήθιστη δράση μιας από τις πιο απόμακρες χώρες του Περσικού Κόλπου να αναλάβει διπλωματικές πρωτοβουλίες με στόχο την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής.

Την Κυριακή, 25 Νοεμβρίου 2018, η ισραηλινή διπλωματία εκπλήσσει ξανά, με ακόμα μια απρόσμενη επίσκεψη-αστραπή, η οποία κρατήθηκε μυστική μέχρι να συμπληρωθούν λιγοστές μόνο ώρες πριν την πραγματοποίησή της. Αυτή την φορά, στο επίκεντρο βρέθηκε μια χώρα της Κεντρικής Αφρικής, που και αυτή –όπως το Ομάν- σπάνια έρχεται στο προσκήνιο: Το Τσαντ.

29112018-1.jpg

Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου, χειρονομεί προς τον πρόεδρο του Τσαντ, Ιντρίς Ντεμπί, καθώς κάνουν κοινές δηλώσεις στην Ιερουσαλήμ, στις 25 Νοεμβρίου 2018. REUTERS/Ronen Zvulun
--------------------------------------------------------------------------------------------------

Κατά την πρώτη μέρα της -ιστορικής, κατά τα τοπικά ΜΜΕ- πρώτης επίσκεψής του στο Ισραήλ (25/11), ο πρόεδρος του Τσαντ, Ιντρίς Ντεμπί, συναντήθηκε με τον Ισραηλινό ομόλογό του, Ρεουβέν Ρίβλιν, τον πρωθυπουργό Νετανιάχου και με υψηλά ιστάμενους αξιωματούχους του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών και του Άμυνας. Την επομένη (26/11), και όπως ορίζει το πρωτόκολλο, κατέθεσε στεφάνι στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ. Το ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της εξέλιξης είναι ότι η επίσκεψη του Προέδρου του Τσαντ δεν σημαίνει ότι οι διπλωματικές σχέσεις της χώρας του με το Ισραήλ αποκαθίστανται. Όπως το Ομάν, έτσι και το Τσαντ δεν διατηρούν διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, και αμφότεροι οι ηγέτες τους, τόνισαν ρητά ότι δεν έχουν λάβει απόφαση να τις ομαλοποιήσουν άμεσα.

Με μια πρώτη ανάγνωση της επίσκεψης του Προέδρου του Τσαντ στο Ισραήλ, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τα στεγανά που άλλοτε καθόριζαν τις σχέσεις του Ισραήλ με την Αφρική, μεταβάλλονται άρδην. Ωστόσο, τίποτα ακόμα δεν έχει κριθεί τελειωτικά. Παράλληλα, όμως, με δεδομένο ότι οι σχέσεις της Ελλάδας και της Κύπρου με το Ισραήλ τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί σε κάθε δυνατό επίπεδο, η ισραηλινή «επανάκαμψη» στην Αφρική θα πρέπει να κινήσει το ενδιαφέρον της Αθήνας και της Λευκωσίας.

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ

Σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να εκτεθούν κάποια βασικά στοιχεία της παρουσίας του Ισραήλ στην Αφρική, μια ήπειρο κατ’ εξοχήν απρόθυμη να εμπλακεί ενεργά στα τεκταινόμενα της Μέσης Ανατολής, και ειδικότερα στην αραβοϊσραηλινή διένεξη –χωρίς ωστόσο να αρνείται να λάβει θέση, όποτε ήταν αναγκασμένη να το πράξει.

Η δεκαετία του ’60, οπότε και σημειώθηκε το μεγάλο κύμα αποαποικιοποίησης της Μαύρης Ηπείρου, υπήρξε κομβική για την ισραηλινή διπλωματία. Ήταν η εποχή που το Ισραήλ έβλεπε τον εαυτό του απομονωμένο στον ΟΗΕ και στα νέα διεθνή fora που διαμορφώνονταν τότε. Η στρατιωτική σύμπραξη του Ισραήλ με την Βρετανία και την Γαλλία στην Κρίση του Σουέζ το 1956, έδωσε την ευκαιρία στον αραβικό κόσμο να παρακινήσουν τα νέα κράτη που αναδύονταν σε Ασία και Αφρική να λάβουν μια ξεκάθαρη θέση κατά του εβραϊκού κράτους, το οποίο επέλεξε την δεδομένη στιγμή να ταχθεί υπέρ των αποικιοκρατικών δυνάμεων. Προκειμένου να αντιμετωπισθεί το εξαιρετικά δυσάρεστο διπλωματικό κλίμα, η τότε υπουργός Εξωτερικών, και μετέπειτα πρωθυπουργός της χώρας, Γκόλντα Μέιρ, αποφάσισε να θέσει σε προτεραιότητα την διείσδυση του Ισραήλ στο άγνωστο περιβάλλον των χωρών της Αφρικής, που προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν οικονομικά και κοινωνικά –και με αυτόν τον τρόπο να διαψευσθούν τρόπον τινά οι κατηγορίες της νασερικής Αιγύπτου ότι ο ισραηλινός παράγοντας ήταν ουσιαστικά «το δεξί χέρι των Ευρωπαίων αποικιοκρατών».

Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, η ισραηλινή εξωτερική πολιτική είχε έγκαιρα διαβλέψει ότι η ανάπτυξη διπλωματικών σχέσεων με τις νέες αφρικανικές χώρες έπρεπε να περάσει πρώτα μέσα από την εφαρμογή αναπτυξιακών προγραμμάτων σε τομείς βασικούς για την χειραφέτηση των κοινωνιών τους, που δεν είχαν ακόμα συνειδητοποιήσει ότι είναι ικανές να αυτοδιοικούνται. Το 1958 υπήρξε μια χρονιά-σταθμός στην αφρικανική εξωτερική πολιτική του Ισραήλ, με την Γκόλντα Μέιρ να προσελκύει τα φώτα της διεθνούς επικαιρότητας στην πρώτη της επίσκεψη στην άγνωστη ήπειρο. Αίσθηση είχε προκαλέσει η επίσκεψή της στην Γκάνα, ακριβώς την ημέρα που γιορταζόταν η πρώτη επέτειος της ανεξαρτησίας της. Την ίδια χρονιά, προστέθηκε στο οργανόγραμμα του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών ειδικό τμήμα που ασχολείτο αποκλειστικά με την παροχή τεχνογνωσίας στις αφρικανικές χώρες και την εκπόνηση αναπτυξιακών προγραμμάτων, στο πλαίσιο των οποίων αποστέλλονταν Ισραηλινοί ειδικοί στους τομείς της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της παιδείας, ως επίσης και ισραηλινές οικοδομικές εταιρείες και –φυσικά– απεσταλμένοι της ισραηλινής στρατιωτικής βιομηχανίας. Το Ισραήλ είχε ήδη αρκετή πείρα για τον τρόπο με τον οποίον θα μπορούσε να εισχωρήσει στο οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό περιβάλλον των αναπτυσσομένων χωρών, αρχής γενομένης από την Βιρμανία, την πρώτη χώρα που το Ισραήλ εφάρμοσε αναπτυξιακά προγράμματα αυτής της μορφής ήδη από το 1953. Το «διπλωματικό αντίτιμο» που οι αφρικανικές χώρες κατέβαλαν πρόθυμα, ήταν η θετική (ή η μη-αρνητική) στάση τους ως προς τις ισραηλινές θέσεις στον ΟΗΕ και στους διεθνείς οργανισμούς.