Η κινεζική συγκάλυψη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η κινεζική συγκάλυψη

Όταν οι κομμουνιστές ξαναγράφουν την ιστορία

Το καθήκον της «διόρθωσης» ή της διαγραφής ολόκληρων κομματιών του παρελθόντος μιας χώρας είναι δαπανηρό και εξαντλητικό. Ένα παράδειγμα του πόσο μακριά το πήγαν οι αξιωματούχοι της προπαγάνδας, αποκαλύφθηκε πρόσφατα από τον Glenn Tiffert, έναν μελετητή της Κίνας στο Πανεπιστήμιο του Michigan. Μέσα από την επίπονη έρευνα, ανακάλυψε ότι από δύο ψηφιακά αρχεία -η Εθνική Υποδομή Γνώσεων της Κίνας, η οποία συνδέεται με το Πανεπιστήμιο Tsinghua και η Εθνική Βάση Δεδομένων των Κοινωνικών Επιστημών, η οποία χρηματοδοτείται από την κινεζική κυβέρνηση- έλειπε η ίδια ομάδα 63 άρθρων που δημοσιεύθηκαν μεταξύ του 1956 και το 1958 από δύο κινεζικής γλώσσας ακαδημαϊκές νομικές επιθεωρήσεις. Αυτά τα άρθρα ήταν από καιρό διαθέσιμα και από τα δύο αρχεία, απλώς για να εξαφανιστούν ανεξήγητα. (Ο Tiffert δεν είναι σίγουρος για το πότε συνέβη η διαγραφή). Η μελέτη του αποκάλυψε ότι ορισμένοι ακαδημαϊκοί, ειδικά εκείνοι που είχαν επηρεαστεί από την Δύση και είχαν εναντιωθεί στις διαρκώς μεταβαλλόμενες πολιτικές γραμμές του κόμματος, σχεδόν πάντα έβλεπαν τα άρθρα τους να διαγράφονται. Ταυτόχρονα, ορισμένα θέματα, όπως «η υπέρβαση του νόμου πάνω στην πολιτική και την τάξη, το τεκμήριο της αθωότητας και η κληρονομικότητα του νόμου», και κάποια ορολογία, όπως οι φράσεις «κράτος δικαίου» και «δεξιά στοιχεία», επίσης φαινόταν να χρησιμεύουν ως αιτία για την αφαίρεση [των άρθρων]. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπήρξε μια εντυπωσιακή ομοιομορφία στους συγγραφείς και τα θέματα που είχαν αφαιρεθεί.

07122018-2.jpg

Φοιτητές παρακολουθούν μαθήματα ιστορίας στην Ακαδημία Εκτελεστικής Ηγεσίας της Κίνας, στην Pudong της Σαγκάης, τον Σεπτέμβριο του 2012. CARLOS BARRIA / REUTERS
----------------------------------------------------------------------------

Εκτός από λίγα ιδρύματα του εξωτερικού που διατηρούν συλλογές τέτοιων περιοδικών σε έντυπη μορφή, αυτά τα άρθρα δεν είναι πλέον διαθέσιμα στους Κινέζους πολίτες και στον κόσμο. Αυτή η χειραγώγηση γίνεται όλο και πιο ολέθρια εξαιτίας του γεγονότος ότι «ακόμη και η υγιής ερευνητική πρακτική δεν μπορεί να προσφέρει καμιά άμυνα», όπως επισημαίνει ο Tiffert. «Παραδόξως, όσο πιο πιστοί είναι οι μελετητές στις λογοκριμένες πηγές τους, τόσο καλύτερα μπορούν να προωθήσουν αθέλητα τις προκαταλήψεις και τις ατζέντες των λογοκριτών και να τους δανείσουν το ανεξάρτητο κύρος της επαγγελματικής τους φήμης».

Όπως έγραψε το 1990 ο αστροφυσικός και ο διαφωνών Κινέζος διανοούμενος Fang Lizhi, για τέτοιες κρατικής υποστήριξης επιθέσεις κατά της ιστορικής μνήμης της Κίνας:
«Ο στόχος [της πολιτικής] είναι να αναγκαστεί ολόκληρη η κοινωνία να ξεχάσει την ιστορία της και ιδιαίτερα την πραγματική ιστορία του ίδιου του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. … Σε μια προσπάθεια να εξαναγκάσει όλη την κοινωνία σε μια συνεχή αμνησία, η πολιτική απαιτεί ότι οποιαδήποτε λεπτομέρεια της ιστορίας που δεν είναι προς το συμφέρον των Κινέζων κομμουνιστών δεν μπορεί να εκφραστεί σε καμία ομιλία, [κανένα] βιβλίο, έγγραφο ή άλλο μέσο».

Ο Φανγκ έγραψε αυτά τα λόγια λίγο μετά την σφαγή της πλατείας Τιενανμέν, όταν ήταν παγιδευμένος στην αμερικανική πρεσβεία και το ΚΚΚ έκανε μια από τις πιο τολμηρές προσπάθειές του στην ιστορική διαγραφή -δηλαδή, σβήνοντας όλα τα ίχνη των εγκλημάτων που μόλις είχε διαπράξει από αρχεία, βιβλία και ηλεκτρονικά μέσα. Τόσο επιτυχημένη ήταν αυτή η λογοκρισία που, το 2004, ο Κινέζος αντιφρονών και ο μελλοντικός βραβευμένος με Νόμπελ, Liu Xiaobo, θρήνησε ότι παρόλο που «ο λαός της ηπειρωτικής Κίνας υπέστη κάποιες αδιανόητες καταστροφές μετά την άνοδο των Κομμουνιστών στην εξουσία» … η γενιά μετά την Τιενανμέν δεν έχει καμία βαθιά εντύπωση γι’ αυτές [τις καταστροφές] και δεν έχει από πρώτο χέρι εμπειρία της καταπίεσης από το αστυνομικό κράτος». Δέκα χρόνια αργότερα, ο Κινέζος καλλιτέχνης Ai Weiwei το έθεσε πιο ωμά: «Επειδή δεν υπάρχει συζήτηση για αυτά τα γεγονότα, οι Κινέζοι ακόμα έχουν μικρή κατανόηση των συνεπειών τους. Η λογοκρισία έχει ουσιαστικά στειρώσει την κοινωνία, μετατρέποντάς την σε ένα βλαμμένο, παράλογο και άσκοπο πλάσμα».

07122018-3.jpg

Ένας άνδρας στέκεται μπροστά από μια σειρά τανκς του στρατού στην λεωφόρο Changan ανατολικά της πλατείας Τιενανμέν στο Πεκίνο, τον Ιούνιο του 1989. REUTERS/ARTHUR TSANG/FILES
----------------------------------------------------------------------

Με αυτό τον τρόπο, η Κίνα έγινε «Λαϊκή Δημοκρατία της Αμνησίας», σύμφωνα με τα λόγια της Louisa Lim, μιας πρώην ανταποκρίτριας του BBC και του NPR στο Πεκίνο, που χρησιμοποίησε την φράση αυτή ως τίτλο του βιβλίου της το 2014. Όπως έγραψε: «Μια και μοναδική πράξη δημόσιας μνήμης θα μπορούσε να εκθέσει την αδυναμία του προσεκτικά κατασκευασμένου οικοδομήματος της αποδεκτής ιστορίας του κράτους, σκαλωμένο στην θέση του για μια γενιά και διατηρημένο όρθιο από μια εύθραυστη δομή αυστηρής λογοκρισίας, ωμού ψεύδους και σκόπιμης αμνησίας».

Ο ΠΕΤΡΕΣ ΜΙΛΟΥΝ

Αλλά είναι πραγματικά καλύτερο οι κοινωνίες ή οι κοινότητες να θυμούνται συλλογικά τις τραυματικές περιόδους της ιστορίας τους; Μήπως αυτή η αναδρομή ξανανοίξει παλιές πληγές και αναβιώσει παλιούς, δολοφονικούς αγώνες; (Σε αυτό επιχειρηματολογεί ο συγγραφέας David Rieff στο πρόσφατο βιβλίο του In Praise of Forgetting [Επαινώντας την λήθη]). Το ΚΚΚ θα ήθελε οι άνθρωποι που κυβερνά -και ο υπόλοιπος κόσμος- να αγκαλιάσουν αυτή την λογική και να δεχτούν ότι η αποφυγή της βάναυσης αλήθειας για το παρελθόν είναι η καλύτερη οδός για την επούλωση [των ιστορικών πληγών].