Πώς ο Τραμπ σκότωσε την Ατλαντική Συμμαχία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς ο Τραμπ σκότωσε την Ατλαντική Συμμαχία

Και πώς ο επόμενος πρόεδρος μπορεί να την επαναφέρει

Η Ατλαντική συμμαχία, όπως την γνωρίζουμε, είναι νεκρή. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η αυξανόμενη κόπωση των Ηνωμένων Πολιτειών από τα παγκόσμια βάρη, και η ενασχόληση με τις εσωτερικές υποθέσεις και στις δύο πλευρές του [Ατλαντικού] ωκεανού είχαν ήδη εξασθενήσει τους διατλαντικούς δεσμούς όταν η προεδρία του Donald Trump προκάλεσε το χτύπημα του θανάτου [1].

Μια μελλοντική κυβέρνηση των ΗΠΑ, ακόμα και μια που θα είναι πιο συμπαθητική προς την ιδέα των συμμαχιών, δεν θα μπορέσει να επαναφέρει την παλιά συμμαχία. Εάν μια νέα συμμαχία πρόκειται να αναδυθεί από τις στάχτες του παρελθόντος, πρέπει να βασιστεί σε μια πιο ρεαλιστική συμφωνία μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών, και μια [συμφωνία] που να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες και των δύο εταίρων. Η συμμαχία είναι νεκρή˙ ζήτω η συμμαχία.

ΑΥΤΟΨΙΑ

Η συμμαχία πέθαινε αργά [2], και μετά ξαφνικά. Στα δύο πρώτα χρόνια της προεδρίας του Τραμπ, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμπεριφέρθηκαν σαν απατημένοι σύζυγοι, κακομεταχειρισμένοι, αλλά φοβούμενοι να φύγουν, ελπίζοντας ενάντια στις πιθανότητες ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν. Αντιμετωπίζοντας τις συντριπτικές αποδείξεις ότι ο Trump δεν πίστευε στην έννοια των συμμαχιών και θεωρούσε την Ευρώπη περισσότερο ως αντίπαλο παρά εταίρο, προσχώρησαν στην απλή ελπίδα ότι οι «ενήλικες στο δωμάτιο» -οι έμπειροι σύμβουλοι εξωτερικής πολιτικής γύρω από τον Trump- θα περιόριζαν τα χειρότερα ένστικτα του προέδρου. Κάποιοι Αμερικανοί υποστήριξαν αυτή την φαντασία, παρακινώντας τους Ευρωπαίους να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στις πολιτικές του Trump από ό, τι στα tweets του και να βρουν παρηγοριά στις καθησυχαστικές προσωπικές επιλογές του προέδρου, ιδιαίτερα εκείνη του υπουργού Άμυνας, James Mattis.

27022019-1.jpg

Ο Trump, η Merkel και ο Macron σε τελετή μνήμης για την Ημέρα της Ανακωχής, 100 χρόνια μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Παρίσι, τον Νοέμβριο του 2018. BENOIT TESSIER / REUTERS
------------------------------------------------------------------

Για να κρατήσουν τον Trump στο πλευρό τους, οι Ευρωπαίοι ηγέτες τον κολάκεψαν. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Theresa May, κράτησε το χέρι του και του προσέφερε μια επίσημη επίσκεψη. Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, προσποιήθηκε ότι ήταν ο καλύτερος φίλος του και τον προσκάλεσε σε μεγάλη στρατιωτική παρέλαση στο Παρίσι. Η καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, επέμεινε στις αξίες, αλλά απέφυγε επιμελώς τις πολιτικές διαφωνίες. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude Juncker, ήρθε στην Ουάσινγκτον και βοήθησε να δημιουργηθεί η εικόνα μιας εμπορικής νίκης για τον Trump χωρίς να αναληφθούν ουσιαστικές δεσμεύσεις. Καμία από αυτές τις προσεγγίσεις δεν λειτούργησε. Η κολακεία στον Trump αγόρασε μόνο μια στιγμιαία ανάπαυλα˙ η αποφασιστικότητά του να σταματήσει η Ευρώπη να «εκμεταλλεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες» ήταν αμείλικτη.

Η ευρωπαϊκή φαντασίωση κράτησε –περίπου- τα πρώτα δυο χρόνια του Trump, αλλά τώρα αρχίζει να επικρατεί η πραγματικότητα. Δεν θα υπάρξει καμία διατλαντική συμμαχία υπό το Trump. Έχοντας παρακολουθήσει τον Trump εν δράσει, μόνο το 27% των ανθρώπων στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 10% στην Γερμανία, το 9% στην Γαλλία και το 7% στην Ισπανία έχουν εμπιστοσύνη στον πρόεδρο των ΗΠΑ ότι θα κάνει το σωστό όταν πρόκειται για τις παγκόσμιες υποθέσεις. Οι πλειοψηφίες στην Γαλλία και στην Γερμανία εμπιστεύονται την Κίνα και την Ρωσία περισσότερο από όσο τις Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευνοϊκές απόψεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μειωθεί κατά διψήφιο αριθμό σε ολόκληρη την ήπειρο. Ακόμη και οι ατλαντιστές ηγέτες της ηπείρου όπως η Μέρκελ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη «πρέπει να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της», παρόλο που ούτε η ίδια ούτε οποιοσδήποτε άλλος δεν έχει ακόμα καταλάβει τι θα συνεπαγόταν κάτι τέτοιο.

Οι πολιτικές του Trump δύσκολα θα μπορούσαν να είχαν σχεδιαστεί καλύτερα για να υπονομεύσουν την συμμαχία εάν αυτός ήταν ο στόχος τους. Ο Trump ξεκίνησε την προεδρία του εγκαταλείποντας την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, σηματοδοτώντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αρνούνταν να συνεργαστούν σε ένα ζήτημα που οι περισσότεροι Ευρωπαίοι θεωρούν ως υπαρξιακή απειλή. Στην συνέχεια, κατέστησε σύνηθες το να αμφισβητεί την εγγύηση του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ για αμοιβαία άμυνα, τον κεντρικό πυλώνα της ευρωπαϊκής ασφάλειας τα τελευταία 70 χρόνια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε, ενδέχεται να μην υπερασπιστούν τους Ευρωπαίους συμμάχους που αρνούνται να «πληρώσουν τους λογαριασμούς τους».

Τον Μάιο του 2018, ο Τραμπ απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν. Όλες οι χώρες στην Ευρώπη ήθελαν να την διατηρήσουν. Εκείνοι που συνδιαπραγματεύτηκαν την συμφωνία -η Γαλλία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ- κάμφθηκαν οπισθοδρομώντας για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του Trump για να «διορθωθεί» η διευθέτηση. Όμως, μετά από μήνες διαπραγματεύσεων, ο Trump τράβηξε την πρίζα ούτως ή άλλως, απειλώντας τους κοντινότερους εμπορικούς εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών με κυρώσεις. Αργότερα τον Μάιο, ο Trump ανακοίνωσε δασμούς στον ευρωπαϊκό χάλυβα και το αλουμίνιο. Απειλεί να επιβάλει παρόμοιους φόρους στις εισαγωγές αυτοκινήτων, με το παράλογο πρόσχημα της ανάγκης να υπερασπιστεί την «εθνική ασφάλεια», μια απειλή που ανάγκασε τη Μέρκελ να του υπενθυμίσει την περασμένη εβδομάδα ότι πολλά από τα γερμανικά αυτοκίνητα που αγοράζουν οι Αμερικανοί είναι κατασκευασμένα στη Νότια Καρολίνα.

Τον Δεκέμβριο, ο Τραμπ έστειλε τον υπουργό Εξωτερικών, Mike Pompeo, στις Βρυξέλλες για να προκαλέσει μια άθλια επίθεση στην ίδια την έννοια της πολυμέρειας. Μιλώντας στην πρωτεύουσα της ΕΕ, ο Pompeo απέκλεισε την ΕΕ από την short list (μικρή λίστα) των πολυμερών οργανώσεων που οι Ηνωμένες Πολιτείες έκριναν ως αποτελεσματικές, αποκάλεσε το Brexit ως μια υγιή «αφύπνιση» για την ένωση και υπονόησε ότι «οι γραφειοκράτες στις Βρυξέλλες» βάζουν τα δικά τους συμφέροντα πάνω από εκείνα των χωρών και των πολιτών τους. Προσπαθώντας να θέσει ένα πνευματικό πλαίσιο γύρω από τον επιθετικό εθνικισμό του Τραμπ, ο Πομπέο υποστήριξε τον «κεντρικό ρόλο του εθνικού κράτους» και υποστήριξε ότι η αποστολή των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν να «επιβεβαιώσουν την κυριαρχία μας». Ουσιαστικά το να δηλώσει την πρόθεση της Αμερικής να ενεργήσει όπως εκείνη νομίζει ταιριαστό, και το να υπενθυμίσει στο ακροατήριό του τις αρχές που, όταν κακοποιήθηκαν, κάποτε άφησαν την ήπειρό τους σε φλόγες, ήταν ένας περίεργος τρόπος να συγκεντρώσει την ευρωπαϊκή υποστήριξη για τον «κεντρικό ηγετικό ρόλο στον κόσμο» στον οποίο είπε ότι επέστρεφε η κυβέρνηση του Trump.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, σαν για να δείξει την εικόνα της κυριαρχίας του, ο Trump ανακοίνωσε ξαφνικά ότι θα αποσύρει όλα τα αμερικανικά στρατεύματα από την Συρία χωρίς να συμβουλευτεί ή ακόμη και να ενημερώσει τους Ευρωπαίους εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) . Αυτή η ξαφνική κίνηση εξέπληξε μέχρι και τους κορυφαίους αξιωματούχους του Trump. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους ίδιους αξιωματούχους να ζητήσουν μεταγενέστερα από τις ευρωπαϊκές χώρες να αντικαταστήσουν τις δυνάμεις των ΗΠΑ και να αποδεχθούν κρατούμενους μαχητές του ISIS τους οποίους δεν θα έπαιρναν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Την περασμένη εβδομάδα, ο Trump άλλαξε πορεία ξανά, λέγοντας ότι θα παραμείνουν κάποια στρατεύματα των ΗΠΑ, αλλά οι Ευρωπαίοι παραμένουν επιφυλακτικοί για να συμπαραταχθούν, όντες αβέβαιοι για το τι θα μπορούσε να λέει το επόμενο tweet. Με έναν τέτοιο συγκρουσιακό, αναξιόπιστο και απρόβλεπτο εταίρο στην Ουάσινγκτον, το ερώτημα δεν θα πρέπει να είναι το γιατί οι Ευρωπαίοι απομακρύνονται τώρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά γιατί τους πήρε τόσο πολύ καιρό για να το πράξουν.

Για να είμαστε δίκαιοι, ο Trump διατήρησε και μάλιστα αύξησε ορισμένα στοιχεία της διατλαντικής συνεργασίας. Εφαρμόζει την απόφαση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να αναπτύξει περισσότερα αμερικανικά αμυντικά στοιχεία στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, έστειλε όπλα στην Ουκρανία και υπέγραψε –γκρινιάζοντας- νομοσχέδιο που επιβάλλει κυρώσεις στην Ρωσία για παρεμβάσεις στις εκλογές στις ΗΠΑ και για την προσπάθεια δολοφονίας ενός πρώην κατασκόπου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά αυτές ήταν όλες οι πράξεις της οπισθοφυλακής, σχεδιασμένες, μερικές φορές εναντίον της θέλησης του Trump, είτε από το Κογκρέσο είτε από ανθρώπους που δεν είναι πλέον στην διοίκηση. Τώρα, έχοντας χάσει την πλειοψηφία του στο Κογκρέσο και στρεφόμενος στην εξωτερική πολιτική για πολιτικές νίκες, όπως πολλοί πρόεδροι έχουν κάνει πριν από αυτόν, ο Trump ενεργεί περισσότερο σύμφωνα με τα δικά του ένστικτα. Αυτά είναι άσχημα νέα για την Ευρώπη.

Επίσης, οι «ενήλικες στο δωμάτιο» έχουν φύγει. Ο Rex Tillerson, πρώην υπουργός Εξωτερικών, ο H. R. McMaster, πρώην σύμβουλος για την εθνική ασφάλεια, ο James Mattis, πρώην υπουργός Άμυνας, και ο James Kelly, πρώην επικεφαλής του προσωπικού [στον Λευκό Οίκο], είχαν όλοι μια παραδοσιακή άποψη περί των συμμαχιών και προσπάθησαν να δείξουν έναν βαθμό ανεξαρτησίας από τον πρόεδρο˙ όλοι εξαναγκάστηκαν να φύγουν από την διοίκηση. Σε μια εκπληκτική επιτίμηση της παγκόσμιας άποψης του Trump, η επιστολή παραίτησης του Mattis υπογράμμισε την σημασία της «μεταχείρισης των συμμάχων με σεβασμό» και της πεποίθησης του Mattis, προφανώς όχι κοινής με τον πρόεδρο, ότι «η δύναμή μας ως έθνος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την δύναμη του μοναδικού και ολοκληρωμένου συστήματος συμμαχιών και συνεργασιών».

Με την αποχώρηση αυτών των αξιωματούχων, ο Trump περιβάλλεται τώρα από ανθρώπους, όπως ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας John Bolton, οι οποίοι είτε μοιράζονται την προτίμησή του για μονομερή προσέγγιση είτε είναι πρόθυμοι να θάψουν τις απόψεις τους για να ευχαριστήσουν τον προϊστάμενό τους. Ο δουλοπρεπής έπαινος του αντιπροέδρου Mike Pence για τον Trump -ένας «υπέρμαχος της ελευθερίας», προφανώς- σε μια ομιλία στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου τον Φεβρουάριο φάνηκε να απευθύνεται σε ακροατήριο μόνο ενός ατόμου. Και η προσδοκία του ότι ένα ακροατήριο που αποτελείται κατά μεγάλο μέρος από Ευρωπαίους θα χειροκροτούσε στην αναφορά του για τον «45ο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών» υποδηλώνει ότι η διοίκηση αγνοεί την ζημιά που έχει κάνει.

Ο Pompeo, με την σειρά του, χρειάστηκε να καταπιεί σκληρά και να υπερασπιστεί την απόφαση του Trump να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από την Συρία (μια «αλλαγή τακτικής αλλά όχι στρατηγικής») καθώς και την απροθυμία του Trump να επιβεβαιώσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έρθουν αυτόματα προς υπεράσπιση Συμμάχων του ΝΑΤΟ. Όταν ρωτήθηκε τον Ιανουάριο εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υποστηρίξουν το άρθρο 5 για το [νέο] μέλος του ΝΑΤΟ, το Μαυροβούνιο, ο Pompeo αρνήθηκε να «μπει σε υποθέσεις». Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ πίστευαν στο παρελθόν ότι μια δέσμευση των ΗΠΑ στην συνθήκη δεν ήταν υποθετική –όντως, η δέσμευση απέτρεπε την επιθετικότητα με το να απομακρύνει την ασάφεια.

Η ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΗ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη έχουν συγκρουστεί και παλιότερα. Πράγματι, η ιστορία της συμμαχίας είναι μια ιστορία διχασμών. Το 1956, κατά την διάρκεια της κρίσης του Σουέζ, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπονόμευαν σκόπιμα έναν πόλεμο που ξεκίνησε η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στο Βιετνάμ, οι ευρωπαϊκές χώρες αρνήθηκαν να υποστηρίξουν έναν αμερικανικό πόλεμο. Κατά την διάρκεια της προεδρίας του Ρόναλντ Ρέιγκαν, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες μάλωναν για τους αγωγούς αερίου από την Ρωσία και τους πυραύλους των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Κατά την διάρκεια της διοίκησης του Κλίντον, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι τσακώνονταν για το εμπόριο και για τις αμερικανικές κυρώσεις στις ευρωπαϊκές δουλειές με την Κούβα, το Ιράν και την Λιβύη. Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους επιδίωξε πολιτικές για το Ιράκ, την πυραυλική άμυνα και την αλλαγή του κλίματος, προκαλώντας ευρωπαϊκές επικρίσεις παρόμοιες με εκείνες της διοίκησης του Trump σήμερα.

Ωστόσο, υπάρχει κάτι θεμελιωδώς διαφορετικό όσον αφορά την τρέχουσα κρίση. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην απουσία κοινής απειλής από την Σοβιετική Ένωση. Ανεξάρτητα από τις διαφορές τους με την Ευρώπη, όλοι οι προηγούμενοι πρόεδροι των ΗΠΑ, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, πίστευαν ότι η συμμαχία με την Ευρώπη έχει σημασία. Οι Αμερικανοί έδιναν αξία στην ευρωπαϊκή υποστήριξη.

Αυτός ο πρόεδρος είναι διαφορετικός. Δεν πιστεύει σε συμμαχίες, σε δεσμεύσεις που απορρέουν από συνθήκες, στην αφοσίωση, ή στην αξία των Ευρωπαίων εταίρων. Για την διοίκηση του Trump, η «ηγεσία» των Ηνωμένων Πολιτειών σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν αυτό που θέλουν και η διατλαντική «ενότητα» σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι κάνουν ό, τι τους λένε οι Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά την δεύτερη θητεία του Μπους, μετά την καταστροφή του Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέστρεψαν σε μια πιο πολυμερή προσέγγιση, εν μέρει λόγω της αναγνώρισής τους ότι έπρεπε να κρατήσουν τους Ευρωπαίους μαζί τους και εν μέρει να ωθήσουν την Ευρώπη να συμβάλει περισσότερο στις προσπάθειες των ΗΠΑ. Δεν θα υπάρξει παρόμοια στροφή υπό τον Trump. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι θα συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να βασίζονται περισσότερο στον εαυτό τους, όπως ανέφεραν η Μέρκελ και άλλοι. Μια τέτοια πολιτική «Πρώτα η Ευρώπη», είτε με τη μορφή εμπορικών αντιποίνων, με ανεξάρτητες ενεργειακές πρωτοβουλίες όπως ο αγωγός Nordstream 2 με την Ρωσία, με χρηματοδοτικά μέσα που δημιουργήθηκαν για να αποφευχθούν οι κυρώσεις των ΗΠΑ είτε με κοινές προσπάθειες με την Κίνα για την αντιστάθμιση των Ηνωμένων Πολιτειών σε διεθνή φόρουμ, μόνο θα οξύνει τις εντάσεις με την Ουάσινγκτον.

ΖΗΤΩ Η ΣΥΜΜΑΧΙΑ

Οπότε, είναι η διατλαντική ρήξη μόνιμη; Όχι απαραίτητα. Η παλιά σχέση είναι νεκρή, αλλά μπορεί να προκύψει μια νέα. Ο Trump έχει τους ένθερμους υποστηρικτές του, αλλά πολλοί στις Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να αναγνωρίζουν την σημασία των συμμάχων. Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις του Chicago Council on Global Affairs, το 91% των Αμερικανών λέει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιο αποτελεσματικές όταν συνεργάζονται με συμμάχους και το ποσοστό των Αμερικανών που υποστηρίζουν έναν «ενεργό ρόλο των ΗΠΑ στις παγκόσμιες υποθέσεις» έχει αυξηθεί υπό τον Trump, από το 63% στο 70%. Το 73% των Αμερικανών πιστεύει ότι είναι πιο σημαντικό οι ΗΠΑ να συγκεντρώνουν τον θαυμασμό στον κόσμο παρά τον φόβο. Στερεές πλειοψηφίες θέλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες να συμμετάσχουν στην συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα (68%) και στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν (66%) και το 75% θέλει να δει τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρούν ή να αυξάνουν την δέσμευσή τους στο ΝΑΤΟ. Εν μέρει ως αποτέλεσμα, όλοι οι κύριοι Δημοκρατικοί υποψήφιοι στις επόμενες προεδρικές εκλογές θα κάνουν προεκλογική εκστρατεία πάνω στην αποκατάσταση συμμαχιών και την υιοθέτηση πολιτικών που θα ευθυγραμμίζονται με τις ευρωπαϊκές προτιμήσεις σε θέματα όπως το Ιράν, η κλιματική αλλαγή και ο έλεγχος των εξοπλισμών.

Τούτων λεχθέντων, οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν απλώς να περιμένουν να φύγει ο Τραμπ. Θα μπορούσε να κερδίσει το 2020 και, αν το κάνει, η συμμαχία θα μπορούσε να αναγεννηθεί ως μια λαϊκιστική, εθνικιστική και ρατσιστική συνεργασία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και κυβερνήσεων στην Ουγγαρία, την Πολωνία, την Ιταλία ή άλλες. Μια τέτοια διατλαντική συμμαχία, η οποία θα βασίζεται στις κοινές αξίες του μίσους για το Ισλάμ και τους μετανάστες, δεν θα αξίζει να την έχουμε.

Ακόμη και αν ένας Δημοκρατικός κερδίσει το 2020, δεν θα υπάρξει επιστροφή στον τρόπο με τον οποίο ήταν τα πράγματα. Ένας Δημοκρατικός πρόεδρος θα είναι πιο θετικά διακείμενος προς την συνεργασία με την Ευρώπη, αλλά βαθύτερες τάσεις θα συνεχίσουν να κάνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες έναν απαιτητικό εταίρο. Η συρρικνούμενη σχετική ισχύς των ΗΠΑ, τα σωρευτικά κόστη των στρατιωτικών κινητοποιήσεων, και ο ανταγωνισμός με την Κίνα και άλλες δυνάμεις, θα αμφισβητήσουν όλο και περισσότερο την προθυμία του αμερικανικού κοινού να φέρει το βάρος της παγκόσμιας ηγεσίας.

Η πολιτική του Trump προς την Ευρώπη ήταν από αυτή την άποψη ένα σύμπτωμα, αν και ακραίο, μιας βαθύτερης ασθένειας. Κανένας μελλοντικός πρόεδρος των ΗΠΑ δεν θα εκλεγεί με μια εντολή αλληλεγγύης προς την Ευρώπη χωρίς να είναι σίγουρος ότι θα πάρει κάτι σε αντάλλαγμα. Ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ πιθανότατα θα υιοθετήσει μια σκληρή γραμμή για το εμπόριο και θα επικεντρωθεί περισσότερο στην Ασία και την Λατινική Αμερική από όσο στην Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειάζεται να γίνουν ο θυμωμένος, ξενόφοβος νταής των χειρότερων φόβων της Ευρώπης, αλλά ούτε θα είναι ο διατλαντικός αλτρουιστής των νοσταλγικών φαντασιών της Ευρώπης.

Μια νέα διατλαντική συμμαχία θα απαιτήσει τόσο έναν πρόεδρο των ΗΠΑ που θα αναγνωρίζει την αξία της όσο και Ευρωπαίους που θα μπορούν να ξεπεράσουν τις δικές τους εσωτερικές διαιρέσεις και να δεσμευτούν για μια ισότιμη εταιρική σχέση. Η επόμενη συμμαχία δεν μπορεί να αφορά μόνο την διοχέτευση των συνεισφορών των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ασφάλεια˙ πρέπει επίσης να είναι μια παγκόσμια εταιρική σχέση στην οποία συμβάλλει η κάθε πλευρά για την προστασία της αμοιβαίας ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων τους. Αυτό το είδος συμμαχίας παραμένει εφικτό. Αξίζει να αγωνιστούμε γι’ αυτό.

Copyright © 2019 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-02-26/how-trump-killed-atla...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/2018-03-05/world-after-trump
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2018-06-12/what-america-f...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition