Οι αναδυόμενες αγορές δεν έχουν γλιτώσει ακόμα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι αναδυόμενες αγορές δεν έχουν γλιτώσει ακόμα

Πώς μπορούν να διαχειριστούν τους κινδύνους

Η αρχική αμαρτία, λοιπόν, μπορεί να μην έχει νικηθεί τελικά. Μπορεί απλώς να έχει μετατοπιστεί από τους δανειολήπτες στους δανειστές. Για να το καταδείξουμε αυτό, βοηθάει να εξεταστεί το πώς λαμβάνουν τις αποφάσεις τους οι παγκόσμιοι επενδυτές. Οι μεγάλοι επενδυτές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι εταιρείες ασφάλισης ζωής, έχουν υποχρεώσεις έναντι των δικαιούχων και των αντισυμβαλλομένων τους στα δικά τους νομίσματα -δολάρια, ευρώ ή γιεν. Πολλοί τέτοιοι επενδυτικοί γίγαντες θέτουν όρια στον βαθμό στον οποίο οι διαχειριστές επενδύσεων μπορούν να πάρουν ρίσκα -τα όρια που εκφράζονται στο εθνικό τους νόμισμα. Οι επενδυτές μπορούν επίσης να επηρεαστούν από συμβουλές των συμβούλων τους για να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση σε πρόσφατες ειδήσεις.

Μια τέτοια αποστροφή έναντι του ρίσκου μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Αυτοί οι επενδυτές κατέχουν περιουσιακά στοιχεία σε ένα ευρύ φάσμα νομισμάτων, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών ομολόγων σε τοπικό νόμισμα από τις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών. Αλλά αν και τα περιουσιακά στοιχεία τους είναι κατανεμημένα σε πολλά νομίσματα, αναλαμβάνουν υποχρεώσεις μόνο σε ένα, το νόμισμα της χώρας τους. Όταν τα ομόλογα αναδυόμενων αγορών πέφτουν σε αξία, το φαινόμενο ενισχύεται από την συνακόλουθη υποτίμηση του νομίσματος, η οποία μπορεί να αγγίξει τα όρια του ρίσκου των παγκόσμιων επενδυτών, οδηγώντας τους στο να πουλήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Αυτό με την σειρά του ασκεί περαιτέρω πτωτική πίεση στο τοπικό νόμισμα του δανειολήπτη. Εάν οι τιμές των νομισμάτων και των ομολόγων πέσουν αρκετά, μπορούν να πυροδοτήσουν ακόμη περισσότερες πωλήσεις από τους επενδυτές.

Αν συμβαίνει αυτό, τότε, οι αναδυόμενες αγορές εξακολουθούν να υποφέρουν από την αρχική αμαρτία, αν και όχι με τον τρόπο με τον οποίο οι Eichengreen και Hausmann αρχικά θεωρητικοποίησαν. Οι δανειζόμενοι συνήθιζαν να αντιμετωπίζουν μια αναντιστοιχία νομισμάτων, καθώς θα έπαιρναν έσοδα στο τοπικό νόμισμα αλλά θα χρωστούσαν σε ξένα. Τώρα, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας των νομισμάτων μπορεί να έχει μεταφερθεί στους επενδυτές, οι οποίοι δανείζουν σε ένα νόμισμα, αλλά πρέπει να πληρώνουν τους δικαιούχους και τους αντισυμβαλλόμενούς τους σε ένα άλλο.

Δεδομένης αυτής της μετατόπισης, οι οικονομικοί αναλυτές πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στους δανειστές. Οι σχολιαστές τείνουν να επικεντρώνονται στους δανειολήπτες -τα τελευταία μεγέθη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, τις ανατροπές και τους ελιγμούς στην πολιτική τους- και να δίνουν πολύ λιγότερη προσοχή σε αυτό που οδηγεί στην προσφορά πιστώσεων. Αλλά οι πράξεις των δανειστών έχουν επίσης σημασία.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΝΟΨΕΙ

Πώς θα πρέπει οι κυβερνήσεις των αναδυόμενων αγορών να ασχοληθούν με τη νέα «αρχική αμαρτία»; Ένας τρόπος θα ήταν να αναπτυχθεί μια μεγάλη εγχώρια θεσμική βάση επενδυτών που θέτει τους στόχους της σε όρους εγχώριου νομίσματος και έτσι θα είναι προστατευμένη από συναλλαγματικές διακυμάνσεις. Τα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα συμβάλλουν στην επίτευξη αυτού του στόχου, και πολλές χώρες αναδυόμενων αγορών, όπως η Χιλή και το Μεξικό, έχουν σημειώσει σταθερή πρόοδο προς αυτήν την κατεύθυνση.

Αλλά αυτή η συνταγή βασίζεται σε χώρες που έχουν ήδη μεγάλες εγχώριες δεξαμενές πλούτου (pools of wealth). Ορισμένες χώρες με αναδυόμενες αγορές ταιριάζουν με αυτόν τον υπολογισμό, ιδίως εάν έχουν βιώσει ταχεία οικονομική ανάπτυξη και δημογραφικές αλλαγές, όπως έναν γηράσκοντα πληθυσμό, που αυξάνουν τα ποσοστά αποταμίευσης. Αλλά πολλές αναπτυσσόμενες χώρες δεν μπορούν να παρέχουν τόσο μεγάλες ομάδες επενδυτών για να αγοράσουν το δημόσιο χρέος τους, τουλάχιστον όχι βραχυπρόθεσμα.

Μπορούν, ωστόσο, να εμβαθύνουν τις εγχώριες κεφαλαιαγορές τους με την πάροδο του χρόνου. Δείτε τη Νότια Κορέα, η οποία έχει περάσει από την δυστυχή ιστορία των οικονομικών κρίσεων. Η χώρα έχει έναν ταχέως γηράσκοντα πληθυσμό και ένα μεγάλο εθνικό συνταξιοδοτικό ταμείο, το οποίο της δίνει μια βαθιά δεξαμενή εγχώριων επενδυτών για να αγοράσει το δημόσιο χρέος της. Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των ομολόγων επί του χρέους της δεν κυμαίνονται πολύ και η επίδραση του «ψυχρού ανέμου» είναι πολύ ασθενέστερη από ό, τι σε άλλες χώρες που υπέστησαν κρίσεις την δεκαετία του 1990. Χώρες με ιστορικό χρηματοπιστωτικών κρίσεων φαίνεται να επιτυγχάνουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα απ’ ό, τι στο παρελθόν.

Ωστόσο, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες εξακολουθούν να στερούνται βαθιές εγχώριες κεφαλαιαγορές. Στις χώρες αυτές, η Κεντρική Τράπεζα είναι συχνά ο μεγαλύτερος επενδυτής. Αυτή η διευθέτηση δημιουργεί ένα δίλημμα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Όταν το τοπικό νόμισμα υποτιμάται, οι τιμές των εισαγωγών αυξάνονται, ανεβάζοντας τον πληθωρισμό. Οι πολιτικοί συνήθως θα αυξήσουν τα επιτόκια για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, αλλά η υποτίμηση του νομίσματος συνήθως σηματοδοτεί μια αδύναμη εγχώρια οικονομία, η οποία δίνει επιχειρήματα για χαμηλότερα επιτόκια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εξωτερικές συνθήκες κερδίζουν, και οι Κεντρικοί Τραπεζίτες αναγκάζονται να αυξήσουν τα επιτόκια για να κάνουν πιο αυστηρή την [νομισματική] πολιτική.

Αυτό το δίλημμα δημιούργησε μια μακρόχρονη συζήτηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι Αρχές θα πρέπει να συνδυάζουν την υγιή διαχείριση της οικονομίας, με πολιτικές για τον μετριασμό των κινδύνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μια κοινή προσέγγιση είναι να χρησιμοποιούνται εργαλεία που κλίνουν αντίθετα στους επικρατούντες ανέμους. Για παράδειγμα, όταν ο εγχώριος δανεισμός αυξάνεται ραγδαία, οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής μπορούν να αυστηροποιήσουν τη νομισματική πολιτική για να αποτρέψουν την αύξηση από το να ξεφύγει από τον έλεγχο.