Το εκκρεμές των Δαρδανελίων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το εκκρεμές των Δαρδανελίων

Πώς η συριακή κρίση συσχετίζεται γεωπολιτικά με τα Στενά*

Η Τουρκία, νιώθοντας πολύ ισχυρότερη, ζήτησε και κατάφερε να μεταβάλλει το καθεστώς των Στενών, πετυχαίνοντας την επαναστρατιωτικοποίησή τους και την ολοκληρωτική επαναφορά της τουρκικής κυριαρχίας σε αυτά. Αναφορικά με την διέλευση των εμπορικών πλοίων, αυτή θα ήταν ανεμπόδιστη σε καιρούς είτε ειρήνης είτε πολέμου όπου η Τουρκία θα ήταν ουδέτερη. Σε περίπτωση εμπλοκής της Τουρκίας σε πόλεμο, η ναυσιπλοΐα θα περιορίζονταν μόνο σε ουδέτερα εμπορικά πλοία υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα μετέφεραν βοήθεια στους αντιμαχόμενους.

Τα συμφέροντα της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα διαφυλάχτηκαν έτι περαιτέρω από ό,τι στην συνθήκη της Λωζάννης καθώς σε περίπτωση πολέμου ουσιαστικά κανένα πολεμικό πλοίο δεν θα επιτρέπονταν να εισέλθει, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο στην Ρωσία πλήρη ασφάλεια αλλά και κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα. Σύμφωνα με τον Bilsel (1947), η αλλαγή των χαρακτηριστικών της συνθήκης της Λωζάννης προέκυψε ως αναγκαιότητα λόγω και των αντίστοιχων προβλέψεων της συνθήκης των Βερσαλλιών για την Γερμανία, οι οποίες από καιρό αποτελούσαν ουσιαστικά νεκρό γράμμα. Το εκκρεμές στην συγκεκριμένη συγκυρία ολοκλήρωσε την ταλάντωσή του προς την πλευρά της Ρωσίας και της Τουρκίας.

2ος ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ – ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ POTSDAM

Παρότι η Τουρκία, κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ υιοθέτησε στάση ουδετερότητας (επιτήδειας, κατά τον Weber Frank, 1985), το θέμα του καθεστώτος των Στενών εκ φύσεως δεν μπορούσε να μείνει στην αφάνεια. Σύμφωνα με τον Ξυδή (1960), ακόμα και την περίοδο προ του Β΄ΠΠ όταν η Σοβιετική Ένωση διένυε την περίοδο «αμοιβαίας κατανόησης» με τη ναζιστική Γερμανία, είχε διαμηνύσει στις δυνάμεις του Άξονα ότι θεωρούσε πάντα τις περιοχές των Στενών, αλλά και την Βουλγαρία ως ζώνες δικής της επιρροής.

Όταν η προοπτική της ήττας των δυνάμεων του άξονα είχε διαφανεί στον ορίζοντα, το θέμα επανήλθε στο προσκήνιο. Το θέμα αρχικά τέθηκε επί τάπητος κατά την Σύνοδο της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943), κατά την οποία ο Στάλιν προανήγγειλε ότι στις μεταπολεμικές αλλαγές αυτός θα ζητούσε μια αναθεώρηση της συνθήκης του Montreux (Macfie, 1987). Το θέμα όντως επανήλθε στην Σύνοδο της Γιάλτας (4-11 Φεβρουαρίου 1945), όπου και συμφωνήθηκε από τους συμμετέχοντες ότι η Ρωσία θα παρουσίαζε προτάσεις αλλαγής για την συνθήκη του Montreux, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές την ελευθερία πλεύσης ρωσικών πολεμικών σκαφών τόσο σε καθεστώς ειρήνης όσο και πολέμου, καθώς και τον αποκλεισμό της εισόδου σε πολεμικά πλοία που δεν ανήκαν στις παράκτιες χώρες της Μαύρης Θάλασσας. Το θέμα όμως δεν έμεινε μόνο σε αυτά τα πλαίσια. Το καλοκαίρι του 1945, σε επαφές των αντιπροσωπειών Ρωσίας και Τουρκίας και με την αφορμή της παύσης της ισχύος του μεταξύ τους «συμφώνου μη επίθεσης» του 1925, οι Σοβιετικοί ζήτησαν ως αντάλλαγμα για μια νέα παρόμοια συμφωνία, πέρα από το άνοιγμα των Στενών, την εγκατάσταση ρωσικών βάσεων στα Στενά, αλλά και την επιστροφή των επαρχιών του Kars και του Ardahan, οι οποίες είχαν παραχωρηθεί στην Τουρκία με την ρωσο-τουρκική συμφωνία του Οκτωβρίου του 1921. Όπως αναφέρει ο Alstyne (1947), το σύνολο των σοβιετικών απαιτήσεων από την Τουρκία δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά την επιστροφή στο καθεστώς της συμφωνίας του Unklar Skelessi του 1833.

Παράλληλα με αυτές τις «συζητήσεις», διόλου ευκαταφρόνητα σοβιετικά στρατεύματα διένυσαν όλη τη Βαλκανική και έφτασαν μέχρι τα νότια σύνορα της Βουλγαρίας, ενώ ταυτόχρονα έντονη στρατιωτική παρουσία σημειώνονταν και στα ρωσο-τουρκικά σύνορα στον Καύκασο, υπενθυμίζοντας τις αντίστοιχες καταστάσεις του 1878 και της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η ρωσική πλευρά φαινόταν να προσπαθεί μετά την ταλάντευση του εκκρεμούς προς την πλευρά της που σημειώθηκε στην Λωζάννη και το Montreux, να κρατήσει το εκκρεμές στην δική της πλευρά για ακόμα περισσότερο.

Η αγγλική και η αμερικανική πλευρά, οι οποίες πληροφορηθήκαν τις εν λόγω απαιτήσεις στην Σύνοδο του Potsdam (17 Ιουλίου – 2 Αυγούστου 1945) προσπάθησαν να αντικρούσουν τις σοβιετικές αιτιάσεις, οι οποίες βασίζονταν κατά κύριο λόγο στο ότι το σύνολο των γεωγραφικών περιοχών με κοινά χαρακτηριστικά όπως αυτά των Στενών (Σουέζ, Παναμάς, Γιβραλτάρ) κατέχονται από δυνάμεις της Αγγλίας και των ΗΠΑ, ενώ η Ρωσία ως εξίσου μεγάλη χώρα ήταν ουσιαστικά «στραγγαλισμένη» στα Στενά των Δαρδανελίων [3]. Οι αντιπροτάσεις και οι διπλωματικοί ελιγμοί των ΗΠΑ για διεθνές καθεστώς ελεγχόμενο από τον ΟΗΕ οδήγησαν την σοβιετική πλευρά στο να αναβάλλει τις συζητήσεις για το εν λόγω θέμα, διαβλέποντας τον κίνδυνο να απωλεσθεί μέρος των ωφελειών που είχε αποκομίσει με την συνθήκη του Montreux (Macfie, 1987).

ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 1946

Η πρόσκαιρη αναβολή συζήτησης από τους Σοβιετικούς στο συνέδριο του Potsdam του ζητήματος των Στενών και της γενικότερης παρουσίας τους στην περιοχή, δεν τους εμπόδισε έναν χρόνο αργότερα, και συγκεκριμένα την περίοδο Αυγούστου-Οκτωβρίου 1946, να προχωρήσουν σε δυναμική προβολή ισχύος στην Τουρκία και την ουσιαστική πρώτη μεταπολεμική κρίση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για το θέμα των Στενών. Ωστόσο, η δυναμική αντίδραση των ΗΠΑ, οι οποίες και επέλεξαν να επιμείνουν στην διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος, απέτρεψαν την έτι περαιτέρω ταλάντευση του εκκρεμούς προς την πλευρά της Ρωσίας.

Ο ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑ-ΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το καθεστώς των Στενών σε γενικές γραμμές διέπονταν από τις αρχές της Σύμβασης του Montreux.