Η στρατηγική επιλογή της αποτροπής έναντι της αναθεωρητικής Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η στρατηγική επιλογή της αποτροπής έναντι της αναθεωρητικής Τουρκίας

Αδυναμίες, παραλείψεις και ανάγκη προσαρμογής στα δεδομένα του 21ου αιώνα*

Η Ελλάδα στο λυκαυγές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα αντιμετωπίζει την αναβαθμισμένη τουρκική απειλή με παρωχημένη ψυχροπολεμική λογική σ’ ότι αφορά στην εσωτερική εξισορρόπηση, επιμένοντας στην προαναφερθείσα στρατηγική προσέγγιση. Παράλληλα, όμως, τελεί υπό σύγχυση εκπέμποντας νεφελώδη μηνύματα που λαμβάνονται ως αδυναμία από την τουρκική πλευρά, καθώς αμφιταλαντεύεται μεταξύ της υιοθέτησης μιας Στρατηγικής Κατευνασμού (Appeasement) [10] στο διπλωματικό επίπεδο σε μια προσπάθεια εξευμενισμού της Τουρκίας, επιτρέποντάς της να κινείται ανεμπόδιστα και να δημιουργεί σειρά τετελεσμένων υπέρ της, και μιας πλήρως αναξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής που αφορά μόνο την συμβολική παρουσία των Ενόπλων Δυνάμεων στα εμπλεκόμενα επιχειρησιακά πεδία (deterrence by presence στο Αιγαίο) [11] και που εξαντλείται σε παιδαριώδεις λεονταρισμούς και ανούσιες ρητορικές κορώνες χωρίς αντίκρισμα, υπονομεύοντας πλήρως την όποια αποτρεπτική στρατηγική ταιριάζοντάς την με μια κατευναστική λογική, που εμφορείται από φοβικά σύνδρομα και αδυναμία ανάγνωσης του διεθνούς και περιφερειακού περιβάλλοντος.

Απέναντί της βρίσκεται η αναθεωρητική αυταρχική Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, η οποία τελεί υπό καθεστώς εθνικιστικού παροξυσμού και ανεκπλήρωτου μεγαλείου μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, και εφαρμόζει ένα δόγμα εθνικής ασφάλειας που προκρίνει την προληπτική στρατιωτική δράση όπου διακυβεύονται ζωτικά τουρκικά συμφέροντα, επιδιδόμενη σ ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα με αυξημένες επιθετικές δυνατότητες [12].

Το γεγονός που διαφοροποιεί επί τα χείρω την προβληματική αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής από την ελληνική πλευρά στην τρέχουσα περίοδο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, δημιουργώντας συνθήκες στρατηγικού αιφνιδιασμού [13] της Αθήνας, καθιστώντας παντελώς παρωχημένη την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική θεώρηση , έγκειται στην υιοθέτηση από την Άγκυρα πτυχών των υβριδικών δογμάτων της Ρωσίας και της Κίνας, συμβεβλημένων με την ευρύτερη στρατηγική «Αιχμηρής Ισχύος» [14] την οποία ακολουθεί η Τουρκία.

Το δόγμα εθνικής Ασφάλειας του Ταγίπ Ερντογάν περιλαμβάνει την effects based προσέγγιση [15] που θέτει ως στόχο την διαμόρφωση της συμπεριφοράς των αντίπαλων κρατών (εν προκειμένω της Ελλάδας και της Κύπρου) κατά τρόπο επιθυμητό προς τις τουρκικές επιδιώξεις, είτε με την χρήση ή την απειλή χρήσης βίας είτε με ψυχολογικές επιχειρήσεις, είτε με χρήση πολιτικών, οικονομικών ή διπλωματικών μεθόδων.

Επιπρόσθετα θα πρέπει να σημειωθεί πως αυτού του είδους η προσέγγιση επικεντρώνεται στην αρχή πως ο αντίκτυπος κάθε φυσικής πράξης (physical action) γίνεται αντιληπτός όχι μόνο στο φυσικό πεδίο (physical domain) του αντιπάλου αλλά και στο γνωσιακό/ψυχολογικό του πεδίο (cognitive/ psychological domain), ενώ η δράση ακολουθείται από άμεσες, έμμεσες και μη ελέγξιμες επιπτώσεις. Ο αντίπαλος αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο πολλαπλών επιπέδων [16].

Όπως γίνεται αντιληπτό για την αντιμετώπιση της αναβαθμισμένης τουρκικής απειλής, το μοντέλο Αποτροπής επ’ απειλής Τιμωρίας (Deterrence by Punishment) καθίσταται παρωχημένο, καθώς ο αντίπαλος λειτουργεί στην λεγόμενη γκρίζα περιοχή (gray zone) κάτω από το όριο του Πολέμου και πάνω από το όριο της Ειρήνης, θολώνοντας το πλαίσιο κινήσεων του αντιπάλου, αποφεύγοντας την επιβολή αντιποίνων, δημιουργώντας τετελεσμένα (fait accompli), καθιστώντας το κόστος του αναθεωρητισμού πλήρως αποδεκτό [17].

Στον 21ο αιώνα, η επίτευξη της Αποτροπής καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη. Αν και το μοντέλο της Αποτροπής επ’ απειλή Τιμωρίας υπάρχει εν ισχύ αφορώντας κυρίως τις Πυρηνικές Δυνάμεις, εντούτοις χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το μοντέλο της άρνησης των στόχων και δυνατοτήτων του αντιπάλου (denial). Το μοντέλο της Αποτροπής δια της Άρνησης προτιμάται σαφώς καθώς, όπως διαπιστώνεται, περιορίζει τις επιλογές του αντιπάλου και δίνει την πρωτοβουλία των κινήσεων στον αμυνόμενο ως προς τον έλεγχο της κλιμάκωσης καθώς μεταθέτει το δίλημμα κλιμάκωσης στον επιτιθέμενο [18].

Καθώς τα νέα υβριδικά δόγματα βασίζονται στον στρατηγικό αιφνιδιασμό και την επίτευξη τετελεσμένων σε περιορισμένο χρόνο και τόπο, η Αποτροπή δια της Άρνησης καθιστά τον στόχο του αναθεωρητικού κράτους είτε αδύνατο να επιτευχθεί είτε ιδιαίτερα κοστοβόρο, με το κόστος να υπερβαίνει σαφώς το όφελος καθώς επιμηκύνεται ο χρόνος επιτυχούς αποτελέσματος, οδηγώντας τον επιτιθέμενο εξαρχής στην λογική της φθοράς (attrition).

Ουσιαστική συμβολή της Αποτροπής δια της Άρνησης αποτελεί η δυνατότητα επίτευξης αποφασιστικής επιρροής στην διαδικασία λήψης αποφάσεων του Επιτιθέμενου, με το να μεταθέτει το δίλημμα στον επιτιθέμενο μεταξύ της απόφασης για συνέχιση της ενέργειας ή στην επιλογή της αυτοσυγκράτησης (restraint), πάντα στην βάση κόστους –οφέλους [19].

Θα πρέπει σαφώς να επισημανθεί ότι ιδιαίτερα στην περίπτωση της Συμβατικής Αποτροπής όπως ισχύει μεταξύ χωρών όπως η Ελλάδα και η Τουρκία, η Αποτροπή αποτελεί ένα ιδιαίτερα απαιτητικό στρατηγικό εγχείρημα, που προϋποθέτει τήρηση ορισμένων αρχών, αλλιώς είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Ως εκ τούτου, για μια επιτυχημένη Αποτρεπτική Στρατηγική απαιτείται η Αποτροπή να επικεντρώνεται στο γνωσιακό/ψυχολογικό υπόβαθρο του αντιπάλου, το μήνυμα που εκπέμπεται προς τον στόχο να είναι ξεκάθαρο, αξιόπιστο, σχετικό με το διακύβευμα και όχι παρεμφερές, ολοκληρωμένο σε πολλαπλά επίπεδα, και να υπάρχει η βούληση (political will and resolve) εφαρμογής του από το σύνολο του εθνικού μηχανισμού ασφάλειας αλλά και η πεποίθηση του αντιπάλου για τις δυνατότητες (capabilities) και την βούληση εφαρμογής των δυνατοτήτων αυτών [20].

Βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας αποτελούν η ορθή ανάγνωση των προθέσεων του αντιπάλου, η ορθή αποκρυπτογράφηση του κινήτρου της αναθεωρητικής ενέργειας, το εσωτερικό περιβάλλον του αναθεωρητικού κράτους και η ανάλυση του ψυχολογικού προφίλ της ηγεσίας του [21].