Οι κυρώσεις δεν μπορούν να προκαλέσουν αλλαγή καθεστώτος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι κυρώσεις δεν μπορούν να προκαλέσουν αλλαγή καθεστώτος

Το πρόβλημα με την προσέγγιση του Trump στην Βενεζουέλα και το Ιράν

Ένας από τους συγγραφείς αυτού του κειμένου, ο David Cohen, εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών κατά την διάρκεια της διοίκησης Ομπάμα. Δεδομένου ότι οι πιέσεις για επιβολή κυρώσεων στο Ιράν εντάθηκαν το 2013 και το 2014, ορισμένοι, ιδίως στο Κογκρέσο και σε think tanks, υποστήριξαν ότι αντί να προσφέρουν ανακούφιση από κυρώσεις σε αντάλλαγμα παραχωρήσεων στην πολιτική, η Ουάσινγκτον και οι διεθνείς εταίροι της θα πρέπει να ασκήσουν πίεση μέχρι να καταρρεύσει το ιρανικό καθεστώς. Αλλά όχι μόνο δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι το καθεστώς ήταν οπουδήποτε κοντά στην κατάρρευση, δεν υπήρχαν ιστορικά προηγούμενα για κυβερνήσεις που να έχουν πέσει ως άμεσο αποτέλεσμα μακροχρόνιων πιέσεων από κυρώσεις.

Δεν υπάρχει λόγος να αναμένουμε σήμερα ένα διαφορετικό αποτέλεσμα στην Βενεζουέλα ή το Ιράν. Οι μονομερείς κυρώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών δημιουργούν σοβαρή επιβάρυνση, αλλά αυτός ο οικονομικός αντίκτυπος δεν πρέπει να συγχέεται με την επιτυχία της πολιτικής, ειδικά όταν ο στόχος είναι η αλλαγή καθεστώτος. Παρά τις φθίνουσες οικονομίες τους, τόσο η Βενεζουέλα όσο και το Ιράν εξακολουθούν να δίνουν προτεραιότητα στις επενδύσεις στις υπηρεσίες εσωτερικής ασφαλείας τους, οι οποίες είναι έμπειρες στο να συντρίβουν τις διαφωνίες. Η Βενεζουέλα μπορεί να είναι πιο κοντά σε μια αλλαγή κυβέρνησης από όσο το Ιράν, εξαιτίας εν μέρει των αποτελεσματικών προσπαθειών της διοίκησης Trump στην συγκέντρωση διεθνούς υποστήριξης υπέρ της αντιπολίτευσης. Ακόμα κι έτσι, το καθεστώς Maduro -με έναν πιστό στρατό, έναν αδίστακτο μηχανισμό εσωτερικής ασφαλείας, Κουβανέζους συμβούλους και μια σημαντική οικονομική υποστήριξη από την Ρωσία- δεν δείχνει κανένα σημάδι ότι θα μπει στο περιθώριο ηθελημένα.

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΕΡΕΠΕΚΤΑΣΗ

Ακόμα και αν οι κυρώσεις είναι απίθανο να προκαλέσουν αλλαγή καθεστώτος στην Βενεζουέλα και το Ιράν, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: «Τι βλάπτει μια προσπάθεια;». Αν και υπάρχουν οφέλη σε μη καταναγκαστικές κυρώσεις -για παράδειγμα, στερούν το στοχευόμενο καθεστώς από πόρους για κακοήθεις δραστηριότητες- τα μειονεκτήματα είναι σημαντικά.

Από την φύση τους, οι κυρώσεις επιβάλλουν κόστος σε αθώους τρίτους και, όσο πιο περίπλοκες είναι οι κυρώσεις, τόσο μεγαλύτερο είναι το κόστος και τόσο πιο πιθανό είναι να προκληθούν αθέλητες ζημίες. Οι κυρώσεις των ΗΠΑ για την Βενεζουέλα και το Ιράν είναι εξαιρετικά περίπλοκες: Οι κύριες κυρώσεις απαγορεύουν σε οντότητες μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες να ασκούν μια σειρά επιχειρηματικών και χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων με οντότητες και στις δύο χώρες. Οι δευτερεύουσες κυρώσεις, εν τω μεταξύ, εμποδίζουν Αμερικανούς, αμερικανικές τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις να συναλλάσσονται με ξένες οντότητες που συνεργάζονται με το Ιράν. Τέτοιες κυρώσεις επιβάλλουν σημαντικό κόστος συμμόρφωσης και νομικούς κινδύνους τόσο στις αμερικανικές όσο και στις αλλοδαπές επιχειρήσεις. Μπορούν επίσης να ταράξουν ακούσια τις αγορές, όπως καταδεικνύεται από το πρόσφατο επεισόδιο με τις αμερικανικές κυρώσεις [6] στον ρωσικό κολοσσό αλουμινίου Rusal -η κυβέρνηση Trump αναγκάστηκε να εκδώσει μια σειρά απαλλαγών από τις κυρώσεις για να εμποδίσει την κατάρρευση της παγκόσμιας αγοράς αλουμινίου πριν τελικά συμφωνήσει να άρει τις κυρώσεις εναντίον της εταιρείας.

Ούτε είναι δυνατόν να επινοηθούν τόσο αυστηρές κυρώσεις ώστε να αποφευχθεί η παράπλευρη ζημιά στον πληθυσμό της χώρας προορισμού. Οι κυρώσεις που αποσκοπούν στην ουσιαστική αλλαγή των [εφαρμοζόμενων] πολιτικών μιας κυβέρνησης συνήθως αποσκοπούν στον πυρήνα της οικονομίας της χώρας-στόχου. Και ενώ οι κυρώσεις των ΗΠΑ εξαιρούν πάντοτε το εμπόριο τροφίμων, φαρμάκων και ιατροτεχνολογικών προϊόντων, οι κυρώσεις κατά της Βενεζουέλας και του Ιράν έχουν επιδεινώσει σαφώς τις κρίσεις των δύο χωρών, προκαλώντας την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας και την κορύφωση του πληθωρισμού και της ανεργίας.

Αυτές οι παράπλευρες βλάβες δικαιολογούνται όταν χρησιμοποιούνται κυρώσεις για την επίτευξη ενός αναλογικού και εύλογα επιτεύξιμου στόχου πολιτικής, όπως η δημιουργία μόχλευσης για διαπραγματεύσεις με το Ιράν σχετικά με τις πυρηνικές δραστηριότητές του ή η παρότρυνση της Ρωσίας να σεβαστεί την διαδικασία του Μινσκ. Αλλά όταν επιβάλλονται ευρείες οικονομικές κυρώσεις στην δονκιχωτική επιδίωξη ενός αδύνατου στόχου, όπως είναι η αλλαγή καθεστώτος, είναι στην πραγματικότητα καθαρά κατασταλτικές. Τα καθεστώτα της Βενεζουέλας και του Ιράν ίσως αξίζει να τιμωρούνται για την ελεεινή συμπεριφορά τους˙ οι λαοί τους, όχι.

Τέλος, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβάλλουν τιμωρητικές κυρώσεις, όχι μόνο αποδυναμώνουν το καθεστώς των κυρώσεων, αλλά δημιουργούν δυσαρέσκεια και αποξενώνουν δυνητικούς διεθνείς εταίρους. Η ισχύς των κυρώσεων των ΗΠΑ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το καθεστώς του δολαρίου ως το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και από προτιμώμενο μέσο συναλλαγών στο διεθνές εμπόριο, γεγονός που δίνει στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα έναν τεράστιο ρόλο στις επιχειρηματικές συναλλαγές σε όλο τον κόσμο. Αλλά η παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου είναι σχετικά πρόσφατη και σε καμία περίπτωση δεν είναι μόνιμη ή προκαθορισμένη.

Αντιδρώντας σε αυτό που θεωρούν ως υπέρβαση των ΗΠΑ -ειδικά σε δευτερεύουσες κυρώσεις που στοχεύουν οντότητες τρίτων χωρών- άλλοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναζητούν ενεργά τρόπους περιορισμού της έκθεσής τους στο δολάριο και το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όσο περισσότερο οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούν τις κυρώσεις για να ακολουθήσουν πολιτικές που δεν διαθέτουν διεθνή υποστήριξη, τόσο περισσότερες άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των συμμάχων των ΗΠΑ, θα αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις έναντι του δολαρίου και του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ. Αν βρουν τέτοιες εναλλακτικές λύσεις, θα είναι ένα χτύπημα όχι μόνο στην πολιτική κυρώσεων των ΗΠΑ αλλά στην θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.