Το σιωπηλό διακύβευμα της Ευρώπης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το σιωπηλό διακύβευμα της Ευρώπης

Παρά το περιβάλλον διεθνών μεγάλων αλλαγών, οι ευρωεκλογές εξελίσσονται σε κομματικό παίγνιο

Η Ευρωπαϊκή Ένωση μοιάζει με ένα λαμπερό κρουαζιερόπλοιο, σε ένα καταπληκτικό ταξίδι σε ήρεμες θάλασσες που, όμως, στην πρώτη φουσκοθαλασσιά, στην πρώτη φουρτούνα που προκάλεσε η οικονομική κρίση του 2008 και στην συνέχεια το προσφυγικό, παρουσίασε σωρεία προβλημάτων λόγω κακοτεχνιών στην κατασκευή του. Συνεχίζει να ταξιδεύει με κάποιες παρεμβάσεις που του επιτρέπουν να πλέει, με τρωμένο όμως γόητρο και λιγότερη αίγλη. Ακόμη και σήμερα προσπαθεί να βρει τρόπους άντλησης των νερών που θα μπουν στην επόμενη φουρτούνα, αντί για μια δομική ανακατασκευή που θα απαγορεύσει την εισροή υδάτων και θα το καταστήσει άτρωτο σε οποιαδήποτε νέα καταιγίδα.

Αυτοί που προωθούν την λύση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου για την δανειοδότηση των ελλειμματικών χωρών, προφανώς ξεχνούν πως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) δεν κατάφερε να σώσει το σύστημα σταθερών νομισματικών ισοτιμιών που υιοθετήθηκε με την Συμφωνία Bretton Woods, όπως ξεχνούν την εγκατάλειψη του Κανόνα του Χρυσού μετά την οικονομική κρίση του 1929. Μόνη λύση για την θωράκιση του ευρώ είναι η υιοθέτηση κοινής δημοσιονομικής πολιτικής που αποτελεί το μεγάλο βήμα για μια πραγματικά Ενωμένη Ευρώπη και κατ’ ελάχιστο έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου των πλεονασμάτων-ελλειμμάτων (ανακύκλωση πλεονασμάτων) που νομοτελειακά δημιουργούνται λόγω διαφορών στην ανταγωνιστικότητα των οικονομιών και αδυναμίας εφαρμογής εθνικών νομισματικών πολιτικών. Στο δια ταύτα, τα προβλήματα στην αρχιτεκτονική του κοινού νομίσματος θα πρέπει να αντιμετωπιστούν δραστικά διότι η διάλυση της Ευρωζώνης, στην επόμενη φουρτούνα, είναι μια υπαρκτή απειλή με σοβαρό κίνδυνο να συμπαρασυρθεί όλο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με δεδομένο, λοιπόν, την δραστική αντιμετώπιση των προβλημάτων και την επιβίωση της Ένωσης που είναι το ζητούμενο, θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για την θέση της στο νέο, υπό διαμόρφωση, διεθνές σύστημα της πολυμέρειας. Η επιλογή να παραμείνει αδιάφορη στην δυναμική που έχει αναπτυχθεί και οδηγεί στην διαμόρφωση του νέου κόσμου, είναι εξαιρετικά απίθανη καθόσον, πέραν των άλλων, τίθεται και το ζήτημα της ασφάλειάς της αν λάβουμε υπόψη πως οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν ή και αδυνατούν να συνεχίσουν να έχουν αυτήν την αποστολή. Στο πλαίσιο αυτό έχει ανοίξει η συζήτηση για ουσιαστική κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα, ωστόσο δεν αποτελεί μια εύκολη υπόθεση αν έτσι αρχικά φαίνεται σε πολλούς.

Για να υπάρχει κοινή εξωτερική πολιτική με περιεχόμενο και ουσία πρέπει να υπάρχουν κοινά συμφέροντα -η προώθηση των οποίων αποτελεί το αντικείμενο της εξωτερικής πολιτικής- σε μόνιμη βάση κι όχι περιστασιακά, κι αυτό με την σειρά του απαιτεί την πολιτική ολοκλήρωση της Ένωσης ή κατ’ ελάχιστο κοινή δημοσιονομική πολιτική. Και, βέβαια, δεν νοείται εξωτερική πολιτική χωρίς να υπάρχει η ανάλογη ισχύς για την υποστήριξή της.

Αντίθετα, σε μια Ένωση πολλών ταχυτήτων, χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή χωρίς κοινά οικονομικά συμφέροντα, ενδεχομένως η κοινή εξωτερική πολιτική και ασφάλεια να αποδειχθεί επικίνδυνη για χώρες όπως η Ελλάδα. Πόσο εύκολο είναι αυτή την στιγμή η Ελλάδα, άμεσα εξαρτώμενη από τις αποφάσεις της γερμανικής κυβέρνησης, να αρνηθεί στο πλαίσιο κοινής εξωτερικής πολιτικής μια θέση που εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα της Γερμανίας αλλά όχι της Ελλάδας;

Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό το πρόβλημα. Η προώθηση της κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας χωρίς να έχει προηγηθεί η πολιτική ένωση μπορεί να εξελιχθεί σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο εγχείρημα, εξαιτίας των διαφορών που θα προκύψουν μεταξύ των χωρών-μελών, που θα θέσει σε δοκιμασία την συνοχή της με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται στην πορεία της. Κάθε βήμα προς τα εμπρός πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή και τρόπο που δεν θα οδηγήσει σε υπαναχωρήσεις και βήματα προς τα πίσω, τα οποία δημιουργούν ένα γενικό αρνητικό κλίμα και δεν είναι πάντα ελέγξιμα.

Μέσα στην Ένωση, ειδικά μετά τη μεγάλη διεύρυνση, υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις στο ζήτημα αυτό. Χώρες όπως η Γαλλία και η Μ. Βρετανία, έχουν παραδοσιακά μια ιδιαίτερη έφεση-ικανότητα στα ζητήματα στρατηγικής και διπλωματίας και οικουμενική αποστολή που δεν επιθυμούν να απεμπολήσουν. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε πρόταση στην κατεύθυνση της κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας γίνεται με τρόπο που να διαφυλάσσει την εθνική κυριαρχία. Άλλες χώρες είναι αντίθετες σε επεμβάσεις έξω από τα σύνορά τους, και υπάρχουν χώρες που είναι θετικές σε έναν τέτοιο ρόλο αλλά σε όχι στον ίδιο βαθμό. Αυτές οι διαφορές είχαν ως αποτέλεσμα την συμμετοχή μέχρι σήμερα της Ένωσης μόνο σε αποστολές Petersberg, δηλαδή σε επιχειρήσεις όχι επιβολής αλλά διατήρησης της ειρήνης.

Πέραν τούτου, η υιοθέτηση Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας αποτελεί ένα κομβικό σημείο στην πορεία του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια Ευρώπη με στρατιωτική ισχύ, σε ένα νέο πολυπολικό σύστημα, είναι εξαιρετικά απίθανο να παραμείνει αμέτοχη στη νέα διεθνή τάξη. Η επιλογή της σκληρής αντί της ήπιας ισχύος, της χρήσης βίας αντί της διπλωματίας και του διεθνούς δικαίου, θα αλλάξει τον χαρακτήρα της Ένωσης, θα ενισχύσει τον εθνικισμό και τις εθνικές εγωιστικές πολιτικές, οι οποίες ούτως ή άλλως έχουν κάνει την εμφάνισή τους, και θα απομακρύνει την Ένωση από τις σημερινές οικουμενικές αρχές της, και αυτό ίσως αποδειχθεί καταστροφικό πριν την πολιτική ολοκλήρωσή της. Μια τέτοια προσπάθεια εμπεριέχει στοιχεία των εγχειρημάτων του μακρινού παρελθόντος για μια Ένωση στο πλαίσιο αντιμετώπισης ενός κοινού εξωτερικού κινδύνου που όταν εξέλιπε χανόταν και το όραμα.