Προσοχή στο χάσμα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Προσοχή στο χάσμα

Το οικονομικό ζήτημα σχετικά με την ισότητα στις αμοιβές

Σύμφωνα με το McKinsey Global Institute, το ΑΕΠ των ΗΠΑ πρόκειται να αυξηθεί κατά 19%, εάν οι γυναίκες και οι άνδρες συμμετέχουν ισότιμα στο εργατικό δυναμικό. Η μεταρρύθμιση θα βοηθούσε επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες να ανακτήσουν την σχετική παγκόσμια θέση τους όσον αφορά τις γυναίκες στον χώρο εργασίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά γυναικείας συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό [26] μεταξύ των Δυτικών εθνών και η οικονομία τους ωφελήθηκε˙ εκτιμήσεις δείχνουν ότι η οικονομία των ΗΠΑ ήταν κατά 2 τρισεκατομμύρια δολάρια [27] ή 13,5%, μεγαλύτερη το 2015 από ό, τι θα ήταν εάν το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και οι ώρες εργασίας παρέμεναν στα επίπεδα του 1970. Ωστόσο, μέχρι το 2010 [28], οι περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ τις είχαν ξεπεράσει στην συμμετοχή γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Το 1990, το ποσοστό συμμετοχής του εργατικού δυναμικού των γυναικών στις ΗΠΑ ανερχόταν στο 74%, το έκτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ εκείνης της εποχής˙ αλλά μέχρι το 2010 [28], το ποσοστό είχε αυξηθεί σε μόλις 75,2%, θέτοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες στην πενιχρή βαθμίδα του 17. Η έλλειψη προγραμμάτων σχεδιασμένων για να στηρίξουν τους Αμερικανούς γονείς στην πρωταρχική τους καριέρα και ανατροφή των παιδιών τους μπορεί να βοηθήσει να εξηγήσει αυτή την σχετική παρακμή. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες στέκονται μόνες ως η μόνη ανεπτυγμένη χώρα στον κόσμο χωρίς οποιαδήποτε μορφή υποχρεωτικά επιδοτούμενης οικογενειακής άδειας.

Οι γενναιόδωρες πολιτικές γονικής άδειας μπορούν να βοηθήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να αντισταθμίσουν την δυσανάλογη επιβάρυνση που φέρουν οι γυναίκες για την φροντίδα των παιδιών και τη μη αμειβόμενη εργασίας φροντίδας, περιορίζοντας έτσι το χάσμα των αμοιβών, αλλά μόνο αν γίνει σωστά. Στην Δανία [29], όπου οι γονείς έχουν εγγυημένο ένα έτος άδειας μετ’ αποδοχών -από το οποίο 18 εβδομάδες είναι η άδεια μητρότητας, δύο εβδομάδες είναι η άδεια πατρότητας και 32 εβδομάδες η γονική άδεια- οι πατέρες [30] παίρνουν μόνο έναν μήνα άδεια κατά μέσο όρο ενώ οι γυναίκες παίρνουν δέκα μήνες κατά μέσο όρο. Από την κοινή περίοδο γονικής άδειας, οι Δανοί πατέρες λαμβάνουν λιγότερο από το 12% [31]. Η φυλετική προσδοκία ότι οι γυναίκες θα είναι οι κύριοι πάροχοι φροντίδας βοηθάει να εξηγηθεί αυτό το αποτέλεσμα, αλλά τα απλά οικονομικά καθοδηγούν τις επιλογές πολλών ζευγαριών: Επειδή η γυναίκα είναι πιο πιθανό να είναι ο δευτερεύων εργαζόμενος, έχει οικονομικό νόημα να παραμείνει εκείνη στο σπίτι.

Ορισμένες κυβερνήσεις παρενέβησαν ενθαρρύνοντας τους πατέρες να λαμβάνουν μεγαλύτερη άδεια πατρότητας, μειώνοντας έτσι την «ποινή» της μητρότητας που υφίστανται οι γυναίκες. Ωφελεί επίσης τις σχέσεις των ανδρών με τα παιδιά τους: Η έρευνα έχει διαπιστώσει ότι οι πατέρες που παίρνουν περισσότερες από δύο εβδομάδες άδεια από την εργασία για να φροντίσουν τα νεογέννητα παιδιά τους εμπλέκονται περισσότερο στην φροντίδα των παιδιών τους [32] εννέα μήνες αργότερα. Στην Σουηδία -που το 1974 έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο η οποία επεξέτεινε την πολιτική αδειών μετ’ αποδοχών για να συμπεριλαμβάνει και τους πατέρες- η κυβέρνηση εφάρμοσε σταδιακά μια πολιτική που αποκλήθηκε «μήνες χρησιμοποίησέ-τους-ή-χάσε-τους». Πρόκειται για μήνες άδειας μετ’ αποδοχών που χορηγούνται σε έναν γονέα και δεν μπορούν να μεταφερθούν στον άλλο. Όταν ο πρώτος τέτοιος μήνας εισήχθη το 1995, το άμεσο αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης ήταν εκπληκτικό: Ο αριθμός των Σουηδών πατέρων που έλαβαν έναν μήνα γονικής άδειας αυξήθηκε από 9% σε 47% [33]. Σήμερα, οι πατέρες παίρνουν περί το 30% [34] της συνολικής γονικής άδειας, έναντι 0,5% το 1974 και 10% [35] το 1998.

Μόλις τελειώσει η άδεια μετ’ αποδοχών, οι εργαζόμενοι γονείς εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την προοπτική να πληρώσουν για δαπανηρή φροντίδα των παιδιών, με αποτέλεσμα ορισμένες μητέρες να παραμένουν στο σπίτι λόγω οικονομικών παραγόντων. Το Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των ΗΠΑ (U.S. Department of Health and Human Services) κρίνει ότι η φροντίδα των παιδιών είναι προσιτή εφόσον το κόστος της δεν υπερβαίνει το 10% [36] του οικογενειακού εισοδήματος. Όμως, σε ολόκληρη την χώρα, η βρεφική φροντίδα κοστίζει κατά μέσο όρο πάνω από το 27% [37] του μέσου εισοδήματος των νοικοκυριών για γονείς που εργάζεται μόνον ο ένας, και μια στις τέσσερις οικογένειες δαπανά περισσότερο από το 10% του εισοδήματός της για την φροντίδα των παιδιών. Το ωριαίο κόστος της φροντίδας των παιδιών [38] αυξήθηκε κατά 32% μεταξύ 1990 και 2010˙ σε 33 πολιτείες, η φροντίδα των βρεφών είναι στην πραγματικότητα ακριβότερη από το κολέγιο [36]. Η επιδότηση της φροντίδας των παιδιών, η αύξηση της διαθεσιμότητας κέντρων φροντίδας παιδιών, και η βελτίωση της πρόσβασης των οικογενειών χαμηλού εισοδήματος σε εκπτώσεις φόρου τέκνων θα μπορούσαν έτσι να αυξήσουν σημαντικά τα ποσοστά απασχόλησης των μητέρων χαμηλών εισοδημάτων [39] στις Ηνωμένες Πολιτείες.