Η χαμένη υπόσχεση του Διαδικτύου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η χαμένη υπόσχεση του Διαδικτύου

Και πώς η Αμερική μπορεί να την επαναφέρει

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία προσπάθησε να βοηθήσει έναν υποψήφιο για την προεδρία έναντι ενός άλλου υποψηφίου στις εκλογές του 2016 -όχι μόνο μέσω της υποκλοπής και δημοσιοποίησης μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mails), αλλά και μέσω μιας εκτεταμένης ενημερωτικής επιχείρησης που περιελάμβανε πληρωμένες διαφημίσεις, ψεύτικους λογαριασμούς μέσων κοινωνικής δικτύωσης και διχαστικό περιεχόμενο. Στην Κίνα [1], οι Αρχές εκμεταλλεύονται την δύναμη της τεχνητής νοημοσύνης για να τελειοποιήσουν ένα Οργουελιανό σύστημα online και πραγματικής επιτήρησης για να παρακολουθούν κάθε κίνηση των πολιτών. Στη Μιανμάρ [2], ένας απεσταλμένος του ΟΗΕ διαπίστωσε ότι το Facebook είχε συμβάλει στην εξάπλωση ρητορικής του μίσους, συμβάλλοντας στην εθνοκάθαρση των Μουσουλμάνων Rohingya. Σε μια εποχή όπου το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού συνδέεται με το Διαδίκτυο, είναι δύσκολο να ξεφύγουμε από το συμπέρασμα ότι η τεχνολογία που υποσχέθηκε να δώσει ισχύ στους αδύναμους έχει καταλήξει επίσης να βλάπτει τους ίδιους τους ανθρώπους που έπρεπε να βοηθήσει.

Η ανοικτότητα επέτρεψε στο Διαδίκτυο να καταστεί ένα παγκόσμιο δίκτυο που ενθάρρυνε την εξαιρετική καινοτομία και ενίσχυσε επιχειρηματίες, καταναλωτές και πολιτικούς διοργανωτές. Αλλά στην πορεία, χάθηκε μέρος του ανοικτότητας και ρίζωσαν πιο σκοτεινές δυνάμεις.

15052019-1.jpg

Ο Αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ, Rod Rosenstein, ανακοινώνει το κατηγορητήριο εναντίον 12 Ρώσων αξιωματικών πληροφοριών στην Ουάσινγκτον, τον Ιούλιο του 2018. LEAH MILLIS/FILE PHOTO/REUTERS
-------------------------------------------------------------------------------------

Σήμερα, μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας έχουν φτάσει να κυριαρχούν στην ηλεκτρονική εμπειρία, συλλέγοντας συνεχώς τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών, συχνά χωρίς εκείνοι να το γνωρίζουν, και τα τροφοδοτούν μέσω ιδιόκτητων αλγορίθμων [3] για να οργανώνουν αποτελέσματα αναζήτησης, συστάσεις και ειδήσεις. Οι προπαγανδιστές και οι εξτρεμιστές που επιθυμούν να αποκρύψουν την ταυτότητά τους χρηματοδοτούν στοχευμένες διαφημίσεις και να δημιουργήσουν στρατούς [διαδικτυακών] ρομπότ (bots) στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να προωθήσουν παραπλανητικά ή καταφανώς ψευδή περιεχόμενα, αποστερώντας τους πολίτες από μια βασική κατανόηση της πραγματικότητας. Και οι αυταρχικοί εκμεταλλεύονται την τεχνολογία για να λογοκρίνουν τις πληροφορίες και να καταπνίγουν τις διαφωνίες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες επινόησαν το Διαδίκτυο και, από την αρχή, προώθησαν το όραμά τους για ένα ανοιχτό και δωρεάν Διαδίκτυο στην παγκόσμια σκηνή. Αλλά σήμερα, η αμερικανική ηγεσία απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό καθώς η πλατφόρμα όλο και περισσότερο οπλοποιείται (weaponized). Είναι η ώρα η Ουάσιγκτον να ξεπεράσει την τεχνο-ουτοπική πεποίθησή της ότι το Διαδίκτυο μπορεί να επιδιορθωθεί από μόνο του και, αντίθετα, να λάβει ενεργά μέτρα για να διασφαλίσει ότι το Διαδίκτυο είναι ένα εργαλείο για την ενίσχυση και όχι την υπονόμευση των δημοκρατικών αξιών.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ

Η πιο συνηθισμένη ιστορία της καταγωγής του Διαδικτύου ξεκινά με τους λαμπρούς νέους επιχειρηματίες οι οποίοι εφευρίσκουν τεχνολογίες που αλλάζουν την ζωή μέσα από τα γκαράζ τους. Στην πραγματικότητα, το πρώιμο Διαδίκτυο έλαβε σημαντική βοήθεια [4] από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ξεκίνησε από το ARPANET, το Advanced Research Projects Agency Network, ένα αποκεντρωμένο δίκτυο που δημιουργήθηκε από το Πεντάγωνο, το οποίο σχεδιάστηκε για να αντέχει σε μια πυρηνική επίθεση. Οι εφευρέτες του Internet Protocol και του World Wide Web έλαβαν κυβερνητικές επιχορηγήσεις και υποστήριξη από κυβερνητικά ερευνητικά εργαστήρια.

Επιπλέον, στα μέσα της δεκαετίας του '90, όταν το Διαδίκτυο άρχιζε να εισέρχεται στα σπίτια των ανθρώπων και στους χώρους εργασίας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ προώθησε επιθετικά τον ανταγωνισμό με το υπάρχον τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, μια επιλογή που επέτρεψε να ανθίσει το πρώιμο Διαδίκτυο. Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (Federal Communications Commission) απάλλαξε τους παρόχους υπηρεσιών Διαδικτύου, όπως η AOL, από το να πληρώνουν τις χρεώσεις που έπρεπε να πληρώνουν οι φορείς μεγάλων αποστάσεων και εφάρμοσε τον νόμο περί τηλεπικοινωνιών του 1996 με τέτοιο τρόπο ώστε -τουλάχιστον για μερικά χρόνια- να ανοίξουν οι περιφερειακές τηλεφωνικές εταιρείες στον ανταγωνισμό, προκαλώντας δαπάνες δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων. Όταν το Κογκρέσο ενέκρινε τον νόμο περί Ευπρέπειας των Επικοινωνιών του 1996 (Communications Decency Act), περιλάμβανε μια διάταξη -τμήμα 230- που απελευθέρωνε σε μεγάλο βαθμό ορισμένες εταιρείες του Διαδικτύου από την ευθύνη για περιεχόμενο τρίτων, το οποίο δημοσιευόταν ή διακινείτο στα δίκτυα ή τις πλατφόρμες τους. Σε συνδυασμό με τον αποκεντρωμένο σχεδιασμό του Διαδικτύου, οι πολιτικές αυτές προώθησαν ένα μέσο που επιτρέπει στους χρήστες να ανταλλάσσουν ελεύθερα πληροφορίες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσηλύτισαν στο εξωτερικό με το πλαίσιο της πολιτικής τους υπέρ της ανοικτότητας. Το 1997, η Ουάσιγκτον διαπραγματεύθηκε μια συμφωνία μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, η οποία δέσμευσε 67 χώρες που υπέγραψαν τα «ρυθμιστικά αξιώματα υπέρ του ανταγωνισμού» όταν επρόκειτο για τηλεπικοινωνίες, στρώνοντας τον δρόμο για το παγκόσμιο Internet. Και για να ορίσει τους κανόνες της πορείας για το Διαδίκτυο, ενέκρινε μια χούφτα οργανώσεις «πολλαπλών φορέων» (multistakeholder), συμπεριλαμβανομένης της Εταιρείας Internet για Εκχωρημένα Ονόματα και Αριθμούς (Internet Corporation for Assigned Names and Numbers) ή ICANN (η οποία διαχειρίζεται το σύστημα ονομάτων στο Διαδίκτυο [domain names]) και της Task Force Internet Engineering (που προωθεί τα τεχνικά πρότυπα). Το πλαίσιο αυτό προήγαγε τον ανταγωνισμό, προσέφερε νέες οδούς για την ανταλλαγή πληροφοριών και επέτρεψε στο Διαδίκτυο να γίνει μια ζωντανή πλατφόρμα για την ελεύθερη έκφραση και την καινοτομία. Το Διαδίκτυο φαινόταν να οδηγεί σε μια νέα εποχή εκδημοκρατισμού και επιχειρηματικότητας. Κατά το 2011, πιστώθηκε [5] ότι προκάλεσε την Αραβική Άνοιξη.

Αλλά μέχρι τότε, το Διαδίκτυο είχε αλλάξει πολύ. Αρχικά στην ιστορία του, οι χρήστες επικοινωνούσαν άμεσα, και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) ήταν η «απαραίτητη εφαρμογή» (killer app). Με την έλευση του World Wide Web, οι χρήστες μπορούσαν εύκολα να δημιουργούν και να μοιράζονται το δικό τους περιεχόμενο. Ωστόσο, οι σημερινές ψηφιακές πλατφόρμες –συμπεριλαμβανομένων των Amazon, Facebook, Google και Twitter- χρησιμοποιούν αλγόριθμους για την οργάνωση της εμπειρίας των χρηστών. Οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης κερδίζουν περισσότερα έσοδα από διαφημίσεις όσο περισσότερο μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να ξοδεύουν στις πλατφόρμες τους και όσο πιο στενά μπορούν να τους στοχεύσουν, και έτσι έχουν κάθε κίνητρο να συλλέγουν όσο το δυνατόν περισσότερα δεδομένα [6] και να τα τροφοδοτούν σε αλγόριθμους που βελτιστοποιούν το περιεχόμενο που βλέπουν οι χρήστες τους.

Την ίδια στιγμή, ο κόσμος εκτός σύνδεσης (offline) μετατοπίστηκε σε σύνδεση (online). Το 2017, σε μια έρευνα Αμερικανών που διεξήχθη από την Σχολή Επικοινωνίας και Δημοσιογραφίας USC-Annenberg, οι ερωτηθέντες παραδέχτηκαν ότι ξοδεύουν online κατά μέσο όρο 24 ώρες την εβδομάδα. Το 40% από αυτούς δήλωσαν ότι θεωρούν πως το Διαδίκτυο διαδραματίζει αναπόσπαστο ρόλο στην αμερικανική πολιτική, ενώ το 83% ανέφερε ότι έκαναν αγορές ηλεκτρονικά. Οι περισσότερες από τις σχετικές κυβερνητικές πολιτικές σχεδιάστηκαν όταν το Διαδίκτυο ήταν απλώς ένα περιθωριακό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων, αλλά έχει φθάσει να αγγίξει σχεδόν κάθε πτυχή.

Οι ειδήσεις μεταφέρθηκαν επίσης στο διαδίκτυο, με περισσότερους ανθρώπους να τις μαθαίνουν πλέον μέσω του Διαδικτύου παρά από την τηλεόραση, όπως [το ίδιο έκανε] και η διαφήμιση. Ως αποτέλεσμα, το οικονομικό μοντέλο της έντυπης δημοσιογραφίας κατέρρευσε. Στο παρελθόν, όταν το μέλλον των ειδήσεων φαινόταν υπό αμφισβήτηση, οι Αμερικανοί συζητούσαν δημοσίως τον ρόλο που πρέπει να διαδραματίζουν τα μέσα ενημέρωσης σε μια δημοκρατία. Το Κογκρέσο ρύθμιζε τις αναπτυσσόμενες μορφές των μέσων μαζικής ενημέρωσης, με τον νόμο για το ραδιόφωνο (Radio Act) το 1927 και μετά με τον νόμο περί επικοινωνιών (Communications Act) το 1934, που απαιτούσε από τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς να ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον ως προϋπόθεση για την λήψη αδειών χρήσης των δημόσιων ραδιοκυμάτων. Η κοινωνία των πολιτών προσχώρησε επίσης στην συζήτηση. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Επιτροπή για την Ελευθερία του Τύπου (Commission on Freedom of the Press), με επικεφαλής τον Robert Hutchins, πρόεδρο του Πανεπιστημίου του Σικάγο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης πρέπει να δεσμευτούν στην κοινωνική ευθύνη. Και το 1967, η Επιτροπή Carnegie για την Εκπαιδευτική Τηλεόραση εξέδωσε μια έκθεση για το πώς να έρθει η δημόσια ραδιοτηλεοπτική μετάδοση στα νοικοκυριά των ΗΠΑ, υποκινώντας την ψήφιση το ίδιο έτος του νόμου περί ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών (Public Broadcasting Act), ο οποίος δημιούργησε την Εταιρία Δημόσιων Ραδιοτηλεοπτικών Εκπομπών (Corporation for Public Broadcasting). Αλλά όταν το Internet απογειώθηκε, καμιά τέτοια εξέταση δεν έλαβε χώρα.

Εν ολίγοις, καθώς το Διαδίκτυο αναπτύχθηκε πιο συγκεντρωτικά και καθώς ο ρόλος του επεκτάθηκε, οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής απέτυχαν να το παρακολουθήσουν. Όταν επρόκειτο για την επικαιροποίηση των κανονισμών για τις ηλεκτρονικές δραστηριότητες -είτε το ζήτημα αφορούσε στην πολιτική διαφήμιση είτε στην ιδιωτική ζωή- το Διαδίκτυο θεωρήθηκε ως ένα ειδικό πεδίο που δεν χρειαζόταν ρύθμιση. Και οι κακοί άνθρωποι το σημείωσαν.

ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΕΣ

Στις δύσκολες μέρες της Αραβικής Άνοιξης, ορισμένοι παρατηρητές πίστευαν ότι το Διαδίκτυο έδωσε στους αντιφρονούντες ένα σαφές πλεονέκτημα έναντι των καταπιεστών τους. Αλλά οι τύραννοι γενικών έμαθαν να χρησιμοποιούν την τεχνολογία για τους δικούς τους σκοπούς. Αποδείχθηκε ότι, αν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλες τεχνολογίες μπορούν να βοηθήσουν τους διαδηλωτές, μπορούν επίσης να βοηθήσουν το κράτος.

Μια έκθεση του Freedom House, το 2017, διαπίστωσε ότι η ελευθερία του Διαδικτύου μειώθηκε παγκοσμίως για έβδομη συνεχή χρονιά καθώς η Κίνα, η Ρωσία και ορισμένες χώρες του Κόλπου ανέπτυξαν διάφορες εξελιγμένες μεθόδους για τον περιορισμό της πρόσβασης σε ηλεκτρονικές πληροφορίες και εργαλεία επικοινωνίας. Έχουν μπλοκάρει τα εικονικά ιδιωτικά δίκτυα (virtual private networks), καθιστώντας πιο δύσκολο για τους χρήστες να αποφεύγουν τους ελέγχους λογοκρισίας και έχουν κάνει το ίδιο με τις κρυπτογραφημένες εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων, όπως η Telegram, αποστερώντας τους διαφωνούντες από την ικανότητα να οργανώνονται μυστικά. Στις Φιλιππίνες, ο πρόεδρος Rodrigo Duterte έχει στρατολογήσει έναν στρατό πληρωμένων διαδικτυακών οπαδών και bots για να προβάλλει μια ατμόσφαιρα δημόσιου ενθουσιασμού και για να εκφοβίσει τους επικριτές του.

Μερικές φορές, οι αυταρχικοί μέχρι που βάζουν ιδιωτικές εταιρείες για να κάνουν το θέλημά τους. Η τουρκική κυβέρνηση, εν μέσω της καταστολής της αντιπολίτευσης από τότε που έγινε η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, ανάγκασε το Facebook να καταργήσει περιεχόμενο. (Η Wikipedia εγκατέλειψε την χώρα αντί να επεξεργαστεί ή να καταργήσει περιεχόμενο). Και σε ορισμένες χώρες -κυρίως στην Κίνα, το Ιράν και την Ρωσία- οι κυβερνήσεις απαιτούν να φυλάσσονται τα δεδομένα των πολιτών εντός της χώρας.

Η πιο εξελιγμένη προσπάθεια προέρχεται από την Κίνα, η οποία, εκτός από το Great Firewall [7], αναπτύσσει ένα σύστημα «κοινωνικών βαθμών», το οποίο πηγαίνει την ιδέα ενός πιστωτικού αποτελέσματος στην πιο ανατριχιαστική επέκτασή του. Η ιδέα είναι να συγκεντρωθούν πληροφορίες από δημόσια και ιδιωτικά αρχεία για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των πολιτών, δημιουργώντας ένα σκορ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιοριστούν οι δυνατότητές τους για απασχόληση, εκπαίδευση, στέγαση και ταξίδια.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αγωνιστεί να ανταποκριθούν στην αυταρχική online απειλή. Ως υπουργός Εξωτερικών, η Χίλαρι Κλίντον προώθησε μια ατζέντα ελευθερίας του Διαδικτύου για να ενισχύσει τους αντιφρονούντες. Το Υπουργείο Εξωτερικών αφιέρωσε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε προγράμματα που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της πρόσβασης στο Διαδίκτυο, στην καταπολέμηση της λογοκρισίας και στην δημιουργία τεχνολογιών για την παράκαμψη των ελέγχων. Και το 2016 ίδρυσε το Παγκόσμιο Κέντρο Δέσμευσης (Global Engagement Center), το οποίο είχε επιφορτιστεί με τον συντονισμό των προσπαθειών για την αντιμετώπιση της διάδοσης της προπαγάνδας από κράτη και μη κρατικούς φορείς. Αλλά αυτός ο οργανισμός δεν ήταν ποτέ πλήρως στελεχωμένος ή πλήρως χρηματοδοτημένος. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, τα εργαλεία για την επιτήρηση και τον έλεγχο έχουν γίνει πιο εξελιγμένα.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ HACKING ΣΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Το Διαδίκτυο δεν έχει χρησιμοποιηθεί μόνο για την ενίσχυση των αυταρχικών κρατών˙ έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για την αποδυνάμωση των δημοκρατιών. Όπως αναφέρθηκε λεπτομερώς στα κατηγορητήρια που εξέδωσε το Φεβρουάριο ο Robert Mueller, ο ειδικός εισαγγελέας των ΗΠΑ που διερευνά την ρωσική παρέμβαση στις εκλογές του 2016, Ρώσοι δημιούργησαν ψεύτικα online πρόσωπα με σκοπό την διάδοση ψευδών πληροφοριών. Για παράδειγμα, ένας λογαριασμός Twitter με το όνομα @TEN_GOP που υποτίθεται ότι αντιπροσώπευε [8] το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Τενεσί και δημοσίευε μια σταθερή ροή περιεχομένου υποστηρίζοντας τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο Donald Trump. Στην πραγματικότητα, λειτουργούσε από την Υπηρεσία Έρευνας του Internet (Internet Research Agency), μια οργάνωση που συνδέεται με την ρωσική κυβέρνηση και είναι υπεύθυνη για επιχειρήσεις online επιρροής. Ένας ιδιαίτερος στόχος ήταν να μειωθεί η συμμετοχή των Αφροαμερικανών [στις εκλογές], προκειμένου να πληγεί η υποψηφιότητα της Κλίντον. Σύμφωνα με έρευνα του CNN, η εκστρατεία μέσων κοινωνικής δικτύωσης που ονομάζεται «Blacktivist» ήταν στην πραγματικότητα μια ρωσική επιχείρηση troll˙ είχε περισσότερα «μου αρέσει» (Like) στο Facebook από την επίσημη σελίδα «Black Lives Matter».

Εκείνοι που οργανώνουν εκστρατείες παραπληροφόρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκμεταλλεύονται τα συστήματα εμπορικής συλλογής δεδομένων και στόχευσης. Συγκεντρώνουν προσωπικά δεδομένα από πολλές πηγές σε διάφορες συσκευές και κατηγοριοποιούν τους ανθρώπους ανάλογα με την συμπεριφορά, τα ενδιαφέροντά τους και τα δημογραφικά στοιχεία. Στην συνέχεια, στοχεύουν ένα συγκεκριμένο τμήμα χρηστών με διαφημίσεις και bots [στμ: ηλεκτρονικά «ρομπότ» του Διαδικτύου], που ενθαρρύνουν τους χρήστες να κάνουν Like σε σελίδες, να «ακολουθούν» λογαριασμούς και να μοιράζονται πληροφορίες. Με αυτόν τον τρόπο, οι εκστρατείες παραπληροφόρησης οπλοποιούν τις ψηφιακές πλατφόρμες, των οποίων οι αλγόριθμοι φαίνεται να επιβραβεύουν την οργή, διότι αυτή [η οργή] διατηρεί δεσμευμένους τους χρήστες. Όπως διαπίστωσε ο μελετητής Zeynep Tufekci [9], ο αλγόριθμος συστάσεων (recommendation algorithm) του YouTube κατευθύνει τους θεατές σε όλο και πιο ριζοσπαστικά και εξτρεμιστικά βίντεο.

Για να είμαστε δίκαιοι, οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας έχουν αρχίσει να ξυπνούν σχετικά με την κλίμακα του προβλήματος. Αφού διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία συμβούλων Cambridge Analytica συγκέντρωσε τις προσωπικές πληροφορίες 87 εκατομμυρίων χρηστών του Facebook για χρήση σε πολιτικές εκστρατείες, ο Mark Zuckerberg, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, κατέθεσε στο Κογκρέσο ότι το Facebook θα επεκτείνει παγκοσμίως τους ελέγχους που εφαρμόζει για να ικανοποιήσει τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (General Data Protection Regulation) της ΕΕ. (Αλλά το ότι η εταιρεία αφαίρεσε τα μη ευρωπαϊκά δεδομένα από τους ευρωπαϊκούς διακομιστές [servers], κάτι που θέτει τις πληροφορίες εκτός των ρυθμιστικών Αρχών της ΕΕ, εγείρει αμφιβολίες για την δέσμευσή του). Το Twitter άρχισε να καταργεί τους ψεύτικους λογαριασμούς με επιταχυνόμενο ρυθμό, διαγράφοντας 70 εκατομμύρια ύποπτους λογαριασμούς τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2018. Όλες αυτές οι εταιρείες έχουν λάβει μέτρα για να αυξήσουν την διαφάνεια όταν πρόκειται για το ποιος έχει πληρώσει για μια συγκεκριμένη πολιτική διαφήμιση.

Τον Ιούλιο, μια συνέντευξη Τύπου του Facebook που είχε σχεδιαστεί για να παρουσιάσει την πρόοδο της εταιρείας, κατέληξε να καταδεικνύει την αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν όλες οι μεγάλες πλατφόρμες. Ένας δημοσιογράφος του CNN ρώτησε πώς το Facebook μπορούσε να συνεχίζει να επιτρέπει το Infowars –ένα site θεωρίας συνωμοσίας που έχει προπαγανδίσει την ιδέα ότι οι πυροβολισμοί στα σχολεία είναι απάτη και τα θύματά τους «ηθοποιοί της κρίσης» (crisis actors)- να λειτουργεί μια σελίδα με περισσότερους από 900.000 οπαδούς. Οι εκπρόσωποι της εταιρείας πάλεψαν να εξηγήσουν [10] σε ποιες περιπτώσεις οι ψευδείς πληροφορίες αφαιρούνται για παραβιάσεις των «κοινοτικών προτύπων» (community standards) του Facebook και σε ποιες περιπτώσεις απλώς «υποβαθμίζονται» (downranked) στην ροή ειδήσεών του.

Για άλλη μια φορά, η δημόσια πολιτική δεν μπόρεσε να ακολουθήσει. Δεν υπάρχει καμία ομοσπονδιακή υπηρεσία που να είναι επιφορτισμένη με την προστασία της δημοκρατίας των ΗΠΑ στην ψηφιακή εποχή, και έτσι οι μόνοι «αστυνομικοί εν υπηρεσία» είναι η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (Federal Trade Commission, FTC) και η Ομοσπονδιακή Εκλογική Επιτροπή (Federal Election Commission, FEC). Η FTC είναι επιφορτισμένη με την ευρεία αποστολή να προστατεύει τους καταναλωτές και στερείται επαρκούς προσωπικού και εξουσίας για την αντιμετώπιση των περισσοτέρων προκλήσεων που σχετίζονται με την οπλοποίηση του Διαδικτύου. Η διοίκηση Ομπάμα πρότεινε μια επικαιροποίηση των νόμων περί απορρήτου που θα έδινε στην FTC περισσότερη εξουσία όταν πρόκειται για το θέμα αυτό, αλλά το Κογκρέσο δεν το προχώρησε ποτέ. Και παρόλο που ένα προσχέδιο του νόμου Dodd-Frank για την Μεταρρύθμιση της Wall Street και την Προστασία των Καταναλωτών (2010) περιείχε μια διάταξη που έδινε εξουσία λήψης αποφάσεων στην FTC, η διάταξη εξαφανίστηκε πριν ψηφιστεί το νομοσχέδιο. Η FEC, από την πλευρά της, πελαγοδρομεί αενάως μεταξύ κομματικών γραμμών, όπως ακριβώς συνέβη το 2014, όταν η ψηφοφορία για το εάν θα απαιτηθεί διαφάνεια στην διαδικτυακή πολιτική διαφήμιση κατέληξε σε αδιέξοδο. Ως επί το πλείστον, η κυβέρνηση το έχει αφήσει στους ιδιώτες και τις ψηφιακές πλατφόρμες να σχεδιάσουν τις δικές τους άμυνες, και αυτοί δεν τα καταφέρνουν ικανοποιητικά.

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΚΤΟΤΗΤΑ

Παρόλο που η δημόσια πολιτική διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην δημιουργία και την ανάπτυξη του Διαδικτύου, προέκυψε μια μυθική, φιλελεύθερης προέλευσης ιστορία, η οποία τροφοδότησε την πεποίθηση ότι το Διαδίκτυο είναι τόσο ανοικτό ώστε η ρύθμιση είναι περιττή -όντως, ότι η κυβέρνηση είναι κάτι σαν Κρυπτονίτης για το Διαδίκτυο. Φυσικά, αυτό ήταν επίσης ένα βολικό αφήγημα για τους αντιπάλους της ρύθμισης, οι οποίοι για οικονομικούς ή ιδεολογικούς λόγους καταπολεμούν την ενημέρωση των offline κανόνων ώστε να ταιριάξουν στον online κόσμο. Είναι όμως σημαντικό να ενεργήσει η Ουάσινγκτον τώρα ώστε να αποτρέψει την περαιτέρω οπλοποίηση του Διαδικτύου ενάντια σε δημοκρατίες και άτομα που προσπαθούν να ασκήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους -και να το κάνει χωρίς να θυσιαστούν δημοκρατικές αξίες όπως η ελευθερία της έκφρασης. Η ιστορία της ίδρυσης του Διαδικτύου προσφέρει το σωστό μοντέλο: Παρέμβαση για λογαριασμό της ανοικτότητας.

15052019-2.jpg

Πελάτες σε ένα Internet cafe στην Taiyuan, στην Κίνα, τον Ιούνιο του 2009. REUTERS
--------------------------------------------------------------------------

Για να βοηθήσει να κλίνει η ζυγαριά εναντίον των αυταρχικών, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να χρηματοδοτήσει και να στελεχώσει πλήρως το Global Engagement Center, ώστε να μπορεί να συντονίζει την υποστήριξη για τους ακτιβιστές στο εξωτερικό και να καταπολεμά την παραπληροφόρηση και το εξτρεμιστικό περιεχόμενο. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει επίσης να συνεχίσει να υποστηρίζει τις προσπάθειες που καταβάλλει το Broadcasting Board of Governors, η ομοσπονδιακή υπηρεσία που επιβλέπει την Φωνή της Αμερικής (Voice of America) και άλλους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, συμπεριλαμβάνοντας την ανάπτυξη εργαλείων που βοηθούν τους διαφωνούντες να συνδεθούν στο διαδίκτυο και υποστηρίζοντας την ιστοσελίδα που ελέγχει τα γεγονότα www.Polygraph.info.

Υπάρχουν επίσης βήματα που μπορούν να ληφθούν για να μειωθούν οι ευκαιρίες των λεγόμενων μαύρων χρημάτων (dark money) και των σκοτεινών δεδομένων (dark data) να υπονομεύσουν την δημοκρατία. Το Κογκρέσο πρέπει να εγκρίνει τον νόμο περί Έντιμων Διαφημίσεων (Honest Ads Act) [11], ένα νομοσχέδιο που προτάθηκε τον Οκτώβριο του 2017 και θα εφαρμόζει τους κανόνες που ισχύουν στην τηλεόραση για να αποκαλύπτεται η χρηματοδότηση πίσω από την πολιτική διαφήμιση στο Διαδίκτυο. Οι πλατφόρμες θα πρέπει να υποχρεούνται να επιμένουν ότι οι φορείς που αγοράζουν πολιτικές διαφημίσεις να παρέχουν επίσης πληροφορίες σχετικά με τους χορηγούς τους -και να επαληθεύουν την ταυτότητα αυτών των χορηγών και να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες δημοσίως σε μια ταξινομημένη, ερευνήσιμη βάση δεδομένων. Για να καταφέρει ένα χτύπημα στην μικρο-στοχευμένη παραπληροφόρηση, το Κογκρέσο πρέπει να δανειστεί από τον General Data Protection Regulation (GDPR) της Ευρώπης: Οι οργανισμοί θα πρέπει να υποχρεούνται να αντιμετωπίζουν τα πολιτικά και φιλοσοφικά δεδομένα σχετικά με τους χρήστες ως ευαίσθητες πληροφορίες -ώστε να μην μπορούν να συλλέγονται και στην συνέχεια να χρησιμοποιούνται για στοχευμένη πολιτική διαφήμιση χωρίς ρητή άδεια. Οι χρήστες θα πρέπει επίσης να έχουν περισσότερα δικαιώματα επί των δεδομένων, όπως η δυνατότητα να μεταφέρουν τα δεδομένα τους σε άλλη πλατφόρμα ή να τα χρησιμοποιούν με διαλειτουργικότητα.

Οι ψηφιακές πλατφόρμες πρέπει να βρουν έναν τρόπο να προσφέρουν στους χρήστες ευρύτερο πλαίσιο (context) για τις ειδήσεις που τους παρουσιάζουν οι αλγόριθμοί τους. Θα μπορούσαν να το πράξουν με κάποια μέθοδο διαφοροποίησης εκείνων των ειδησεογραφικών πρακτορείων που ακολουθούν αποδεκτές δημοσιογραφικές πρακτικές (έθιμα, όπως η ύπαρξη ενός τίτλου του μέσου, ο διαχωρισμός των ειδήσεων από τις απόψεις, και η δημοσίευση διορθώσεων) από εκείνα που δεν το κάνουν. Οι πλατφόρμες θα πρέπει να υποχρεώνονται να καταργούν τους ψεύτικους λογαριασμούς και να αφαιρούν τα bots, εκτός εάν είναι σαφώς επισημασμένα ως τέτοια. Οι μεγαλύτερες εταιρίες μέσων κοινωνικής δικτύωσης -το Facebook, το Twitter και το YouTube- πρέπει να είναι διαφανείς σχετικά με τους κανόνες που αφορούν την διαχείριση του περιεχομένου τους. Οι ρυθμίσεις ενδέχεται να απαιτούν ακόμη και ορισμένες πλατφόρμες να παρέχουν τις κατάλληλες διαδικασίες προστασίας για χρήστες των οποίων το περιεχόμενο έχει καταργηθεί. Και μια στενή αλλαγή στο Τμήμα 230 θα μπορούσε να εξαλείψει την ασυλία για πλατφόρμες οι οποίες αφήνουν αναρτημένο περιεχόμενο που απειλεί ή σκόπιμα υποκινεί για σωματική βία.

Φυσικά, η αλλαγή πρέπει να έρχεται από την κορυφή. Ο ίδιος ο Trump αρνείται επανειλημμένα να αναγνωρίσει την παρέμβαση της Ρωσίας στις εκλογές του 2016, παρά τα σαφή ευρήματα της κοινότητας των μυστικών υπηρεσιών. Και τον Μάιο, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της διοίκησης Trump κατάργησε την θέση του συντονιστή κυβερνοασφάλειας και παρέδωσε το χαρτοφυλάκιο σε έναν αναπληρωτή με πολλές άλλες ευθύνες. Η απόφαση αυτή πρέπει να αντιστραφεί, και οι ξένες επιχειρήσεις [παρα]πληροφόρησης να αντιμετωπίζονται τόσο σοβαρά όσο οι κυβερνοεπιθέσεις. Και σε διεθνές επίπεδο, η Ουάσιγκτον πρέπει να προωθήσει την προσέγγισή της μέσω πολυμερών οργανισμών και να παράσχει τεχνική βοήθεια μέσω της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Αυτό που χρειάζεται είναι η ηγεσία από τις ΗΠΑ. Το Διαδίκτυο δεν θα είχε γίνει ποτέ μια τέτοια μετασχηματιστική τεχνολογία, αν δεν υπήρχε η ανοικτότητα -μια ποιότητα που ήταν έμφυτη στον σχεδιασμό του, αλλά ωστόσο προωθήθηκε από κυβερνητικές πολιτικές. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι πολιτικές δεν συνέχισαν να συμβαδίζουν με τις τεχνολογικές αλλαγές ή τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν. Τα θύματα αυτής της υστέρησης ήταν εκείνοι που επωφελήθηκαν περισσότερο από το Διαδίκτυο αρχικά: Οι δημοκρατίες, οι υπέρμαχοι της ελευθερίας και οι απλοί πολίτες.

Είναι καιρός αυτοί να πάρουν πίσω το Διαδίκτυο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μοναδικά τοποθετημένες για να αναλάβουν την ηγεσία στο έργο αυτό. Ως υποστηρικτές των βασικών αρχικών πολιτικών και ως η πατρίδα πολλών από τις μεγαλύτερες εταιρείες του Διαδικτύου, μόνον αυτές [δηλαδή οι ΗΠΑ] μπορούν να οδηγήσουν την ανάπτυξη ενός πλαισίου το οποίο θα εγγυάται την ανοικτότητα και την διαφάνεια που απαιτούνται για την δημοκρατική συζήτηση χωρίς να βλάπτεται η καινοτομία. Αλλά αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφύγουν την ευθύνη τους, θα ενισχύσουν περαιτέρω τους αντιπάλους της δημοκρατίας: Τα ρεβιζιονιστικά κράτη, τις αυταρχικές κυβερνήσεις και τους απατεώνες που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν το Διαδίκτυο για τους δικούς τους, επικίνδυνους σκοπούς.

Copyright © 2019 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2018-08-13/internets-lost-...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2018-06-20/reeducation-ret...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/burma-myanmar/2017-09-28/while-w...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/2015-05-25/violence-algorithms
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/americas/2014-12-15/innovative-s...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/egypt/2016-01-24/egypts-durable-...
[6] https://www.foreignaffairs.com/reviews/2015-07-07/more-data-more-problems
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2013-05-30/how-free-chines...
[8] https://www.cnn.com/2018/02/16/politics/who-is-ten-gop/index.html
[9] https://www.nytimes.com/2018/03/10/opinion/sunday/youtube-politics-radic...
[10] https://money.cnn.com/2018/07/20/media/facebook-infowars-false-news-misi...
[11] https://www.npr.org/2017/10/19/558847414/what-you-need-to-know-about-the...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition