Το ριζοσπαστικό Ισλάμ στην Βουλγαρία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το ριζοσπαστικό Ισλάμ στην Βουλγαρία

Μια πρώτη ανάγνωση του φαινομένου

Ως προς την οικονομική και κοινωνική θέση του μουσουλμανικού πληθυσμού, γενικά θεωρείται ότι στη μετα-κομμουνιστική Βουλγαρία, η λεγόμενη διαδικασία της μετάβασης είχε ένα ιδιαίτερα σκληρό αντίκτυπο πάνω τους: Για παράδειγμα, τόσο οι εθνοτικοί Τούρκοι όσο και οι Ρομά είχαν μονίμως υψηλά ποσοστά ανεργίας –πχ, το 2011, το 19,3% των Ρομά δήλωναν άνεργοι, έναντι 11,7% των Τούρκων και 6,6% των Βουλγάρων [9]- και χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα ως προς τους Ρομά θεωρείται ότι μετά το 1990 έχουν βιώσει μια ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου, με σημαντική κοινωνική περιθωριοποίηση, η οποία εκφράζεται μέσα από τα περιβόητα τσιγγάνικα γκέτο των περισσότερων βουλγαρικών πόλεων [10]. Η κοινωνική περιθωριοποίηση των Ρομά με ό,τι αυτό συνεπάγεται (όπως για παράδειγμα η αυξημένη κοινωνική τους παραβατικότητα, η μαζική εξαγορά των ψήφων τους και ιδιαίτερα η όλο και μεγαλύτερη αποξένωσή τους) συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα (και που λογικά θα αντιμετωπίσει και στο μέλλον) η Βουλγαρία με δεδομένο, μάλιστα, ότι αποτελούν και το μοναδικό κομμάτι του πληθυσμού που είναι δημογραφικά υγιές σε μια κοινωνία η οποία γερνάει και μειώνεται συνεχώς τα τελευταία 30 χρόνια.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

Τα κύρια θεσμικά όργανα της Μουσουλμανικής Κοινότητας είναι η Αρχιμουφτεία (Главно мюфтийство) και το Ανώτατο Μουσουλμανικό Συμβούλιο (Висш духовен съвет). Η Αρχιμουφτεία αντιπροσωπεύει όλους τους Μουσουλμάνους της Βουλγαρίας, ανεξαρτήτως της εθνότητάς τους και το ιδιαίτερο δόγμα στο οποίο ανήκουν (Σουνίτες ή Σιίτες). Το 2015, η Αρχιμουφτεία περιελάμβανε 21 Μουφτείες, με 1.000 περίπου καταγραμμένους Ιμάμηδες και 1.156 τζαμιά (η συγκεκριμένη εκτίμηση των τζαμιών αφορά το 2010) [11]. Ο αρμόδιος θεσμός που επιβλέπει την σχέση ανάμεσα στο βουλγαρικό κράτος και τα θρησκευτικά δόγματα είναι η Διεύθυνση Θρησκευτικών Δογμάτων (Дирекцията по религиозните вероизповедания). Η ετήσια επιχορήγηση του βουλγαρικού κράτους προς τη μουσουλμανική κοινότητα είναι ιδιαίτερα χαμηλή: το 2014 υπολογιζόταν στα 180.000 ευρώ [12], γεγονός που αδιαμφισβήτητα έχει διευκολύνει τη διείσδυση και επιρροή ξένων οργανώσεων και κρατών, μέσω της παροχής χρηματοδότησης και δωρεών, κυρίως της Τουρκίας, αλλά και αραβικών κρατών, όπως και του Ιράν που παρέχει χρηματοδότηση στη μικρή σιιτική κοινότητας της Βουλγαρίας. Υπολογίζεται για παράδειγμα ότι το 40% του προϋπολογισμού της Αρχιμουφτείας για εκπαιδευτικούς σκοπούς καλύπτεται από την Τουρκία [13], ενώ πληροφορίες στον βουλγαρικό Τύπο αναφέρουν περίπου 200 ιμάμηδες των οποίων οι μισθοί καταβάλλονται από τη Ντιανέτ (την τουρκική Διεύθυνση Θρησκευτικών Θεμάτων) [14]. Εκπρόσωποι της Ντιανέτ υπηρετούν στην τουρκική πρεσβεία στην Σόφια, όπως και στα τουρκικά προξενεία στο Πλόβντιφ (Φιλιππούπολη) και το Μπουργκάς, και είναι αυτοί που αποφασίζουν σε ποιους ιμάμηδες θα δοθούν χρήματα και πόσα. Περίπου 22 υπάλληλοι της Ντιανέτ υπηρετούν στην Βουλγαρία, σε διάφορες Μουφτείες και θρησκευτικά σχολεία, με πρόσκληση της Αρχιμουφτείας, η οποία έχει αυτό το δικαίωμα –με βάση και τον νόμο περί Θρησκευτικών Δογμάτων του 2002 [15]. Συνολικά υπολογίζεται ότι η Αρχιμουφτεία λαμβάνει 2 εκατ. λέβα μηνιαίως από το τουρκικό κράτος [16]. Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι για την περίπτωση της Τουρκίας, η παροχή χρηματοδότησης επιτράπηκε από το 1999 και ύστερα έπειτα από συμφωνία της τότε βουλγαρικής κυβέρνησης του Ivan Kostov με την Άγκυρα.

Τέλος, να αναφέρουμε και την διαμάχη που ξέσπασε την δεκαετία του ‘90 στους κόλπους της μουσουλμανικής κοινότητας, όταν ο Αρχιμουφτής Νεντζίμ Γκέντζεφ (Неджим Генджев) ο οποίος είχε τοποθετηθεί στην θέση του το 1988 από το καθεστώς Zhivkov αμφισβητήθηκε μετά το 1992 από το Κίνημα για Δικαιώματα και Ελευθερίες (Движението за права и свободи, το κόμμα της τουρκικής μειονότητας) με αποτέλεσμα την συγκρότηση ενός νέου Ανώτατου Μουσουλμανικού Συμβουλίου καθώς και την εκλογή ενός νέου «Αρχιμουφτή» του Φίκρι Σάλι Χασάν (Фикри Сали Ηasan) [17]. Η ανοιχτή αντιπαράθεση στο εσωτερικό του ανώτερου μουσουλμανικού κλήρου, η οποία διήρκησε για περισσότερο από μια δεκαετία -η κατάσταση εξομαλύνθηκε μόλις το 2005 με την εκλογή του Μουσταφά Άλι Χάτζι (Мустафа Алиш Хаджи) ως Αρχιμουφτή θεωρείται ότι υπονόμευσε το κύρος του στον μουσουλμανικό πληθυσμό, διευκολύνοντας ριζοσπαστικές επιρροές.

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ

Το 1998 συγκροτήθηκε το Ανώτατο Ισλαμικό Ινστιτούτο (Висш ислямски институт) ως ένα ίδρυμα για την παροχή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε κληρικούς και θεολόγους [18]. Το συγκεκριμένο ίδρυμα ωστόσο δεν είναι αναγνωρισμένο από το βουλγαρικό κράτος και τα διπλώματα που παρέχει δεν αναγνωρίζονται από τις βουλγαρικές Αρχές. Οι κτιριακές υποδομές του θεωρούνται ιδιαίτερα φτωχές, το διδακτικό προσωπικό χαμηλού επιπέδου, ενώ για την λειτουργία του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την χρηματοδότηση της Τουρκίας και άλλων μεσανατολικών κρατών [19]. Στην Βουλγαρία λειτουργούν τρία δευτεροβάθμια μουσουλμανικά σχολεία (στις πόλεις Σούμεν, Ρούσε και Μόμτσιλγκραντ) τα οποία είναι αναγνωρισμένα από το Υπουργείο Παιδείας. Η Αρχιμουφτεία παρέχει οικονομική υποστήριξη, ωστόσο τα τρία δευτεροβάθμια σχολεία εξαρτώνται για την λειτουργία τους από χρηματοδότηση του τουρκικού κράτους (το οποίο καλύπτει την στέγαση και διατροφή των μαθητών) [20] με τις θέσεις των υποδιευθυντών να καλύπτονται από Τούρκους υπαλλήλους της Ντιανέτ. Στο πρόγραμμά τους, εκτός των υποχρεωτικών μαθημάτων που προβλέπει το πρόγραμμα του βουλγαρικού Υπουργείου Παιδείας, περιλαμβάνεται η διδασκαλία του Ισλάμ, της τουρκικής και της αραβικής γλώσσας. Τα τελευταία χρόνια το τουρκικό κράτος χρηματοδοτεί και την κατασκευή ενός νέου θρησκευτικού γυμνασίου στο Μόμτσιλγκραντ, χωρητικότητας 1.500 μαθητών [21].