Ακυβέρνητη αμερικανική εξωτερική πολιτική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ακυβέρνητη αμερικανική εξωτερική πολιτική

Ο Πομπέο καλεί για ρεαλισμό –ο Τραμπ δεν τα καταφέρνει
Περίληψη: 

Η σωστή στρατηγική απαιτεί από τους ηγέτες να δίνουν προτεραιότητα στους στόχους τους, να τους ευθυγραμμίζουν προσεκτικά με τους διαθέσιμους πόρους και να αναπτύσσουν κάποια ιδέα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να διευθετηθούν αποτελεσματικά οι πόροι αυτοί.

Ο BRETT MCGURK είναι διακεκριμένος λέκτορας στην έδρα Payne στο Ινστιτούτο Freeman Spogli του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Υπηρέτησε σε ανώτερες θέσεις εξωτερικής πολιτικής υπό τους προέδρους Μπους, Ομπάμα και Τραμπ, πιο πρόσφατα ως Ειδικός Προεδρικός Απεσταλμένος για την Εκστρατεία Κατανίκησης του ISIS.

Σε μια ομιλία του την 11η Μαΐου στο Ινστιτούτο Claremont στο Beverly Hills, με τίτλο «Μια Εξωτερική Πολιτική από την Ίδρυση», ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, ανέφερε τον John Quincy Adams για να εξηγήσει το πώς η εξωτερική πολιτική του Donald Trump βασίζεται σε έναν «ρεαλισμό» που ξεφεύγει από τους προκατόχους του, ιδιαίτερα τον George W. Bush και τον Barack Obama. Ο Άνταμς, τότε Υπουργός Εξωτερικών, έγραψε το 1821 ότι η Αμερική «δεν πηγαίνει στο εξωτερικό αναζητώντας τέρατα για να τα καταστρέψει. Είναι ο καλοθελητής της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας όλων».

10062019-1.jpg

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Mike Pompeo, στο Βερολίνο, τον Μάιο του 2019. FABRIZIO BENSCH / REUTERS
---------------------------------------------------------------------

Σύμφωνα με τον Πομπέο, η εξωτερική πολιτική του Trump βασίζεται σε αυτή την συνετή παράδοση της ιδρυτικής γενιάς των Ηνωμένων Πολιτειών, με έμφαση στον «ρεαλισμό, την συγκράτηση και τον σεβασμό». Ο Trump, είπε ο Pompeo, ότι «δεν έχει καμιά φιλοδοξία να χρησιμοποιήσει βία για να διαδώσει το αμερικανικό μοντέλο». Αντ’ αυτού, έχει ως στόχο να ηγηθεί δια του παραδείγματος. «Η αξεπέραστη ελκυστικότητα του αμερικάνικου πειράματος είναι κάτι που διαφημίζω καθημερινά», ανέφερε ο Pompeo, περιγράφοντας τον ρόλο του ως κορυφαίου διπλωμάτη της Αμερικής. Στην συνέχεια ανέφερε τον Τζωρτζ Ουάσιγκτον, ο οποίος προέβλεψε ότι η δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε τελικά να εμπνεύσει «το χειροκρότημα, την αγάπη και την υιοθέτησή της από κάθε έθνος που είναι ακόμα ξένο ως προς αυτήν».

Αυτό είναι το πραγματικό μοντέλο της εξωτερικής πολιτικής του Trump, λέει ο Pompeo. Δεν ψάχνουμε τέρατα για να καταστρέψουμε. Επιδιώκουμε να ανανεώσουμε τον εαυτό μας εγχωρίως και να ηγηθούμε δια του παραδείγματος.

Η ομιλία του Pompeo, εάν αφαιρεθούν οι κομματικές αιχμές, σκιαγραφεί μια εξωτερική πολιτική βασισμένη στον ρεαλισμό και μια προσεκτική διάρθρωση των αμερικανικών συμφερόντων. Υπονοεί ότι ο Trump ενεργεί με προσοχή κατά της υπερεπέκτασης στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τον Πομπέο, οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν θα συμμετάσχουν πλέον σε συγκρούσεις χωρίς σαφή λογική αποστολής». Αναφερόμενος πάλι στον Τζωρτζ Ουάσινγκτον, είπε ότι ο Trump οικοδομεί συμμαχίες με βάση την «ανθρωπιά και το ενδιαφέρον» για να εξυπηρετήσει τις θεμελιώδεις αξίες της χώρας του.

Πλήρης αποκάλυψη: Από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους εργάστηκα για τον Pompeo στο Υπουργείο Εξωτερικών ως Ειδικός Απεσταλμένος του Προέδρου. Μου αρέσει [ο Πομπέο]. Αυτό μπορεί να είναι αρκετό για κάποιους ώστε να σταματήσουν να διαβάζουν [το κείμενο] παρακάτω. Αλλά μου παρείχε πλήρη υποστήριξη, τόσο ιδιωτικά όσο και δημοσίως, όταν ήμουν διπλωμάτης με μια δύσκολη υπερπόντια αποστολή. Ο Πομπέο νοιάζεται για εκείνους που υπηρετούν υπό αυτόν. Και ενδιαφέρεται πολύ για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό προκύπτει μέσα από την ομιλία του στο Claremont.

Δυστυχώς, οι πολιτικές του Trump και της διοίκησής του συχνά έχουν λίγη ομοιότητα με εκείνες που περιγράφει ο Pompeo. Μια αληθινή επιστροφή στις αρχικές αξίες της εξωτερικής πολιτικής θα ήταν ευπρόσδεκτη και θα μπορούσε ίσως να απολαύσει δικομματική υποστήριξη. Στην πραγματικότητα, όμως, η ομάδα εθνικής ασφάλειας του Trump κινδυνεύει να διπλασιάσει τις προσπάθειές της σε αυτό που ο ίδιος ο Pompeo χαρακτηρίζει ως τις χειρότερες υπερβολές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ τα τελευταία 18 χρόνια.

ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Από την 11η Σεπτεμβρίου, η Ουάσιγκτον έχει επιδιώξει μεγάλους στόχους εξωτερικής πολιτικής που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με οποιοδήποτε λογικό επίπεδο επένδυσης, πόσω μάλλον κάποιο επίπεδο αποδεκτό από τον αμερικανικό λαό. Ο πρόεδρος Τζωρτζ Μπους ο νεότερος, ξεκίνησε πολέμους που άρχισαν με σαφείς στόχους (αφαίρεση των Ταλιμπάν από το Αφγανιστάν και του Σαντάμ Χουσεΐν από το Ιράκ) αλλά στην συνέχεια μεταμορφώθηκαν σε εκστρατείες πολλών δεκαετιών για τον εκδημοκρατισμό των κοινωνιών που οι ηγέτες των ΗΠΑ αρχικά καταλάβαιναν ελάχιστα. Σήμερα, το Ιράκ μπορεί να αναδύεται ως ιστορία επιτυχίας, αλλά μια επιτυχία της οποίας λίγοι Αμερικανοί θα δικαιολογούσαν το κόστος. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα έθεσε έναν φιλόδοξο στόχο -αλλαγή καθεστώτων- από την αρχή στην Συρία και αργότερα στην Λιβύη, αλλά έδωσε λίγη σκέψη για το πώς και με ποιο κόστος θα μπορούσε να επιτευχθεί ή, πιο σημαντικό, για το τι θα μπορούσε να επακολουθήσει. Σήμερα, ο πρόεδρος της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ παραμένει στην εξουσία και η Λιβύη είναι ένα πλήρες χάος.

Ακούγοντας τον Πομπέο, μπορεί κανείς να πιστέψει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τελειώσει με τους μεγάλους στόχους αλλαγής καθεστώτων και κοινωνικού μετασχηματισμού. Τα λόγια του δείχνουν ότι είναι καιρός οι Ηνωμένες Πολιτείες να αξιοποιήσουν τους δικούς τους πόρους για να προετοιμαστούν για μια νέα εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων κατά της Κίνας και της Ρωσίας. Σε αντίθεση με τον προϊστάμενό του, ο Πομπέο ορθώς δεν μασά τα λόγια του για την Ρωσία: «Το καθεστώς του Πούτιν σκοτώνει τους αντιφρονούντες εν ψυχρώ και εισβάλλει στους γείτονές του». Ούτε για την Κίνα: «Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχει κρατήσει σε στρατόπεδα εργασίας περισσότερους από ένα εκατομμύριο Κινέζους Μουσουλμάνους, και χρησιμοποιεί τον καταναγκασμό και την διαφθορά ως τα βασικά εργαλεία του κρατικού μηχανισμού». Ο Πομπέο προειδοποίησε ότι και οι δύο χώρες «σκοπεύουν να διαβρώσουν την αμερικανική ισχύ» και ότι η Ουάσινγκτον δεν μπορεί πλέον να «μην χρησιμοποιεί την κοινή λογική» για την αντιμετώπισή τους.