Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να λύσουν την διαμάχη στο Κασμίρ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να λύσουν την διαμάχη στο Κασμίρ

Γιατί η προσφορά του Trump να μεσολαβήσει είναι νεκρή
Περίληψη: 

Η μόνιμη γραφειοκρατία της εξωτερικής πολιτικής της Ινδίας έχει μακρά θεσμική μνήμη και είναι εξαιρετικά ανθεκτική στις δραστικές αλλαγές πολιτικής. Είναι πιθανό να συμβουλεύει τον Modi ενάντια στο να υποκύψει στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένου ότι η σημερινή πολιτική της Ινδίας την γλίτωσε από αναγκαστικές παραχωρήσεις προς το Πακιστάν για περίπου πέντε δεκαετίες.

Ο SUMIT GANGULY είναι διακεκριμένος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και κατέχει την έδρα Rabindranath Tagore στις Ινδικές Κουλτούρες και Πολιτισμούς στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, στο Bloomington.

Στις 22 Ιουλίου, κατά την διάρκεια της συνάντησής του στον Λευκό Οίκο με τον Πακιστανό πρωθυπουργό, Imran Khan, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, έκανε μια προσφορά-έκπληξη [1] να διαμεσολαβήσει στην μακρόχρονη διαμάχη μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν σχετικά με το Κασμίρ [2]. «Είναι αδύνατο να πιστέψουμε», είπε ο Trump, «ότι δύο απίστευτες χώρες που είναι πολύ, πολύ έξυπνες με πολύ έξυπνη ηγεσία δεν μπορούν να λύσουν ένα τέτοιο πρόβλημα. Αν θα θέλατε να μεσολαβήσω ή να διαιτητεύσω, θα ήμουν πρόθυμος να το κάνω».

Ακόμη πιο εκπληκτικά, ο Trump υποστήριξε ότι ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Narendra Modi [3], είχε επιζητήσει την παρέμβασή του στο θέμα. Για τους ενημερωμένους παρατηρητές, ο ισχυρισμός αυτός ήταν δύσκολα πιστευτός. Και πράγματι, μέσα σε λίγες ώρες από την δήλωση του Trump, ο υπουργός Εξωτερικών της Ινδίας αρνήθηκε εντόνως ότι ο Modi είχε κάνει οποιαδήποτε τέτοια πρόταση. Πο συγκεκριμένα, επανέλαβε τη μακρόχρονη θέση της Ινδίας ότι η διαμάχη στο Κασμίρ πρέπει να επιλυθεί μέσω αυστηρά διμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Ο Modi, πιθανότατα θέλοντας να αποφύγει να υπονοήσει ότι ο Trump ήταν ψεύτης, διατήρησε μια μελετημένη σιωπή.

31072019-1.jpg

Ο Πακιστανός πρωθυπουργός, Imran Khan, με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, στο Οβάλ Γραφείο, τον Ιούλιο του 2019. Jonathan Ernst / Reuters
----------------------------------------------------------------------------

Η προσφορά του Trump, όσο ασύνετη κι αν είναι, δεν ήταν η πρώτη προσπάθεια των ΗΠΑ να παρέμβουν στο Κασμίρ. Τις τελευταίες έξι δεκαετίες, διαδοχικές διοικήσεις των ΗΠΑ προσπάθησαν να κάνουν μια πρόοδο σχετικά με την διαφορά. Όλες αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν -και του Trump είναι απίθανο να εξελιχθεί διαφορετικά.

Ή ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ Ή ΤΙΠΟΤΑ

Η Ινδία και το Πακιστάν έχουν αμφότερες διεκδικήσει το Κασμίρ [4], το οποίο είναι μια κατά πλειοψηφία μουσουλμανική περιοχή στο βόρειο τμήμα της ινδικής υποηπείρου, από τότε που οι δύο χώρες αποσχίστηκαν, το 1947. Η Ινδία έχει de facto έλεγχο σε πάνω από το 55% της περιοχής και στην πλειοψηφία του πληθυσμού της˙ Το Πακιστάν ελέγχει περίπου το 30% και η Κίνα το υπόλοιπο 15%. Η διαμάχη για την περιοχή έχει οδηγήσει σε τρεις πολέμους και αμέτρητες αψιμαχίες και στέκεται ως μια μόνιμη απειλή για την σταθερότητα στη Νότια Ασία -μια κατάσταση που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, δεδομένου ότι τόσο η Ινδία όσο και το Πακιστάν είναι πυρηνικά εξοπλισμένες [χώρες].

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρωτοεπιχείρησαν να διαμεσολαβήσουν στην διαμάχη στο Κασμίρ το 1962. Η Κίνα και η Ινδία μόλις είχαν πολεμήσει σε έναν καταστροφικό πόλεμο στα σύνορα, στον οποίο ο κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός διέλυσε έναν φτωχά εξοπλισμένο και κακώς προετοιμασμένο ινδικό στρατό. Το Νέο Δελχί στράφηκε στην Ουάσιγκτον για στρατιωτική βοήθεια. Εκείνη την εποχή, το Πακιστάν ήταν ένας σημαντικός ψυχροπολεμικός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών και ο Πακιστανός πρόεδρος, Ayub Khan, έχοντας επίγνωση της ευάλωτης θέσης της Ινδίας, έπεισε την διοίκηση του Αμερικανού προέδρου, John F. Kennedy, να παρακινήσει την Ινδία σε διαπραγματεύσεις για το Κασμίρ. Σε συντονισμό με τους Βρετανούς, ο Κένεντι έστειλε στο Νέο Δελχί τον Averell Harriman [5], τον διακεκριμένο διπλωμάτη και πρώην πρεσβευτή στην Σοβιετική Ένωση.

Ο κινεζο-ινδικός πόλεμος είχε αφήσει τον Ινδό πρωθυπουργό Jawaharlal Nehru συναισθηματικά διαλυμένο και πολιτικά αδύναμο. Εξαρτημένος από την διπλωματική καλή θέληση και τις αμυντικές προμήθειες τόσο από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και από το Ηνωμένο Βασίλειο, επέτρεψε στον εαυτό του να δελεαστεί [ώστε να συμμετάσχει] σε συζητήσεις για το Κασμίρ. Μεταξύ 1962 και 1963, η Ινδία και το Πακιστάν διεξήγαγαν έξι γύρους διαπραγματεύσεων. Η Ινδία ήταν πρόθυμη να προβεί σε σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις υπό τις αγγλο-αμερικανικές πιέσεις, αλλά ακόμη και αυτές δεν ήταν αρκετές για να καλύψουν τις επεκτεινόμενες απαιτήσεις του Πακιστάν. Οι συνομιλίες τερματίστηκαν σε αδιέξοδο.

Αφού είδε αυτές τις συνομιλίες να φτάνουν σε αδιέξοδο, παρά την προθυμία της να συμβιβαστεί, η Ινδία σκλήρυνε την θέση της σχετικά με τις εξωτερικές παρεμβάσεις στο Κασμίρ, φοβούμενη ότι οι εξωτερικές δυνάμεις θα την αναγκάσουν να προσφέρει παραχωρήσεις στο Πακιστάν, [που είναι] η πιο αδύναμη πλευρά [στο ζήτημα]. Την τελευταία φορά που το Νέο Δελχί επέτρεψε σε μια ξένη δύναμη να αποκαταστήσει τις κανονικές διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ινδίας-Πακιστάν ήταν μετά τον ινδο-πακιστανικό πόλεμο του 1965, στον οποίο οι πακιστανικές δυνάμεις είχαν εισβάλει στο υπό τον έλεγχο της Ινδίας Κασμίρ, μόνο για να καταπολεμηθούν [και να αναγκαστούν] σε ακινησία. Με τις ΗΠΑ αποσπασμένες από τον πόλεμο από το Βιετνάμ, η Σοβιετική Ένωση μεσολάβησε για μια κατάπαυση του πυρός, η οποία τελικά οδήγησε στην Συμφωνία της Τασκένδης του 1966, που αποκατέστησε το προπολεμικό status quo.

Μετά τον τρίτο ινδο-πακιστανικό πόλεμο το 1971, η Ινδία έγινε πλήρως προσηλωμένη στην πρόληψη μιας εξωτερικής διαμεσολάβησης. Όταν οι δύο πλευρές συναντήθηκαν το 1972 για να συζητήσουν τη μεταπολεμική διευθέτηση, οι διαπραγματεύσεις περιορίστηκαν -με την επιμονή της Ινδίας- στην Ινδή πρωθυπουργό Indira Gandhi και στον Πακιστανό πρόεδρο Zulfikar Ali Bhutto, μαζί με μια χούφτα έμπιστους βοηθούς. Η προκύπτουσα διευθέτηση, η Συμφωνία Simla, δήλωσε ότι οι δύο χώρες θα «λύσουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα μέσω διμερών διαπραγματεύσεων».