Η διπλωματία δεν μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα του Αφγανιστάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διπλωματία δεν μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα του Αφγανιστάν

Αλλά ούτε τα στρατεύματα των ΗΠΑ μπορούν

Οποιαδήποτε συμφωνία είναι βέβαιο ότι δεν θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες -αλλά όχι λόγω των αποτυχιών των διαπραγματευτών ή της αποφασιστικότητας του Τραμπ να εγκαταλείψει το Αφγανιστάν (την οποία μοιράζονταν σχεδόν όλοι οι αντίπαλοι προεδρικοί ανθυποψήφιοί του). Δεκαεπτά χρόνια στρατιωτικής στρατηγικής των ΗΠΑ απέτυχαν να παράγουν σταθερότητα ή να εξαλείψουν την τρομοκρατία. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ένας μεγαλύτερος χρονικός ορίζοντας θα έχει καλύτερα αποτελέσματα. Το γεγονός ότι μια συμφωνία ΗΠΑ-Ταλιμπάν ίσως να αποτύχει να παραδώσει ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα που έχουν ξεφύγει από το στρατό των ΗΠΑ επί σχεδόν δύο δεκαετίες δεν αποτελεί κατηγορητήριο για τους διαπραγματευτές, αλλά μάλλον μια αντανάκλαση της αποτυχίας των προηγούμενων στρατιωτικών στρατηγικών.

Η ενδεχόμενη συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ταλιμπάν που απορρέει από εννέα γύρους διαπραγματεύσεων στη Ντόχα θα μπορούσε ακόμη να αντιπροσωπεύει τις καλύτερες πιθανότητες να επιτευχθούν βασικοί στόχοι των ΗΠΑ, να μειωθεί η βία στο Αφγανιστάν και να καταστεί δυνατή η εφαρμογή αποτελεσματικότερων μέτρων αντιτρομοκρατίας. Οι Ταλιμπάν συμφώνησαν να διαπραγματευτούν με την αφγανική κυβέρνηση και άλλες αφγανικές πολιτικές δυνάμεις για μια κατάπαυση του πυρός και μια πολιτική διευθέτηση μόλις διευθετηθεί το ζήτημα της απόσυρσης των στρατευμάτων των ΗΠΑ. Η Νορβηγία εργάζεται ζωηρά για να οργανώσει τις διαπραγματεύσεις αυτές, οι οποίες αναμένεται να ξεκινήσουν στο Όσλο τις προσεχείς εβδομάδες.

Το αποτέλεσμα της ειρηνευτικής διαδικασίας είναι λιγότερο σίγουρο από την προκαθορισμένη αποτυχία των στρατιωτικών λύσεων. Πολλές «ειρηνευτικές διαδικασίες» τα τελευταία 40 χρόνια του πολέμου στο Αφγανιστάν έχουν οδηγήσει σε αναδιαμόρφωση των εχθροπραξιών. Η ειρήνη δεν χαιρέτισε το τέλος της σοβιετικής παρέμβασης στο Αφγανιστάν μετά τις υποστηριζόμενες από τον ΟΗΕ «Συμφωνίες της Γενεύης» το 1988 (και την επακόλουθη κατάρρευση της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης). Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν τους μουτζαχεντίν στην αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με το υποστηριζόμενο από τη Μόσχα «καθεστώς της Καμπούλ», και τα περιφερειακά κράτη, πάνω από όλα το Πακιστάν, ενεθάρρυναν πολλούς πολέμους στο Αφγανιστάν για να αποτρέψουν αντιληπτές απειλές από γεωπολιτικούς ανταγωνιστές τους.

ΜΙΑ ΕΥΘΡΑΥΣΤΗ ΕΙΡΗΝΗ

Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να επαναληφθεί. Χωρίς τόσο ένα εσωτερικό πολιτικό σύστημα που θα φιλοξενεί τους κυριότερους κατόχους εξουσίας όσο και μια ελάχιστη διεθνή συναίνεση σχετικά με την πολιτική και την ασφάλεια του Αφγανιστάν, οι Αφγανοί και οι διεθνείς δρώντες μπορούν εύκολα να επιστρέψουν στο να αποσταθεροποιούν αυτό που παραμένει ως η φτωχότερη χώρα στην Ασία, όπου πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού ζει κάτω από ένα ήδη πολύ χαμηλό όριο φτώχειας και όπου οι νεαροί άνδρες είναι ευάλωτοι στις στρατολογήσεις από ένοπλες ομάδες. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι για πολλούς στην περιοχή, μια παρουσία του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν αποτελεί ισότιμη απειλή για την τρομοκρατία. Όποια και αν είναι η ουσία της επικείμενης ειρηνευτικής συμφωνίας, το Αφγανιστάν δεν θα αποτελέσει σταθερή βάση για τις αμερικανικές δυνάμεις, αφού εκείνοι που αντιτίθενται στην παρουσία τους θα συνεχίσουν να προκαλούν συγκρούσεις που θα αποδυναμώνουν το κράτος και θα παρέχουν σημεία εισόδου για την τρομοκρατία.

Εξαρτάται επίσης από το πώς οι Ταλιμπάν θα συμφιλιωθούν με τους εχθρούς τους στην κυβέρνηση της Καμπούλ. Θα υποχωρήσουν οι Ταλιμπάν από την επιθυμία τους να αποκαταστήσουν το «Ισλαμικό Εμιράτο» τους πάνω στα ερείπια της εύθραυστης ισλαμικής δημοκρατίας του Αφγανιστάν; Ενώ η αφγανική κυβέρνηση και ο ποικίλος συνασπισμός που υποστηρίζει την τρέχουσα συνταγματική τάξη φαίνονται έτοιμοι να ανταποκριθούν σε ορισμένες απαιτήσεις των Ταλιμπάν, προέκυψε ευρεία εθνική και διεθνής συναίνεση για την διατήρηση των κοινωνικών και πολιτικών πλεονεκτημάτων της ισλαμικής δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης των δικαιωμάτων και των ευκαιριών για τις γυναίκες. Σε πρόσφατες συζητήσεις, οι Κινέζοι, οι Ρώσοι, οι Ιρανοί και οι Πακιστανοί ισχυρίστηκαν όλοι ότι ένα ισλαμικό εμιράτο παραμένει ως κόκκινη γραμμή για αυτούς. Η οικοδόμηση τέτοιας διεθνούς συναίνεσης υπέρ της ειρηνευτικής διαδικασίας υπήρξε μια σπάνια διπλωματική επιτυχία για την διοίκηση [Τραμπ]: Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξέδωσαν κοινά ανακοινωθέντα υποστηρίζοντας την διαδικασία με την Κίνα, την Ρωσία, το Πακιστάν και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλοι αυτοί οι δρώντες, όπως και το Ιράν, θα κληθούν να γίνουν μάρτυρες της ανακοίνωσης οποιασδήποτε συμφωνίας ΗΠΑ-Ταλιμπάν και της επακόλουθης έναρξης διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης του Αφγανιστάν και των Ταλιμπάν στο Όσλο.

Η επιτυχία αυτών των διαπραγματεύσεων, σε συνδυασμό με την υποστήριξη ενός ευρύτερου διεθνούς συνασπισμού, θα πρέπει να ενισχύσει και να επικεντρώσει την μάχη της Καμπούλ ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος Κhorasan, τον κλάδο της διεθνούς τζιχαντιστικής ομάδας που έχει κερδίσει ισχύ στο βόρειο και ανατολικό τμήμα του Αφγανιστάν. Μια κυβέρνηση στην Καμπούλ που δεν θα αποσπάται πλέον από τις διασυνοριακές εξεγέρσεις των Ταλιμπάν, θα μπορούσε να γίνει πιο αποτελεσματικός εταίρος στις διεθνείς προσπάθειες για την εξάλειψη του ISIS από την περιοχή.