Ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων είναι η κορυφαία προτεραιότητα της Ουάσιγκτον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων είναι η κορυφαία προτεραιότητα της Ουάσιγκτον

Αλλά η Κίνα και η Ρωσία δεν κρατούν τους περισσότερους Αμερικανούς ξύπνιους τη νύχτα
Περίληψη: 

Ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων είναι ένα γεγονός στην τρέχουσα εποχή μας και είναι πιθανό να κρατήσει για τα καλά στο μέλλον. Η Ρωσία αντιπροσωπεύει μια οξεία βραχυπρόθεσμη απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ταυτόχρονα, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι κλειδωμένες σε έναν μακροπρόθεσμο ανταγωνισμό σε στρατιωτικό, οικονομικό, τεχνολογικό και ιδεολογικό επίπεδο.

Ο RICHARD FONTAINE είναι επικεφαλής εκτελεστικό στέλεχος στο Center for a New American Security.

Παρ’ όλη την έντονη εχθρότητα στην Ουάσινγκτον σήμερα, το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής της πόλης συμφωνεί σε μια σπάνια δικομματική συναίνεση: Ότι ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια νέα εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Ο αγώνας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των άλλων μεγάλων δυνάμεων, λέει η αναδυόμενη συναίνεση, θα διαμορφώσει θεμελιωδώς την γεωπολιτική που προχωρεί προς τα εμπρός, είτε για καλό είτε για κακό. Και πέραν της τρομοκρατίας, της κλιματικής αλλαγής ή των πυρηνικών όπλων στο Ιράν ή την Βόρεια Κορέα, οι απειλές που δημιουργούν αυτές οι άλλες μεγάλες δυνάμεις -δηλαδή η Κίνα και η Ρωσία- θα απασχολήσουν στις επόμενες δεκαετίες τους Αμερικανικούς υπευθύνους για την εξωτερική πολιτική.

11092019-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, και ο πρόεδρος της Κίνας, Xi Jinping, σε χειραψία, σε μια συνάντησή τους τον Ιούνιο του 2019. Evgenia Novozhenina / Reuters
--------------------------------------------------------------------

Η διοίκηση του προέδρου Donald Trump υπήρξε πρωτοπόρος στον καθορισμό αυτής της νέας ατζέντας. Η στρατηγική εθνικής ασφάλειάς της, που δημοσιεύθηκε [1] τον Δεκέμβριο του 2017, απεικόνιζε την Κίνα και την Ρωσία ως ότι επιδιώκουν «να διαμορφώσουν έναν κόσμο αντιθετικό στις αμερικανικές αξίες και συμφέροντα», με το Πεκίνο να εκτοπίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες στον Ινδο-Ειρηνικό και την Ρωσία να καθιερώνει σφαίρες επιρροής κοντά στα σύνορά της. Όταν παρουσίασε τη νέα Στρατηγική Εθνικής Άμυνας τον Ιανουάριο του 2018, ο τότε υπουργός Άμυνας, James Mattis, ανακοίνωσε [2] ότι «ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων -και όχι η τρομοκρατία- είναι πλέον ο πρωταρχικός στόχος της αμερικανικής εθνικής ασφάλειας». Ο υπουργός Εξωτερικών, Mike Pompeo, είπε περίπου το ίδιο τον Απρίλιο, όταν είπε στους υπουργούς Εξωτερικών του ΝΑΤΟ ότι ο κόσμος είχε εισέλθει «σε μια νέα εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων» προσθέτοντας [3] ξεχωριστά ότι «η Κίνα θέλει να είναι η κυρίαρχη οικονομική και στρατιωτική δύναμη του κόσμου, διευρύνοντας το όραμά της για την κοινωνία και τις διεφθαρμένες πρακτικές της σε όλο τον κόσμο». Το GPC [Great Power competition] έχει γίνει πιο καινούργιο ακρωνύμιο στο Πεντάγωνο.

Αλλά η συναίνεση εκτείνεται πέρα από την τρέχουσα διοίκηση, στους ειδικούς της εξωτερικής πολιτικής, στους σημερινούς και πρώην αξιωματούχους της εθνικής ασφάλειας -και σε μεγάλο μέρος του χώρου των προεδρικών υποψηφιοτήτων των Δημοκρατικών. Η γερουσιαστής της Μασαχουσέτης, Elizabeth Warren, προειδοποίησε [4] πέρυσι ότι τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα «εργάζονται σταθερά για να επαναπροσδιορίσουν την παγκόσμια τάξη ώστε να ταιριάζουν στις δικές τους προτεραιότητες», ενώ ο γερουσιαστής του Βερμόντ, Bernie Sanders, επέκρινε την άνοδο ενός νέου αυταρχικού άξονα που περιλαμβάνει τη Μόσχα και το Πεκίνο και έχει πυροδοτήσει [5] «έναν παγκόσμιο αγώνα τεράστιων συνεπειών».

Υπάρχει μια εντυπωσιακή απόσταση, ωστόσο, μεταξύ της συναίνεσης στην Ουάσινγκτον και των απόψεων των περισσότερων Αμερικανών. Δημοσκόπηση μετά από δημοσκόπηση φαίνεται ότι ενώ οι ανησυχίες για την Κίνα αυξάνονται σταδιακά, η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών είναι σχετικά ήσυχη για τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων και επικεντρώνεται πολύ περισσότερο σε άλλες απειλές. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα για τη νέα ανταγωνιστική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένας ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων που θα κρατήσει μια ολόκληρη γενιά απαιτεί εστίαση σε εθνικό επίπεδο και νέες οικονομικές και στρατιωτικές προσεγγίσεις, οι οποίες θα είναι δύσκολο να επιτευχθούν χωρίς λαϊκή υποστήριξη.

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟ ΚΕΝΟ

Δεδομένης της σθεναρής συναίνεσης μεταξύ των ελίτ της εξωτερικής πολιτικής, είναι αξιοσημείωτο ότι το αμερικανικό κοινό εκφράζει πολύ διαφορετικά αισθήματα. Για παράδειγμα, σε μια έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα [6] από το Chicago Council on Global Affairs, οι ερωτηθέντες κατέταξαν την Ρωσία ως την ένατη πιο πιεστική απειλή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ (συνδεόμενη με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες) και την Κίνα ως την 11η πιο πιεστική απειλή (συνδεδεμένη με την άνοδο του αυταρχισμού). Τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων προτίμησαν να αντιμετωπιστεί η άνοδος της Κίνας μέσω φιλικής συνεργασίας και εμπλοκής, και μόλις το 30% προτιμούσε να περιοριστεί η ισχύς της. Μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών, οι κινεζικές δυνάμεις θεωρούνταν περισσότερο ως απειλή το 1998 και το 2002 από όσο σήμερα.

Η έρευνα αυτή δεν είναι ακραία. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση του Pew Research Center [7] ρώτησε τους Αμερικανούς να αξιολογήσουν επτά απειλές, από το Ιράν και την Βόρεια Κορέα μέχρι την κλιματική αλλαγή και το Ισλαμικό Κράτος (επίσης γνωστό ως ISIS). Η Κίνα ήρθε στην τέταρτη θέση και τελευταία η Ρωσία. Την περασμένη δεκαετία, οι Αμερικανοί συνεχώς κατέτασσαν την τρομοκρατία και τις κυβερνοεπιθέσεις ως τις δύο πιο πιεστικές απειλές για την εθνική ασφάλεια, όπως έπραξαν στην έρευνα του Chicago Council. Οι κλιματικές αλλαγές κατατάσσονται ολοένα και πιο κοντά στην κορυφή και, ενώ οι περιφερειακές απειλές ανεβοκατεβαίνουν στην δημόσια συνείδηση, οι Αμερικανοί εξακολουθούν να τείνουν να κατατάσσουν [8] την Βόρεια Κορέα ως μεγαλύτερη απειλή από τις μεγάλες δυνάμεις.