Η πολωνική δεξιά κέρδισε την ημέρα, αλλά όχι το μέλλον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πολωνική δεξιά κέρδισε την ημέρα, αλλά όχι το μέλλον

Νέα κόμματα και νέοι ψηφοφόροι καταφέρνουν να ακούγονται
Περίληψη: 

Την περασμένη εβδομάδα, οι Πολωνοί στο εσωτερικό και στο εξωτερικό κατέγραψαν ρεκόρ αριθμού ψήφων. Σε ένα τέτοιο κοινό μπορεί να υπολογίζει κανείς ότι θα υποβάλλει ισχυρά αιτήματα και θα κάνει σκληρές ερωτήσεις.

Η MARTA FIGLEROWICZ είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Αγγλικής στο Πανεπιστήμιο Yale και η συγγραφεύς των βιβλίων Flat Protagonists [1] και Spaces of Feeling [2].

Όταν το πολωνικό δεξιό κόμμα «Νόμου και Δικαιοσύνης» (PiS [3]) ανέλαβε την εξουσία για πρώτη φορά το 2015, ορισμένοι φιλελεύθεροι σχολιαστές απέρριψαν την άνοδο των λαϊκιστών ως μια παρεκτροπή. Για χρόνια, το κυβερνών κόμμα της πλειοψηφίας είχε επιτρέψει να κακοφορμίζουν τα οικονομικά και κοινωνικά παράπονα χωρίς να επιλύονται, και ήταν εύκολο για έναν νεοφερμένο να εισέλθει στο κενό που προέκυψε. Επιπλέον, ο ηγέτης του PiS, Jaroslaw Kaczynski, «καβάλησε» ένα κύμα συμπάθειας, επειδή ο δίδυμος αδελφός του, Lech, τότε πρόεδρος της Πολωνίας, είχε πεθάνει σε αεροπορικό δυστύχημα του 2010 στο Σμόλενσκ.

Τέσσερα χρόνια μετά το πρώτο εκλογικό σάρωμα, το PiS δεν μπορεί πλέον [4] να θεωρηθεί ως μια απροσδόκητη επιτυχία. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, οι Πολωνοί ψηφοφόροι παρέδωσαν στο PiS μια ανανεωμένη πλειοψηφία στην κάτω βουλή, την Sejm. Αυτή η τελευταία νίκη δεν ήταν ένα λάθος, και η αντιπολίτευση θα μπορούσε να κάνει ελάχιστα για να την αποτρέψει. Στην πραγματικότητα, το PiS προσέλκυσε περισσότερους από δύο εκατομμύρια επιπλέον ψηφοφόρους το 2019 από όσους το 2015, λαμβάνοντας 235 από τις 460 θέσεις της Sejm.

29102019-1.jpg

Ο αρχηγός του PiS, Jaroslaw Kaczynski, και ο Πολωνός πρωθυπουργός, Mateusz Marowiecki, στην Βαρσοβία, τον Οκτώβριο του 2019. Kacper Pempel/Reuters
----------------------------------------------------------------

Το δεξιό κόμμα έχει μια στρατηγική που λειτουργεί. Από το 2015, έχει γίνει ειδικό στο να δελεάζει τους μειονεκτούντες ψηφοφόρους και να υποδαυλίζει τον φόβο. Το κόμμα έχει μοιράσει αφειδώς υποσχέσεις στους συνταξιούχους, τους αγρότες, τους εργάτες και τους γονείς -πρώτα σε [εκείνους που έχουν] τρία ή περισσότερα παιδιά, μετά σε δύο, και τελικά σε ένα μόνο παιδί. Το 2017, πριν από τις ευρωεκλογές, το PiS χρησιμοποίησε το κανάλι των ειδήσεων στο οποίο κυριαρχεί για να σπείρει την αντιμεταναστευτική παράνοια. Κατά την πορεία προς τις φετινές εκλογές, αναζωογόνησε το συντηρητικό μίσος και τον φόβο για τις σεξουαλικές μειονότητες.

Το PiS έχει καταφέρει [να φτάσει] το κύμα φόβου [5] και μίσους σε νέα ύψη. Το κόμμα πρότεινε ένα νομοσχέδιο που φαινομενικά σκόπευε να περιορίσει την «υπερβολική σεξουαλικοποίηση των παιδιών», αλλά στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει έναν νόμο για την «ομοφυλοφιλική προπαγάνδα» που ψήφισε η Ρωσία το 2013. Η νομοθεσία ορίζει ότι η διδασκαλία της βασικής σεξουαλικής εκπαίδευσης στους ανηλίκους τιμωρείται με πενταετή ποινή φυλάκισης. Μόνο μια ηπιότερη έκδοση του νομοσχεδίου είναι πιθανόν να ψηφιστεί. Αλλά το γεγονός ότι έχει προταθεί, καθώς και η συγκυρία στην οποία κατετέθη, αποδεικνύουν ότι το PiS διαθέτει τώρα μια καλολαδωμένη και επιθετική πολιτική μηχανή.

Και όμως, παρ’ όλη την πρόσφατη επιτυχία του κόμματος, οι ηγέτες του PiS φαίνεται να γνωρίζουν ότι η επιτυχία τους μπορεί να είναι εφήμερη. «Έχουμε λάβει πολλά, αλλά αξίζαμε περισσότερα», σχολίασε ο Kaczynski [6] όταν ήρθαν τα αποτελέσματα των εκλογών. Το ότι το PiS δεν επαναπαύεται τώρα στις δάφνες του είναι ίσως ένα ακόμη σημάδι γνώσης -ή μια ένδειξη της τεράστιας αβεβαιότητας που βρίσκεται ενόψει για την Πολωνία. Το πολιτικό τοπίο της χώρας μεταβάλλεται συνεχώς και οι σημερινές διαιρέσεις της εξουσίας θα μπορούσαν εύκολα να αναδιαμορφωθούν αύριο.

ΕΝΑ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΤΟΠΙΟ

Η πλειοψηφία του PiS είναι πιο επισφαλής από όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Ναι, το κόμμα προσέλκυσε περισσότερα από δύο εκατομμύρια νέες ψήφους -αλλά αυτό το κέρδος συμπίπτει με μια γενική άνοδο της προσέλευσης [στην κάλπη]. Στις εκλογές του 2015, 15 εκατομμύρια Πολωνοί έριξαν έγκυρες ψήφους. Φέτος, ο αριθμός έφτασε τα 18,5 εκατομμύρια, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το 61% του πληθυσμού. Από τις πρώτες μετακομμουνιστικές εκλογές του 1989 δεν εμφανίστηκαν τόσο πολλοί Πολωνοί για μια κοινοβουλευτική ψηφοφορία. Από αυτούς, περισσότερο από το 50% επέλεξαν τους κεντρώους ή αριστερούς αντιπάλους του PiS.

Ως ο μεγαλύτερος μεμονωμένος νικητής των εκλογών, το PiS εξασφάλισε πλειοψηφία στην Sejm -αλλά όχι αρκετά μεγάλη πλειοψηφία για να αλλάξει το σύνταγμα ή να ξεπεράσει ένα προεδρικό βέτο. Το τελευταίο δεν αποτελεί άμεσο πρόβλημα, δεδομένου ότι ο σημερινός Πολωνός πρόεδρος, Andrzej Duda, είναι ένα πιστό μέλος του PiS. Η θητεία του όμως τελειώνει τον επόμενο χρόνο, οπότε θα αντιμετωπίσει μερικούς αξιόπιστους αμφισβητίες από το κέντρο και την αριστερά. Αυτοί είναι πιθανό να περιλαμβάνουν τον Donald Tusk, έναν κεντρώο πρώην πρωθυπουργό που σήμερα ηγείται του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, και αρκετούς δημοφιλείς νέους πολιτικούς, όπως ο Robert Biedron και η Katarzyna Lubnauer. Για να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της λαϊκιστικής καμπάνιας από τώρα μέχρι τότε, η Sejm που κυριαρχείται από το PiS θα χρειαστεί να αυξήσει ορισμένους φόρους ή να αναλάβει νέα εθνικά χρέη. Τέτοιες κινήσεις θα δώσουν στους αντιπάλους του Duda εύκολα σημεία για συζήτηση.

Επιπλέον, το PiS ελέγχει τώρα μόνο ένα από τα δύο εθνικά νομοθετικά σώματα της Πολωνίας. Για τέσσερα χρόνια, το κόμμα έλεγχε και τα δύο σώματα και μπόρεσε να προωθήσει τα νομοσχέδιά του με ελάχιστη αντίσταση. Τώρα, μετά από μια θερμή μάχη, το PiS έχασε την πλειοψηφία του [7] στην Γερουσία με μια σειρά από ψηφοφορίες με μικρή διαφορά και διεκδικεί μόνο 48 γερουσιαστές, ενώ 52 προέρχονται από την αντιπολίτευση ή είναι ανεξάρτητοι. Μόνο ένας από τους ανεξάρτητους γερουσιαστές είναι πιθανό να συμπορευθεί με το PiS σε κρίσιμες ψηφοφορίες. Η πολωνική Γερουσία δεν έχει όλες τις εξουσίες της αντίστοιχης αμερικανικής, αλλά αρκετές κρίσιμες θέσεις, συμπεριλαμβανομένης του εθνικού συνηγόρου τα πολίτη, απαιτούν την έγκριση της άνω βουλής. Η Γερουσία μπορεί επίσης να καθυστερήσει τις κυβερνητικές προτάσεις μέσω αναθεωρήσεων, συζητήσεων και πολιτικής κωλυσιεργίας.