Το άντρο των κατασκόπων των Αγιατολάχ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το άντρο των κατασκόπων των Αγιατολάχ

Πώς το Ιράν έφτασε να βλέπει ως διαβρωμένο τον επαναστατικό πυρήνα του

Ένα νέο αφήγημα άρχισε να εμπεδώνεται στο ιρανικό κοινό –ένα αφήγημα στο οποίο οι σκληροπυρηνικοί θα μπορούσαν να είναι κατάσκοποι και οι πιο επαναστατικοί κρατικοί φορείς θα μπορούσαν να υποκρύπτουν τα πραγματικά «άντρα της κατασκοπείας». Η ιδέα έγινε περαιτέρω αξιόπιστη όταν ο Amir Tohid Fazel, ένας Ιρανός δημοσιογράφος στο σκληροπυρηνικό πρακτορείο ειδήσεων Moj [6], αυτομόλησε [7] στην Σουηδία στα τέλη Αυγούστου. Ο Fazel διέθετε ισχυρά διαπιστευτήρια, και τον εμπιστεύονταν σημαντικές προσωπικότητες και όργανα μέσα στην δομή ασφαλείας ώστε να χρησιμοποιεί τους δεσμούς του στα μέσα ενημέρωσης για να προωθεί τα πολιτικά τους συμφέροντα εν μέσω σκληρών αντιπαραθέσεων φατριών. Η αίτησή του για άσυλο στην Σουηδία έθεσε ερωτήματα σχετικά με τη νομιμοφροσύνη και την αξιοπιστία των σκληροπυρηνικών στους εσωτερικούς «επαναστατικούς» κύκλους της κυβέρνησης.

Μέσα σε λίγες ημέρες από την αυτομόληση του Fazel, ένας αριθμός θρησκευόμενων λαϊκιστών -δημοφιλών προσωπικοτήτων που εξυμνούν τα επιτεύγματα και το μαρτύριο ιστορικών Σιιτικών μορφών- συνελήφθησαν [8] υπό την υπόνοια κατασκοπείας υπέρ του Ισραήλ. Δύο χρόνια νωρίτερα, τρεις άλλοι εξυμνητές που συνδέονταν με την πολιτοφυλακή Basij συνελήφθησαν με παρόμοια κατηγορία. Συγκεκριμένα, οι θρησκευτικοί εξυμνητές συχνά έχουν στενούς δεσμούς με κυβερνητικούς σκληροπυρηνικούς φορείς, όπως το Γραφείο του Ανώτατου Ηγέτη, και είναι καίριας σημασίας για την εκστρατεία της Ισλαμικής Δημοκρατίας να κερδίζει τις καρδιές και τα μυαλά [των πολιτών] εγχωρίως. Δεν ήταν οι συνήθεις στόχοι των σαρωμάτων αντικατασκοπείας.

Ακόμα πιο απροσδόκητη ήταν η ιστορία του Mohammad Hossein Rostami και του Reza Golpour, συναδέλφων σε μια σκληροπυρηνική, συνδεδεμένη με το IRGC ιστοσελίδα, που ονομάζεται Ammariyon. Οι δυο τους φυλακίστηκαν [9] στα τέλη του 2016, επίσης με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ του Ισραήλ. Και αυτοί ήταν έμπιστοι του εσωτερικού κύκλου (insiders) με ειδική πρόσβαση και στενούς δεσμούς με ανώτερους αξιωματούχους του IRGC. Ο Rostami είχε προηγουμένως υπηρετήσει ως παραστρατιωτικός μαχητής στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας για λογαριασμό του IRGC. Ο Golpour είχε εκδώσει ένα βιβλίο το 2002 με τίτλο Υποκλοπή σε Φαντάσματα (Eavesdropping on Phantoms) [10], το οποίο επέκρινε τις επιδόσεις του Υπουργείου Πληροφοριών του Ιράν υπό τον πρώην μεταρρυθμιστή πρόεδρο Mohammad Khatami. Σύμφωνα με μια καλά τοποθετημένη πηγή εντός της ελίτ των σκληροπυρηνικών, το IRGC ανέθεσε [11] στον Golpour μια «αποστολή σαμποτάζ» για να υπονομεύσει την αξιοπιστία του Υπουργείου Πληροφοριών, το οποίο το IRGC έβλεπε ως αντίπαλο και μη αξιόπιστο. Μια τέτοια ατζέντα θα ήταν εξαιρετικά ευαίσθητη και θα απαιτούσε υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης.

Για τον λόγο αυτό, οι κατηγορίες για κατασκοπεία όχι μόνο προκάλεσαν σοκ σε πολλούς, αλλά έθεταν ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία και την ικανότητα του ίδιου του IRGC, το οποίο προφανώς επέτρεψε σε έναν «προδότη» να εργάζεται μέσα στις βαθύτερες τάξεις του επί χρόνια. Εκ των υστέρων, φαίνεται ότι ο Golpour δεν ήταν τεχνικά ένας κατάσκοπος, αλλά ίσως έκανε διαρροή ευαίσθητων πληροφοριών έχοντας στο μυαλό ένα ισραηλινό κοινό, προκειμένου να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα προσωπικό ή για μια οργάνωση. Τα σκληροπυρηνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης πιθανότατα δημοσίευσαν τις κατηγορίες εναντίον του με τις ευλογίες του IRGC, προκειμένου να κάνουν μια προειδοποίηση σε παρόμοιους πιθανούς διαρρέοντες ή πράκτορες.

ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΝΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

Η κορυφαία ηγεσία του Ιράν δεν έχει υιοθετήσει την άποψη ότι τα πραγματικά «άντρα κατασκοπείας» του Ιράν βρίσκονται στα οχυρά των σκληροπυρηνικών του κράτους. Αντίθετα, οι Ιρανοί ηγέτες φοβούνται ότι η υποψία προς τους σκληροπυρηνικούς θα αποδυναμώσει την βάση υποστήριξης της Ισλαμικής Δημοκρατίας και θα χαλαρώσει την λαβή της στην εξουσία. Ο Χαμενεΐ έχει κάνει λόγο για ενίσχυση του κύρους και της εντολής των ισχυρών κέντρων εξουσίας του κράτους. Σε ομιλία του στις 26 Σεπτεμβρίου [12], ο ανώτατος ηγέτης κάλεσε [13] τις ιρανικές Αρχές να χρησιμοποιήσουν «αφοσιωμένες και επαναστατικές δυνάμεις» σε «κρίσιμα κέντρα» του κράτους, όπως είναι, κατά τα λεγόμενά του, «οι ίδιοι άνθρωποι που εισήλθαν στην σκηνή» για την υπεράσπιση της Ισλαμικής Δημοκρατίας κατά την διάρκεια λαϊκών διαμαρτυριών το 2009 και το 2017-18 και «απογοήτευσαν τους εχθρούς».

Οι διαμαρτυρίες του 2009, γνωστές ως Πράσινο Κίνημα, εξέφρασαν την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι προεδρικές εκλογές του Ιράν τον Ιούνιο είχαν νοθευτεί για να ευνοήσουν τον καθιερωμένο, Mahmoud Ahmadinejad. Η αντίθεση τόσο στην έκβαση των εκλογών όσο και στην βίαιη καταστολή του κινήματος διαμαρτυρίας από το κράτος ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε οι αξιωματούχοι είχαν σοβαρές ανησυχίες [3] για συστηματική ανυπακοή ή ακόμα και πραξικόπημα μέσα στο σύστημα ασφαλείας και πληροφοριών του Ιράν. Υπό τις εντολές του Χαμενεΐ, το IRGC αντιμετώπισε αυτή την πιθανότητα αναπτύσσοντας την δική του μονάδα πληροφοριών σε έναν μεγαλύτερο οργανισμό, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως αντίβαρο στο Υπουργείο Πληροφοριών.

Ο Χαμενεΐ διόρισε έναν ανώτερο κληρικό που ονομάζεται Hossein Taeb για να διευθύνει τον άρτι εξουσιοδοτημένο οργανισμό πληροφοριών του IRGC. Αξιόπιστος συνεργάτης του ανώτατου ηγέτη από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, ο Taeb είχε ένα υπόβαθρο στην αντικατασκοπεία και στενούς δεσμούς με τον Χαμενεΐ και το IRGC. Αυτά τα προσόντα, μαζί με το σκληροπυρηνικό ιστορικό του στην αντιμετώπισης αντεπανστατικών στοιχείων, έκαναν τον Taeb ιδιαίτερα κατάλληλο για την διευθέτηση της εκστρατείας πληροφοριών και ασφάλειας για να καταπνίξει την «Πράσινη Ανταρσία», όπως χαρακτήρισε επίσημα η ιρανική κυβέρνηση τις μετεκλογικές διαμαρτυρίες του 2009.