Πώς εξαφανίστηκε η αντιγερμανική ρητορική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς εξαφανίστηκε η αντιγερμανική ρητορική

Ή πώς οι Γερμανοί έγιναν... φίλοι μας*

Για όσους γνώριζαν τον δαιδαλώδη και ενίοτε αδελφοκτόνο κόσμο της αριστεράς, η απουσία εκπροσώπου από την ιταλική αριστερά δεν τους ξένισε. Ενδεχομένως, κάποιοι από τους παριστάμενους σκέφτηκαν ότι ο ρόλος του PD ως κυβερνώσα Αριστερά, το οδήγησε να ακολουθήσει την προσφιλή τακτική της απομάκρυνσης από τους «συντρόφους» που είχαν κτίσει την πολιτική τους παρουσία στην αμφισβήτηση της στρατηγικής των «συμβιβασμών». Άλλωστε, ο πολιτικός πρόγονός τους, ο Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, με τον «ιστορικό συμβιβασμό» που επιχείρησε με τους Χριστιανοδημοκράτες ήταν εκείνος που εισήγαγε την αρχή της αρμονικής συνύπαρξης με τους ιδεολογικούς αντιπάλους. Για κάποιους άλλους, όμως, αυτή η απουσία ανέσυρε μύχιους φόβους για το τι θα ακολουθούσε αν αυτός ο «ιστορικός συμβιβασμός» εφαρμοζόταν –και- στην Ελλάδα. Τότε, η προοπτική της μετάλλαξης σε «ιστορική παράδοση» αν ο κ. Τσίπρας ανακάλυπτε όψιμα τον δρόμο του... ρεαλισμού θα ήταν σχεδόν αναπότρεπτη. Στους επόμενους οκτώ μήνες, και καθώς οι διαπραγματεύσεις (;) με τους δανειστές όδευαν σε ναυάγιο, η αντιγερμανική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα άρχισε να ατονεί σε τέτοιο βαθμό που στις εκλογές του Σεπτεμβρίου η Γερμανία της κυρίας Μέρκελ είχε μετατραπεί από κυνικό εκμεταλλευτή σε αξιόπιστο εταίρο και σύμμαχο. Ο κ. Τσίπρας και ο ΣΎΡΙΖΑ, ως κυβερνώσα αριστερά βάδιζαν πλέον στην λεωφόρο του... ρεαλισμού στον οποίο οι οξύτητες και οι επιθέσεις –ακόμα και λεκτικές- δεν είχαν καμία θέση. Για την εγκατάλειψη της πολιτικής της δημόσιας αμφισβήτησης του ρόλου της Γερμανίας, ο Έλληνας τότε πρωθυπουργός ανταμείφθηκε με την υποστήριξη(;) που εκδήλωσαν στο πρόσωπό του τόσο ο Ιταλός πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, όσο και ο Γάλλος πρόεδρος, ο οποίος από «Ολανδρέου», έγινε ο φιλέλληνας Φρανσουά Ολάντ.

Η δημόσια αμφισβήτηση της καγκελαρίου Μέρκελ και των γερμανικών ελίτ σταδιακά εγκαταλείφθηκε και από τον Ισπανό Πάμπλο Ινγκέσιας των «Podemos». Το «Podemos» (μια ισπανική παραλλαγή του συνθήματος του Obama, «Μπορούμε») ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2014 με τις ευρωβουλευτικές εκλογές. Η πλατφόρμα του κόμματος (το λεγόμενο Ευρωπαϊκό Εκλογικό Μανιφέστο), έκανε έκκληση για εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας, έναν κρατικά εγγυημένο μισθό, 35 ώρες εργασίας την εβδομάδα, υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης στα 60 χρόνια, νόμο αποτροπής απόλυσης εργαζομένων από κερδοφόρες εταιρείες και έλεγχο των πολιτών για το δημόσιο χρέος. Εκτός από το προοδευτικό μανιφέστο του, το «Podemos» έγινε γνωστό για τις θέσεις του ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και την τυραννία των αγορών. «Μερικοί λένε ότι η Ισπανία είναι εμπορικό σήμα, που μπορεί να συσκευάζεται και να πωλείται. Ανάθεμα σε όσους επιθυμούν να μετατρέψουν τον πολιτισμό μας σε εμπόρευμα: Είμαστε μια χώρα πολιτών, ονειρευόμαστε σαν τον Δον Κιχώτη, αλλά παίρνουμε τα όνειρά μας πολύ σοβαρά», δήλωνε ο Ιγκλέσιας σε ομιλία του στην Μαδρίτη.

Αλλά, όμοια με τον ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας να ενταχθεί στα καθεστωτικά ισπανικά κόμματα στην διάρκεια του 2015 ανανέωσε το οικονομικό πρόγραμμα του. Έχοντας δεχτεί συμβουλές από τον οικονομολόγο Juan Torres Lopez και τον πολιτικό επιστήμονα Vicenç Navarro, το νέο οικονομικό πρόγραμμα του «Podemos» δεν απαιτεί πλέον την έξοδο της Ισπανίας από την ευρωζώνη. Αντιθέτως, επιδιώκει ευελιξία στις σχέσεις με τους πιστωτές της Ισπανίας, ουσιαστικά δηλαδή έχει την ίδια θέση με εκείνη του σοσιαλιστικού PSOE. Έχουν απέλθει επίσης τα πιο αμφιλεγόμενα χαρακτηριστικά τού Ευρωπαϊκού Εκλογικού Μανιφέστου, όπως το βασικό καθολικό εισόδημα και ο έλεγχος του δημόσιου χρέους από τους πολίτες -το πρώτο κρίθηκε υπερβολικά δαπανηρό και το τελευταίο δεν ήταν πρακτικό. Αντί γι’ αυτά, το νέο πρόγραμμα δίνει έμφαση στην αύξηση του κατώτατου μισθού και την προστασία απέναντι σε περαιτέρω κοινωνικές περικοπές –βασικό πρότυπο των προοδευτικών κομμάτων.

Αλλά, τελικά, η εγκατάλειψη της ρητορικής αυτής αποδείχθηκε ολέθρια για το Podemos, τα ποσοστά του οποίου καταποντίστηκαν στις εκλογές που έγιναν τρεις μέρες μετά από το δημοψήφισμα για το Brexit. Πιστό στην επιλογή να περιληφθεί, μαζί με το Λαϊκό Κόμμα και τους Σοσιαλιστές, στην ελίτ των συστημικών κομμάτων, έφθασε να συζητά με τους Σοσιαλιστές την συμμετοχή σε μια κυβερνητική συμμαχία που θα εξασφάλιζε στον Ισπανό σοσιαλιστή πρωθυπουργό μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Στην πεντάχρονη αυτή διαδρομή, η αντιευρωπαϊκή και η αντιγερμανική ρητορική του «Podemos», ακολουθώντας κατά πόδας την τακτική των Ελλήνων «συντρόφων», όχι μόνο λειάνθηκε αλλά -στην πραγματικότητα- εξαλείφθηκε, καθώς η επιθετική τακτική που παρέπεμπε στον Τσάβες (την περίοδο 2014-2015 ο διεθνής Τύπος χαρακτήριζε τους Ισπανούς θεράποντες της νέας αριστεράς ως τσαβίστες) αρχικά περιορίστηκε και στην συνέχεια εξαφανίστηκε παραχωρώντας την θέση της σε αόριστες αναφορές στην ανισότητα, στην ανάγκη επανασχεδιασμού της ευρωπαϊκής ομοσπονδοποίησης και της νομισματικής ένωσης.