Η αμερικανοτουρκική στρατηγική συνεργασία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αμερικανοτουρκική στρατηγική συνεργασία

Διακυμάνσεις, όρια και προοπτικές

Ο τρίτος παράγοντας σχετίζεται με τον βαθμό σύγκλισης των συμφερόντων. Όταν υπάρχει μια θεσμική δομή, όπως αυτή του ΝΑΤΟ, το ενδεχόμενο απόκλισης συμφερόντων χάνει ως ένα βαθμό την σημασία του. Με άλλα λόγια, η συμμαχία προσφέρει μια θεσμική δομή, η οποία κατοχυρώνει και εμπεδώνει κάποια μείζονα κοινά συμφέροντα. Υπό αυτή την έννοια, ένα κράτος μπορεί να παρωθηθεί προς μια συμμαχική υποχρέωση, εκτός επιμέρους συμφερόντων του, προκειμένου να μη διαρραγεί η θεσμική δομή η οποία εξασφαλίζει τα μείζονα συμφέροντά του. Εντούτοις, ποια είναι αντιληπτά όρια άρνησης εκπλήρωσης των συμμαχικών υποχρεώσεων; Αποτελεί κοινό τόπο ότι το διεθνές σύστημα είναι συγκρουσιογενές και ανταγωνιστικό, η συνεργασία επιτυγχάνεται υπό όρους και αναμφίλεκτα δεν ταυτίζεται με την αρμονία, καθώς απαιτεί μερική και όχι κατ’ ανάγκη πλήρη σύγκλιση συμφερόντων [3].

Γι’ αυτό το λόγο, η επιλογή της συνεργασίας στην διεθνή πολιτική είναι ευκαιριακή. Η αβεβαιότητα για τις προθέσεις των άλλων στρέφει τα κράτη προς τη μέριμνα για την ασφάλειά τους, ανεξαρτήτως επιμέρους συνθηκών δικαιϊκού ή άλλου περιεχομένου. Ένα κλασικότατο παράδειγμα σύγκλισης συμφερόντων αναφέρεται στην πιθανότητα δύο κρατικοί δρώντες να ευθυγραμμίζουν τα στρατηγικά συμφέροντά τους (strategic alignment) ενώπιον μιας κοινής απειλής [4]. Υπ’ αυτούς τους όρους, ακόμη κι αν είναι εχθροί, πιθανόν να έχουν έναν μείζονα κοινό εχθρό και γι’ αυτό το λόγο, να αλληλοβοηθούνται εκ των πραγμάτων, πέραν δηλαδή οιωνδήποτε έγγραφων δεσμεύσεων. Κατά συνέπεια, όντως η θεσμική δομή αυξάνει το κόστος διάρρηξης μιας συμμαχικής σχέσης, αλλά αυτή και πάλι δεν αποκλείεται σαν επιλογή.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Στο περιπτωσιολογικό σκέλος, ανακύπτουν ορισμένα δεδομένα αναφορικά με την σημασία της γεωγραφικής ζώνης, η οποία περιβάλλει την Τουρκία. Το πρώτο αφορά τη μετακύλιση του αμερικανικού στρατηγικού βάρους από την Ευρώπη στον Ειρηνικό με σκοπό την εξισορρόπηση της ανόδου της Κίνας. Ο Αμερικανός πρώην υπουργός Άμυνας, Leon Panetta, δήλωνε χαρακτηριστικά ότι η αναλογία 50-50 όσον αφορά τις ναυτικές δυνάμεις στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό μεταλλάσσεται σταδιακά με τελικό στόχο την αναλογία 40-60 [5]. Επίσης, το έγγραφο περί «στρατηγικού οδικού χάρτη» του Υπουργείου Άμυνας τον Ιανουάριο του 2012 αναφερόταν σε «αμερικανικά συμφέροντα σε επίπεδο οικονομίας και ασφάλειας», τα οποία είναι «αδιαμφισβήτητα ταυτισμένα με τις εξελίξεις σε μια περιοχή εκτεινόμενη από τον Δυτικό Ειρηνικό και την Ανατολική Ασία έως την περιοχή του Ινδικού Ωκεανού και τη Νότια Ασία» [6].

Κατά τα λεγόμενα, μάλιστα, της πρώην υπουργού Εξωτερικών, Hillary Clinton, «καθώς [οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και στον Ιράκ] εκλείπουν, θα χρειαστούμε να επιταχύνουμε τις προσπάθειες να στραφούμε προς νέες παγκόσμιες πραγματικότητες» [7]. Προφανώς, αυτό δε σημαίνει ότι το αμερικανικό ενδιαφέρον θα εκλείψει για την γεωπολιτικά κρίσιμη περιφέρεια της Μέσης Ανατολής. Η κυριαρχία μιας και μόνης δύναμης στη Μέση Ανατολή θα σημάνει την αναβάθμισή της σε έναν περιφερειακό ηγεμόνα με δυνατότητα άσκησης πλανητικής πολιτικής, και τεράστιους πόρους, και αυτό προφανώς ενδιαφέρει τις ΗΠΑ όσο το διεθνές σύστημα είναι άναρχο και η ισχύς καταμετράται σχετικά-συγκριτικά και όχι με απόλυτους όρους [8].

Το δεύτερο δεδομένο συνδέεται με την ίδια την κάμψη της ρωσικής ισχύος και το νέο μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον. Η διάλυση της ΕΣΣΔ, η στρατηγική περιστολή από την Ανατολική Ευρώπη και η δημιουργία ενός τεράστιου κενού ισχύος (power vacuum) στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία καλλιέργησαν την πεποίθηση ότι η κινεζική ισχυροποίηση συνιστά πλέον τη μεγαλύτερη –αν όχι τη μοναδική– πρόκληση για την Ουάσιγκτον. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Ευρύτερη Μέση Ανατολή χάνει μέρος της σημασίας της ως ανάχωμα μιας δυνητικής ρωσικής καθόδου και κατ’ επέκταση οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή χάνουν μέρος της γεωπολιτικής αξίας τους.

06032020-2.jpg

Η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χίλαρι Κλίντον (αριστερά) συναντά τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, στην Κωνσταντινούπολη στις 16 Ιουλίου 2011. Osman Orsal/REUTERS
-------------------------------------------------------------------------------

Tο διεθνές σύστημα συνιστά την γενική εικόνα συσχετισμών και ισορροπιών και η ανάλυσή της προσφέρει πολλές απαντήσεις περί των δεδομένων τα οποία συναπαρτίζουν τα κριτήρια ορθολογικής χάραξης της υψηλής στρατηγικής από πλευράς ιδιαιτέρως των Μεγάλων Δυνάμεων. Συνεπώς, υπό την οπτική μιας ανάλυσης στο επίπεδο του διεθνούς συστήματος συνυφαίνεται ότι η ειρήνη και η σταθεροποίηση στον διεθνή χώρο συνάδει με την ισορροπία ισχύος και κατ’ επέκταση με τους διακρατικούς συσχετισμούς. Η έννοια της ισορροπίας ισχύος συνδέεται με μια σειρά φαινομένων της διεθνούς πολιτικής, όπως η άνιση ανάπτυξη (uneven growth) [9] η οποία δύναται να διαταράξει την εν λόγω ισορροπία, καθώς και ο παρεπόμενος φόβος του απειλούμενου απέναντι στον απειλούντα όταν οι δυνατότητες του δεύτερου αυξάνονται κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο έναντι του πρώτου. Ο Arnold Wolfers αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «[όταν] ένα κράτος εμπλέκεται σε ανταγωνισμό παγκόσμιας κλίμακας, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα [σ.σ. το 1962], τείνει να εκλαμβάνει οιαδήποτε αλλαγή στην ισορροπία ισχύος η οποία ευνοεί τον ανταγωνιστή, ως τουλάχιστον έμμεση απειλή προς την επιβίωσή του» [10]. Αντιστρόφως, παραφράζοντας τον Wolfers, θα δύνατο να αναφερθεί ότι οιαδήποτε αλλαγή στην ισορροπία ισχύος εις βάρος του ανταγωνιστή συντείνει είτε προς την παύση είτε έστω προς την κάμψη της συνεπαγόμενης απειλής, αναλόγως με τον βαθμό του χάσματος ισχύος το οποίο προκύπτει.