Η επιστήμη δεν μπορεί να μας σώσει από τον πανικό του κορωνοϊού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστήμη δεν μπορεί να μας σώσει από τον πανικό του κορωνοϊού

Αλλά η καταστολή των πληροφοριών από τον Trump μπορεί σίγουρα να κάνει τα πράγματα χειρότερα

Αυτό που κάνει την απάντηση της διοίκησης του Trump μοναδική στην επιδημία του COVID-19 δεν είναι απλώς λάθη επικοινωνίας, αλλά και μια καταστολή των επικοινωνιών σε συνδυασμό με συντονισμένες προσπάθειες υπονόμευσης των θεσμών της δημόσιας υγείας των ΗΠΑ. Το 2018, ο Λευκός Οίκος κατήργησε [7] την διεύθυνση παγκόσμιας υγείας και βιοάμυνας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, την οποία ίδρυσε η κυβέρνηση Obama [6] μετά την κρίση του ιού Ebola. Η υπηρεσία αυτή ήταν ακέφαλη τα τελευταία δύο χρόνια [8], μην αφήνοντας κανέναν με σημαντική εμπειρία στον τομέα της δημόσιας υγείας για να συντονίζει τις προσπάθειες των ΗΠΑ.

Η διοίκηση Trump ζήτησε μια περικοπή κατά 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια από το CDC κατά τα επόμενα δέκα χρόνια, στην πρότασή της για τον προϋπολογισμό του 2021 [9]. Παρόλο που ένα συμπληρωματικό πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού [10] παρέχει χρηματοδότηση ύψους 8,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το CDC λαμβάνει μόνο 300 εκατομμύρια δολάρια για την στήριξη του Αποθεματικού Ταμείου Ταχείας Αντίδρασης για τα Μολυσματικά Νοσήματα (Infectious Disease Rapid Response Reserve Fund) και 300 εκατομμύρια δολάρια για την παγκόσμια ανίχνευση ασθενειών και την αντίδραση έκτακτης ανάγκης.

Το ίδιο ανησυχητικές είναι οι περικοπές που σακατεύουν τις Υπηρεσίες που, αν και δεν είναι υπεύθυνες για την ετοιμότητα και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, είναι καθοριστικές για την διασφάλιση της υγείας και της ανθεκτικότητας των αμερικανικών κοινοτήτων. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση πρότεινε [11] περικοπή ύψους 4,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Διοίκηση για Παιδιά και Οικογένειες (Administration for Children and Families) και περικοπή ύψους 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (National Institutes of Health).

Μέχρι τον Μάρτιο του 2020, η διοίκηση Trump δεν είχε αποκαταστήσει την χρηματοδότηση της Παγκόσμιας Ατζέντας Υγειονομικής Ασφάλειας (Global Health Security Agenda, GHSA) του CDC [12], μιας εταιρικής σχέσης πάνω από 60 χωρών που συνεργάζονται για την αντιμετώπιση απειλών από μεταδοτικές ασθένειες. Η GHSA δεν έχει εκδώσει ετήσια έκθεση από το 2018 [13]. Σύμφωνα με τους νομικά δεσμευτικούς Διεθνείς Κανονισμούς Υγείας του 2005 -που υιοθετήθηκαν αρχικά από τις χώρες μέλη της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας το 1969 ως ένα πλαίσιο για την ενίσχυση της υγειονομικής ασφάλειας σε έναν ολοένα και περισσότερο διασυνδεδεμένο κόσμο- η πρωτοβουλία του CDC υποστήριξε εργαστηριακά συστήματα και συστήματα αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης στο εξωτερικό. Η Κίνα [14] ήταν μια από τις χώρες που απειλήθηκε από την ανεπαρκή χρηματοδότηση [15] εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων χωρών.

ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ιστορικά, οι απειλές ασθενειών έχουν εμπνεύσει τους εκλεγμένους αξιωματούχους να δημιουργήσουν ή να ενισχύσουν τους θεσμούς δημόσιας υγείας. Για παράδειγμα, μετά τις εξεγέρσεις των στρατολογηθέντων (Draft Riots) το 1863 [στη Νέα Υόρκη], οι οποίες υπογράμμισαν την ευπάθεια των [πυκνοκατοικημένων νεοϋορκέζικων] συνοικιών, και την απειλή μιας επιδημίας χολέρας, το νομοθετικό σώμα της Νέας Υόρκης δημιούργησε το Μητροπολιτικό Συμβούλιο Υγείας [16] το 1866. Αυτή ήταν η ραχοκοκαλιά του πρώτου μόνιμου δημοτικού τμήματος υγείας στην χώρα. Η αποστολή του ήταν να ανταποκρίνεται γρήγορα στις επιδημίες της χολέρας και να διατηρεί την κοινωνική και οικονομική τάξη.

Όταν το έθνος αντιμετώπισε πανδημία γρίπης το 1918 και το 1919, η απαίτηση τόσο για την συγκράτηση της ασθένειας όσο και για την διαχείριση του πανικού προκάλεσε μια νέα εποχή στην οικοδόμηση θεσμών της δημόσιας υγείας. Στην πόλη της Νέας Υόρκης, για παράδειγμα, το δημοτικό υγειονομικό τμήμα αύξησε σημαντικά την ικανότητά του στην επιτήρηση, μεταμορφώνοντας το τμήμα του για την επιδημιολογία από μια μονάδα που απλώς καταμετρούσε τα κρούσματα σε μια ομάδα που είχε την εξουσία να ανιχνεύει και να ανταποκρίνεται όχι μόνο στις επιδημίες των ασθενειών αλλά στο άγχος που τις συνοδεύει. Η οικοδόμηση θεσμών [17] έλαβε επίσης τη μορφή διευρυμένης αστυνομικής εξουσίας, όπως η δυνατότητα να επιβληθούν μέτρα κοινωνικής απομάκρυνσης (social-distancing measures) ή διατάγματα που απαιτούν από τους πολίτες να φορούν μάσκες. Αυτό ήταν έτσι όχι μόνο στη Νέα Υόρκη αλλά σε όλο το έθνος.

Άλλοι θεσμοί δημιουργήθηκαν εν αναμονή επιδημιών και πανικού. Κατά την διάρκεια του πολέμου της Κορέας, ο αξιωματούχος του CDC, Alexander Langmuir, παρατήρησε ότι οι Κινέζοι έστηναν μια προπαγανδιστική εκστρατεία κατηγορώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες για βιολογικό πόλεμο. Ο Langmuir πίστευε ότι το CDC έπρεπε να διευρύνει τις ικανότητές του για να ερευνήσει και να ανταποκριθεί στις εγχώριες επιδημικές ασθένειες. Αλλά εκμεταλλεύθηκε την «συναισθηματική υστερία» στην διοίκηση του προέδρου Harry Truman για την πιθανότητα βιολογικού πολέμου, για την οποία πίστευε ότι ήταν «μακράν η χειρότερη που κατέλαβε το κατεστημένο». Ανέπτυξε «μια απλή ακατέργαστη δήλωση για τις δυνατότητες του βιολογικού πολέμου και την πέρασε κρυφίως μέσα από τις στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών». Το 1951, έχοντας εκμεταλλευτεί τον πανικό μεταξύ των αξιωματούχων στην Ουάσινγκτον, ο Langmuir εξασφάλισε στρατιωτικά κεφάλαια για την δημιουργία της φημισμένης Υπηρεσίας Επιδημιολογικών Πληροφοριών (Epidemic Intelligence Service) του CDC.

Κάποιος δικαιολογημένος συναγερμός σε μια περίοδο αβεβαιότητας μπορεί να διευκολύνει την δημόσια διαβούλευση και την ορθή λήψη αποφάσεων. Μπορεί να ωθήσει το κοινό να ακούσει πιο προσεκτικά τις επίσημες ανακοινώσεις για την δημόσια υγεία και να υποστηρίξει τις απαραίτητες επενδύσεις στην δημόσια υγεία.