Ένα πραγματικό πείραμα υπερ-κεϋνσιανισμού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ένα πραγματικό πείραμα υπερ-κεϋνσιανισμού

Μπορεί η μεγαλύτερη οικονομική τόνωση στην ιστορία να αποτρέψει μια ύφεση λόγω του κορωνοϊού;

Οι επικριτές έχουν επισημάνει τα διφορούμενα αποτελέσματα κάθε κύματος δημοσίων δαπανών και υποστήριξαν ότι τέτοιες παρεμβάσεις βλάπτουν τη μακροπρόθεσμη οικονομική υγεία. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι το New Deal αποκατέστησε την εμπιστοσύνη του κοινού και τουλάχιστον σταθεροποίησε εν μέρει μια οικονομία σε ελεύθερη πτώση, αλλά υπάρχει σημαντική αντιλογία [4] σχετικά με το κατά πόσον πέτυχε να άρει την οικονομία από την ακινησία. Τα προγράμματα του Great Society ήταν ακόμη πιο αμφιλεγόμενα. Προκάλεσαν αύξηση των φλογερών απόψεων υπέρ της ελεύθερης αγοράς, υποστηριζόμενες αρχικά από τον οικονομολόγο του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Μίλτον Φρίντμαν, ότι οι κυβερνητικές δαπάνες τραβούν προς τα κάτω την οικονομία και ότι η αγορά είναι καλύτερα να αφήνεται μόνη της. Πολλοί συντηρητικοί κατηγόρησαν [5] το χρηματοδοτούμενο από το δημόσιο ευρωπαϊκό δίχτυ ασφαλείας για περιορισμό της ανάπτυξης, της παραγωγικότητας και της καινοτομίας. Και η τόνωση μέσω δαπανών το 2008 και το 2009 ήταν εξίσου αν όχι περισσότερο αμφιλεγόμενη, με πολλούς οικονομολόγους της ελεύθερης αγοράς να επιτίθενται [6] σε αυτό που θεωρούσαν υπερβολικές και περιττές κυβερνητικές δαπάνες ως μια αιτία για τον αργό ρυθμό της ανάκαμψης που θα ερχόταν τελικά.

Η απάντηση σε αυτές τις κριτικές ήταν συχνά αυτό που είπε ο Κέινς στον Ρούσβελτ το 1934: Οι κυβερνήσεις δεν ξοδεύουν αρκετά. Μέχρι τώρα, αυτή η θεωρία ήταν αδύνατο να δοκιμαστεί. Οι κυβερνήσεις μπορούν να ξοδέψουν μόνο όσα θα επιτρέψουν οι πολίτες τους, και για σχεδόν έναν αιώνα, οι πολίτες έχουν επιτρέψει δαπάνες μεταξύ 5% και 10% του ΑΕΠ [7] (συμπεριλαμβανομένου του διευρυμένου δανεισμού από τις κεντρικές τράπεζες) σε οποιοδήποτε δεδομένο έτος, ανεξάρτητα από την σοβαρότητα της κρίσης.

Τώρα η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει εγκρίνει δαπάνες που ανέρχονται στο ένα τρίτο του ετήσιου ΑΕΠ για διάστημα μερικών μηνών. Δεδομένων των τωρινών μουρμουρητών σχετικά με ένα πιθανό νομοσχέδιο υποδομών ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και για περισσότερη χρηματοδότηση για άμεση οικονομική τόνωση, το συνολικό ποσό θα μπορούσε να καταλήξει να πλησιάζει το 50% του ετήσιου ΑΕΠ. Αυτή η αναλογία είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερη από ό, τι ο ίδιος ο Κέινς θα είχε σκεφτεί. Αυτό ισοδυναμεί με ένα πείραμα υπερ-κεϋνσιανισμού τόσο μεγάλο που η καλύτερη αναλογία προέρχεται από ένα στρατιωτικό δόγμα. Διατυπωμένο σε διάφορους βαθμούς από τον πρώην υπουργό Άμυνας, Caspar Weinberger, και τον πρώην αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, Κόλιν Πάουελ, το δόγμα της «συντριπτικής ισχύος» (“overwhelming force”) έλεγε ότι η στρατιωτική ισχύς, εάν κριθεί απαραίτητο, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σταδιακά και διστακτικά, όπως έγινε στο Βιετνάμ, αλλά συντριπτικά, όπως έγινε στο Ιράκ το 1991 και το 2003. Έτσι, επίσης, διατίθενται δημόσιοι πόροι με «συντριπτική ισχύ»: Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ξοδεύει περισσότερα από όσα πίστευε κανείς ότι ήταν δυνατόν, γρηγορότερα από όσο νόμιζε κανείς εφικτό, καθώς επιδιώκει να περιορίσει την οικονομική ζημία που προκαλείται από τον νέο κορωνοϊό.

ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Θα λειτουργήσει; Κανείς δεν ξέρει σίγουρα, επειδή κανένα από τα προηγούμενα επεισόδια υψηλών κρατικών δαπανών δεν είναι συγκρίσιμο. Αυτό είναι ένα πραγματικό παγκόσμιο πείραμα. Όμως, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, δεν θα υπάρξει επιστροφή στις παλιές ιδεολογικές διαφορές και στις οικονομικές συζητήσεις σχετικά με τις δημόσιες δαπάνες και τον δανεισμό. Η τεράστια κλίμακα των κυβερνητικών δαπανών σε όλο τον κόσμο πιθανότατα θα αναγκάσει τους οικονομολόγους να επανεξετάσουν τους «νόμους» των τιμών, των αγορών και των κρατικών ισολογισμών. Η κρίση του κορωνοϊού έχει κάνει την γραμμή μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα να καταρρεύσει -τουλάχιστον προσωρινά και ίσως μόνιμα. Όταν σταματά όλη η οικονομική δραστηριότητα, δεν υπάρχει ελεύθερη αγορά. Το αν οι κυβερνητικές δαπάνες μπορούν να οδηγήσουν την οικονομία στο σημείο στο οποίο η ελεύθερη αγορά να αρχίσει να λειτουργεί και πάλι είναι το τεστ που κάνουν τώρα οι κυβερνήσεις. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι χωρίς αυτό το επίπεδο δαπανών, ο κίνδυνος μιας πραγματικής οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης δεν θα ήταν καθόλου ευκαταφρόνητος.

Μεταξύ των οικονομικών «νόμων» που θα δοκιμαστούν και πιθανόν να βρεθούν λάθος είναι ότι τα υψηλά επίπεδα δαπανών από το έλλειμμα (που πληρώνονται με εκτύπωση χρημάτων) θα προκαλέσουν πληθωρισμό. Δεν συμφωνούν όλοι, ούτε καν οι περισσότεροι μακρο-οικονομολόγοι με αυτήν την άποψη, αλλά μέχρι την επιδημία του κορωνοϊού παρέμεινε η επικρατούσα ορθοδοξία του πολιτικού κόσμου. Τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κήρυτταν την δημοσιονομική ευθύνη, για να μην καταλήξουν οι σπάταλες χώρες να έχουν υπερπληθωρισμό τύπου Ζιμπάμπουε. Τώρα ολόκληρος ο κόσμος απορρίπτει αυτήν την ορθοδοξία δια μιας.

Μια άλλη κυρίαρχη άποψη που είναι πιθανό να μπει στην άκρη είναι ότι οι υπερβολικές κυβερνητικές δαπάνες θα σακατέψουν την οικονομική ανάπτυξη και θα οδηγήσουν σε αόριστες αλλά δυσοίωνες «υπερβολές». Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Deutsche Bundesbank έχουν κηρύξει παραλλαγές αυτού του συνθήματος εδώ και δεκαετίες, κάτι που εξηγεί γιατί η Γερμανία υιοθέτησε την λιτότητα αντί να δαπανήσει μετά την οικονομική κρίση του 2008-9. Όμως οι Γερμανοί ξοδεύουν τώρα τόσο επιθετικά όσο οποιοσδήποτε άλλος, και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα σταματήσουν.

Με ακόμη και τους οικονόμους Γερμανούς να παρουσιάζουν μεγάλα ελλείμματα, η ιδέα της χρυσής αναλογίας μεταξύ του ΑΕΠ μιας χώρας και του αποδεκτού επιπέδου χρέους της είναι πιθανό να εγκαταλειφθεί επίσης. Μετά την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση, οι οικονομολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ [8] άνω του 60% θα έκανε μια χώρα λιγότερο ανθεκτική στις οικονομικές κρίσεις. Και όσο υψηλότερη είναι η αναλογία, τόσο πιο πιθανό είναι ότι μια κυβέρνηση θα έπρεπε να δανειστεί με υψηλότερο επιτόκιο.