Η κρίση COVID-19 στις αναδυόμενες αγορές απαιτεί μια εξαιρετική απάντηση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η κρίση COVID-19 στις αναδυόμενες αγορές απαιτεί μια εξαιρετική απάντηση

Θα περάσει το ΔΝΤ το στρες-τεστ της πανδημίας;

Ορισμένες από τις αδύναμες πετρελαιοεξαγωγικές οικονομίες του κόσμου είναι σε ένα παρόμοιο μπλέξιμο, αν και για διαφορετικούς λόγους. Ενώ τα ισχυρά πετρο-κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία, πιθανότατα μπορούν να ξεπεράσουν μια περίοδο χαμηλών τιμών πετρελαίου αντλώντας από συσσωρευμένα [συναλλαγματικά] αποθέματα και από δανεισμό στην διεθνή αγορά, τα πιο αδύναμα έχουν λιγότερα αποθέματα και λιγότερη πρόσβαση σε διεθνείς πιστώσεις. Αν δεν υπάρξει μεγάλη ανάκαμψη στις τιμές του πετρελαίου, χώρες που χρηματοδοτούν τον προϋπολογισμό τους με εξαγωγές πετρελαίου, όπως η Αγκόλα, ο Ισημερινός, το Ομάν και ίσως το Ιράκ, θα ξεμείνουν από χρήματα και τελικά θα αναγκαστούν να αποδεχθούν τα προγράμματα με τις προϋποθέσεις του ΔΝΤ.

ΠΟΛΥ ΙΣΧΥΡΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΙΑΣΩΣΗ, ΠΟΛΥ ΑΔΥΝΑΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΜΟΝΑ ΤΟΥΣ

Οι αναδυόμενες οικονομίες που ήταν σε καλύτερη κατάσταση πριν από την πανδημία αντιμετωπίζουν σήμερα περισσότερη αβεβαιότητα. Τώρα που ξένοι επενδυτές έχουν φύγει, αυτές οι χώρες αντιμετωπίζουν αυξανόμενες χρηματοοικονομικές πιέσεις καθώς τα νομίσματά τους υποτιμούνται. Συχνά, έχουν μια εμφανή αδυναμία στον ισολογισμό τους -είτε πρόκειται για χαμηλά συναλλαγματικά αποθέματα είτε για υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα- αλλά έχουν επίσης τουλάχιστον μια αντισταθμιστική πηγή ισχύος. Η διεθνής οικονομική στήριξη θα βοηθούσε αυτές τις χώρες να αντιμετωπίσουν την πανδημία, αλλά οι κυβερνήσεις τους δεν είναι αρκετά απελπισμένες για να δεχτούν τα παραδοσιακά (και συχνά επώδυνα) προγράμματα του ΔΝΤ. Μέχρι στιγμής, αυτές οι χώρες έχουν κρατήσει το ΔΝΤ σε απόσταση. Ως αποτέλεσμα, η οικονομική δύναμη του ταμείου δεν χρησιμοποιήθηκε κατά την διάρκεια της πανδημίας.

Η Ινδονησία είναι ένα καλό παράδειγμα μιας χώρας σε αυτήν την θέση. Το δημόσιο χρέος της είναι μόνο περίπου 30% του ΑΕΠ, πολύ χαμηλότερο από αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών ή των πιο προηγμένων οικονομιών, και τα δημοσιονομικά της ελλείμματα ήταν με υπευθυνότητα χαμηλά τα τελευταία χρόνια. Η κεντρική τράπεζα της χώρας έχει διατηρήσει τα επιτόκια σχετικά υψηλά. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος του χρέους της Ινδονησίας κατέχεται από ξένους επενδυτές που τώρα εγκαταλείπουν την τοπική αγορά ομολόγων. Η κυβέρνηση πρόσφατα εξέδωσε ένα δολαριακό ομόλογο για ξένους επενδυτές, οπότε απέχει πολύ από την ανάγκη ενός παραδοσιακού προγράμματος του ΔΝΤ. Αλλά για να αποφευχθεί η ύπαρξη δημοσιονομικών προβλημάτων και να περιοριστεί η πίεση στα συγκριτικά μικρά [συναλλαγματικά] αποθέματά της, η Ινδονησία μπορεί να δαπανήσει πολύ λίγα για να αντισταθμίσει το οικονομικό σοκ της πανδημίας. Αυτό θα επιδεινώσει την φετινή οικονομική ύφεση και θα δυσκολέψει την ταχεία ανάκαμψη της Ινδονησίας.

Η Βραζιλία είναι μια άλλη περίπτωση. Η αθέτηση χρέους δεν αποτελεί κίνδυνο, διότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της Βραζιλίας είναι αρκετά μεγάλα για να καλύψουν τόσο το εξωτερικό χρέος της κυβέρνησης όσο και εκείνο της κρατικής εταιρείας πετρελαίου, Petrobras. Όμως η Βραζιλία έχει συσσωρεύσει ένα μεγάλο δημόσιο χρέος. Και με τα έσοδα να πέφτουν εν μέσω μιας πανδημίας που απαιτεί επιπλέον δαπάνες, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Βραζιλίας θα μπορούσε να φθάσει το 15% του ΑΕΠ φέτος, και τούτο ενώ οι ξένοι επενδυτές κατευθύνονται προς τις εξόδους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ελλείμματος μπορεί να χρηματοδοτηθεί από το εσωτερικό. Όμως, κάθε αναδυόμενη οικονομία που βασίζεται πάρα πολύ στην κεντρική της τράπεζα για χρηματοδότηση, κινδυνεύει από μια συναλλαγματική κατάρρευση και από έναν πανικό στις τράπεζες και τις αγορές της. Δεν θα βοηθούσε την παγκόσμια οικονομία εάν όλοι οι εναπομείναντες ξένοι επενδυτές στην Βραζιλία βρεθούν στο χρηματοοικονομικό ισοδύναμο ενός lockdown, ενώ η χώρα αγωνίζεται να ανταποκριθεί στην πανδημία.

Η Ινδονησία και η Βραζιλία ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσουν ένα μέρος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων τους, εκδίδοντας ομόλογα σε τοπικό νόμισμα για ξένους επενδυτές. Τώρα, και οι δύο χώρες χρειάζονται μια νέα πηγή μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης, ιδανικά με αρκετά χαμηλό επιτόκιο (αν όχι στα νομίσματά τους). Το ΔΝΤ θα ήταν η φυσική απάντηση, αλλά το ταμείο δεν είναι στημένο για να παίξει αυτόν τον ρόλο για το μεγαλύτερο μέρος του αναδυόμενου κόσμου.

ΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Βεβαίως, το ΔΝΤ έχει προσφέρει κάποια βοήθεια σε αναδυόμενες οικονομίες που έχουν πληγεί από την πανδημία. Μέσω του Εργαλείου Ταχείας Χρηματοδότησης (Rapid Financing Instrument), για παράδειγμα, το ΔΝΤ είναι έτοιμο να προσφέρει ένα μικρό χρηματικό ποσό σε μεγάλο αριθμό χωρών. Όμως, τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια που διατίθενται μέσω αυτής της διευκόλυνσης ωχριούν σε σύγκριση με τα περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια που χρειάζονται, όπως αναγνώρισε το ίδιο το ΔΝΤ. Το ΔΝΤ δημιούργησε επίσης μια νέα γραμμή βραχυπρόθεσμης ρευστότητας (Short-Term Liquidity Line), μέσω της οποίας οι χώρες που έχουν δείξει αυτό που το ταμείο θεωρεί «πολύ ισχυρή» απόδοση -καλή δημοσιονομική διαχείριση, χαμηλός και σταθερός πληθωρισμός, καλά ρυθμιζόμενες και φερέγγυες τράπεζες- μπορούν να αποκτήσουν μικρές ποσότητες βοήθειας. Η πανδημία, ωστόσο, απαιτεί χρηματοδότηση σε πολύ μεγαλύτερα ποσά από ό, τι παρέχει αυτή η γραμμή, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, και διαθέσιμα σε ένα ευρύτερο φάσμα χωρών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν έχουν πεντακάθαρο ιστορικό πολιτικής.