Ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει

Πού κάνουν λάθος οι αισιόδοξοι σχετικά με τις συγκρούσεις

Η πολιτική αναταραχή των τελευταίων ετών γενικώς μας γλίτωσε από την ιδέα ότι ο κόσμος έχει φτάσει σε κάποιο είδος ουτοπικού «τέλους της ιστορίας». Και όμως ακόμα μπορεί να φαίνεται ότι η δική μας είναι μια άνευ προηγουμένου εποχή ειρήνης και προόδου. Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι σήμερα ζουν ασφαλέστερες και πιο ευημερούσες ζωές από ό, τι οι πρόγονοί τους. Υποφέρουν λιγότερη σκληρότητα και αυθαίρετη βία. Πάνω απ' όλα, μοιάζουν πολύ λιγότερο πιθανό να πάνε στον πόλεμο. Η συχνότητα του πολέμου μειώνεται σταθερά, υπάρχει μια αυξανόμενη συναίνεση, με τον πόλεμο ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις να γίνεται όλο και πιο αδιανόητος και όλα τα είδη του πολέμου να γίνονται ολοένα και πιο σπάνια.

06072020-1.jpg

Αμερικανοί στρατιώτες στην επαρχία Κανταχάρ, στο Αφγανιστάν, τον Δεκέμβριο του 2010. Finbarr O'Reilly / Reuters
-------------------------------------------------------------

Αυτή η αισιόδοξη αφήγηση έχει υποστηρικτές [1] στον ακαδημαϊκό κόσμο και την πολιτική, οι οποίοι έχουν επιρροή. Στην αρχή αυτής της δεκαετίας, ο ψυχολόγος του Χάρβαρντ Steven Pinker αφιέρωσε ένα ογκώδες βιβλίο, το The Better Angels of Our Nature (Οι καλύτεροι άγγελοι της φύσης μας), στη μείωση του πολέμου και της βίας στην σύγχρονη εποχή. Το ένα στατιστικό στοιχείο μετά το άλλο υπογράμμιζαν το ίδιο συμπέρασμα: Όταν το εξετάζει κάποιος από ένα αρκετά απομακρυσμένο σημείο, η βία βρίσκεται σε πτώση μετά από αιώνες σφαγής, αναμορφώνοντας κάθε πτυχή της ζωής μας «από την διεξαγωγή των πολέμων μέχρι τις ξυλιές στα παιδιά».

Ο Pinker δεν είναι μόνος. «Η δική μας διεθνής τάξη», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα στα Ηνωμένα Έθνη το 2016, «είναι τόσο επιτυχής που θεωρούμε δεδομένο ότι οι μεγάλες δυνάμεις δεν διεξάγουν πλέον παγκόσμιους πολέμους, ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήρε την σκιά του πυρηνικού Αρμαγεδδώνα, ότι τα πεδία μάχης της Ευρώπης έχουν αντικατασταθεί από ειρηνική ένωση». Όταν γραφόταν το κείμενο αυτό, ακόμη και ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας έμπαινε σε ύφεση. Διεξάγονταν συνομιλίες για τον τερματισμό των σχεδόν δύο δεκαετιών πολέμου στο Αφγανιστάν. Μια ανταλλαγή αιχμαλώτων κρατουμένων μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας είχε αναβιώσει τις ελπίδες μιας ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ των δύο. Οι «καλύτεροι άγγελοι της φύσης μας» φαινόταν να κερδίζουν.

Αν αυτό ακούγεται σαν πολύ καλό για να είναι αληθινό, πιθανώς είναι. Μια τέτοια αισιοδοξία βασίζεται σε ασταθή θεμέλια. Η ιδέα ότι η ανθρωπότητα έχει περάσει από την εποχή του πολέμου βασίζεται σε ελαττωματικά μέτρα του πολέμου και της ειρήνης˙ αν μη τι άλλο, οι σωστοί δείκτες δείχνουν το ανησυχητικό αντίθετο συμπέρασμα. Και η αναρχική φύση της διεθνούς πολιτικής σημαίνει ότι είναι πάντοτε παρούσα η πιθανότητα μιας άλλης μεγάλης πυρκαγιάς.

ΚΑΤΑΜΕΤΡΗΣΗ ΘΥΜΑΤΩΝ

Η ιδέα ότι ο πόλεμος βρίσκεται σε τελική πτώση βασίζεται, στον πυρήνα της, σε δύο πληροφορίες. Πρώτον, πολύ λιγότεροι άνθρωποι πεθαίνουν στις μάχες σήμερα από ό, τι στο παρελθόν, τόσο σε απόλυτους όρους όσο και ως ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι ειδικοί του Ινστιτούτου Ερευνών Ειρήνης του Όσλο (Peace Research Institute Oslo) [2] επεσήμαναν το γεγονός αυτό το 2005, αλλά ήταν ο Pinker που εισήγαγε το σημείο αυτό σε ένα ευρύτερο κοινό με το βιβλίο του το 2011. Ανασκοπώντας στατιστικά στοιχεία από θανατηφόρους πόλεμους ανά τους αιώνες, υποστήριξε ότι όχι μόνο ο πόλεμος μεταξύ κρατών βρίσκεται σε ύφεση˙ το ίδιο είναι οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι γενοκτονίες και η τρομοκρατία. Αποδίδει αυτή την πτώση στην άνοδο της δημοκρατίας, του εμπορίου και μιας γενικής πεποίθησης ότι ο πόλεμος έχει απονομιμοποιηθεί.

Και μετά υπάρχει το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει παγκόσμιος πόλεμος από το 1945. «Ο κόσμος βρίσκεται πλέον στο τέλος μιας πορείας πέντε αιώνων προς τη μόνιμη ειρήνη και ευημερία», γράφει ο πολιτικός επιστήμονας Michael Mousseau σε ένα άρθρο [3] ] στο [περιοδικό] International Security νωρίτερα φέτος. Ο πολιτικός επιστήμονας Joshua Goldstein και οι νομικοί ακαδημαϊκοί Oona Hathaway και Scott Shapiro έχουν επίσης υποστηρίξει το ίδιο, συνδέοντας την παρακμή του διακρατικού πολέμου και της κατάκτησης με την επέκταση των οικονομιών της αγοράς, την έλευση των ειρηνευτικών δυνάμεων, και τις διεθνείς συμφωνίες που απαγορεύουν τους επιθετικούς πολέμους.
Συνολικά, αυτά τα δύο σημεία –οι όλο και λιγότεροι θάνατοι σε μάχες και ότι οι πόλεμοι δεν επεκτείνονται πλέον σε ολόκληρες ηπείρους- αποτελούν μια εικόνα ενός κόσμου όλο και πιο ειρηνικού. Δυστυχώς, και τα δύο βασίζονται σε ελαττωματικά στατιστικά στοιχεία και στρεβλώνουν την κατανόησή μας για το τι θεωρείται πόλεμος.

Κατ' αρχάς, το να βασιζόμαστε στον αριθμό των νεκρών για να διαπιστωθεί εάν μια ένοπλη σύγκρουση αποκλιμακώνεται είναι εξαιρετικά προβληματικό. Οι δραματικές βελτιώσεις στην στρατιωτική ιατρική μείωσαν τον κίνδυνο θανάτου στη μάχη αλματωδώς, ακόμη και σε μάχες υψηλής έντασης. Επί αιώνες, η αναλογία των τραυματιών προς εκείνους που σκοτώθηκαν στη μάχη ήταν σταθερή στο τρία προς ένα˙ η αναλογία των τραυματισμένων προς τους νεκρούς στον αμερικανικό στρατό σήμερα είναι πιο κοντά στο δέκα προς ένα. Πολλοί άλλοι στρατοί έχουν δει παρόμοιες αυξήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι οι σημερινοί στρατιώτες είναι πολύ πιο πιθανό να καταλήξουν τραυματισμένοι παρά νεκροί. Αυτή η ιστορική τάση υπονομεύει την εγκυρότητα των περισσότερων υφιστάμενων μετρήσεων του πολέμου και, κατ' επέκταση, διαψεύδει το επιχείρημα ότι ο πόλεμος έχει γίνει ένα σπάνιο συμβάν. Αν και οι αξιόπιστες στατιστικές για τους τραυματισμούς σε πολέμους για όλες τις εμπόλεμες χώρες είναι δύσκολο να βρεθούν, οι καλύτερες προβλέψεις μας περικόπτουν κατά το ήμισυ τη μείωση των θυμάτων του πολέμου που είχε υποθέσει ο Pinker. Επιπλέον, η εστίαση μόνο στους νεκρούς σημαίνει ότι αγνοείται το τεράστιο κόστος του πολέμου τόσο για τους ίδιους τους τραυματίες όσο και για τις κοινωνίες που πρέπει να τους φροντίσουν.

Εξετάστε μια από τις πιο ευρέως χρησιμοποιούμενες βάσεις δεδομένων των ένοπλων συγκρούσεων: Αυτή του προγράμματος Correlates of War [4]. Από την ίδρυσή του στην δεκαετία του 1960, το COW προϋπέθετε ότι για να θεωρηθεί ως πόλεμος μια σύγκρουση πρέπει να προκαλέσει τουλάχιστον 1.000 θανάτους από μάχες μεταξύ όλων των εμπλεκομένων οργανωμένων ένοπλων δρώντων. Κατά την διάρκεια των δύο αιώνων πολέμου που καλύπτει το COW, ωστόσο, οι ιατρικές πρόοδοι έχουν αλλάξει δραστικά το ποιος ζει και ποιος πεθαίνει στη μάχη. [Ζωγραφικοί] πίνακες τραυματιών στρατιωτικού προσωπικού που μεταφέρονται σε φορείο έδωσαν την θέση τους σε φωτογραφίες σωστικών ελικοπτέρων medevac [από το medical evacuation, δηλαδή την διακομιδή σε νοσοκομείο] που μπορούν να μεταφέρουν τους τραυματίες σε μια ιατρική μονάδα σε λιγότερο από μια ώρα -την «χρυσή ώρα», όταν οι πιθανότητες επιβίωσης είναι οι υψηλότερες. Μόλις οι τραυματίες βρίσκονται στο χειρουργικό τραπέζι, τα αντιβιοτικά, τα αντισηπτικά, η τυποποίηση αίματος, και η δυνατότητα μετάγγισης σε ασθενείς, όλα κάνουν τις χειρουργικές επεμβάσεις πολύ πιο πιθανό να είναι επιτυχείς σήμερα. Ο ατομικός εξοπλισμός προστασίας έχει επίσης εξελιχθεί. Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι στρατιώτες φορούσαν υφασμάτινες στολές που ήταν συχνά επαχθείς χωρίς να παρέχουν προστασία από πυροβολισμούς ή πυροβολικό. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμος εμφανίστηκαν τα πρώτα κανονικά κράνη˙ τα αλεξίσφαιρα γιλέκα έγιναν συνήθη στον πόλεμο του Βιετνάμ. Σήμερα, οι στρατιώτες φορούν κράνη που λειτουργούν ως ασπίδες και ασύρματοι ταυτόχρονα. Κατά την διάρκεια των πολέμων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ μόνο, οι ιατρικές βελτιώσεις είχαν μειώσει τον αριθμό των θανάτων από αυτοσχέδιες εκρηκτικές συσκευές (improvised explosive devices, IED) και πυρά μικρών όπλων. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, πολλοί σύγχρονοι πόλεμοι που αναφέρονται στην βάση δεδομένων του COW φαίνονται λιγότερο έντονοι. Κάποιοι μπορεί να μην ξεπεράσουν το κατώτατο όριο θνησιμότητας του COW και συνεπώς να αποκλειστούν [από το να θεωρηθούν πόλεμοι].

Η καλύτερη υγιεινή έχει αφήσει επίσης το σημάδι της, ιδίως οι βελτιώσεις στην καθαριότητα, την διανομή τροφίμων και τον καθαρισμό του νερού. Κατά την διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, οι γιατροί συχνά δεν έπλεναν τα χέρια και τα εργαλεία τους από ασθενή σε ασθενή. Οι γιατροί σήμερα γνωρίζουν για τα μικρόβια και την σωστή υγιεινή. Μια εκστρατεία έξι εβδομάδων κατά την διάρκεια του ισπανο-αμερικανικού πολέμου το 1898 οδήγησε σε 293 απώλειες, θανατηφόρες και μη θανατηφόρες, από την μάχη, αλλά και έναν εκπληκτικό αριθμό 3.681 απωλειών από διάφορες ασθένειες. Αυτό δεν ήταν μεμονωμένο. Στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877-78, σχεδόν το 80% των θανάτων προκλήθηκαν από ασθένειες. Επειδή η καταμέτρηση και κατηγοριοποίηση των θυμάτων σε έναν πόλεμο είναι διαβοήτως δύσκολη, αυτές οι στατιστικές δεν θα πρέπει να λαμβάνονται πολύ στα σοβαρά, αλλά απεικονίζουν ένα ευρύτερο νόημα: Καθώς η υγιεινή έχει βελτιωθεί, το ίδιο έχει κάνει και η επιβίωση στον πόλεμο. Η υγεία των στρατιωτών στρεβλώνει και τους θανάτους μάχης, καθώς οι άρρωστοι στρατιώτες είναι πιο πιθανό να πεθάνουν στη μάχη παρά οι πιο υγιείς στρατιώτες. Και οι στρατιωτικές μονάδες που αγωνίζονται σε πλήρη σύνθεση θα έχουν υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης από εκείνες που αποδεκατίζονται από ασθένειες.

06072020-2.jpg

Ένα αμερικανικό νοσοκομείο στο πεδίο της μάχης στην Γαλλία, το 1918. Wikimedia Commons
-------------------------------------------------------------

Επιπλέον, ορισμένες από τις προόδους που έχουν καταστήσει τον σύγχρονο πόλεμο λιγότερο θανατηφόρο, αν και όχι λιγότερο βίαιο, είναι πιο αναστρέψιμες από όσο φαίνονται. Πολλές εξαρτώνται από την ικανότητα να μεταφέρονται γρήγορα από αέρος οι τραυματίες σε νοσοκομείο. Για τον στρατό των ΗΠΑ, αυτό ήταν δυνατό στις ασύμμετρες συγκρούσεις εναντίον ανταρτών στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σχεδόν πλήρη έλεγχο των αιθέρων. Σε έναν πόλεμο μεγάλων δυνάμεων, όμως, η αεροπορική ισχύς θα είναι πολύ πιο ισομερώς κατανεμημένη, περιορίζοντας την ικανότητα των δύο πλευρών να εκκενώνουν τους τραυματίες τους μέσω του αέρα. Ακόμη και μια σύγκρουση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βόρειας Κορέας θα δοκιμάσει σκληρά τις δυνατότητες της medevac (medical evacuation) των ΗΠΑ, μετακινώντας περισσότερες απώλειες από την λίστα των «μη θανατηφόρων» σε εκείνη των «θανατηφόρων». Και ένας πόλεμος μεγάλων δυνάμεων θα μπορούσε να περιλαμβάνει χημικά, βιολογικά, ηλεκτρομαγνητικά ή πυρηνικά όπλα, τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο σπάνια ώστε δεν υπάρχουν καλά ιατρικά μοντέλα για την θεραπεία των θυμάτων τους.

Οι σκεπτικιστές ίσως να επισημάνουν ότι οι περισσότεροι πόλεμοι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν εμφύλιοι πόλεμοι, των οποίων τα μέρη ίσως δεν είχαν όντως πρόσβαση σε περίπλοκες ιατρικές εγκαταστάσεις και διαδικασίες -πράγμα που σημαίνει ότι η μείωση των θυμάτων είναι πιο πραγματική παρά τεχνητή. Αν και αυτό ισχύει για πολλές ομάδες ανταρτών, οι εμφύλιοι πόλεμοι επίσης τυπικά περιλαμβάνουν κρατικούς στρατούς, οι οποίοι επενδύουν στην σύγχρονη στρατιωτική ιατρική. Και ο πολλαπλασιασμός των οργανώσεων βοήθειας και ανάπτυξης από το 1945 έχει κάνει πολλές από αυτές τις προόδους διαθέσιμες, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, σε άμαχους πληθυσμούς και αντάρτες. Μια θεμελιώδης αρχή των ανθρωπιστικών οργανώσεων όπως η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού είναι η αμεροληψία, που σημαίνει ότι δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ των πολιτών και των μαχητών στην παροχή βοήθειας. Επιπλέον, οι ομάδες ανταρτών συχνά έχουν εξωτερικούς υποστηρικτές που τους παρέχουν εξοπλισμό μείωσης των απωλειών. (Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, απέστειλε θωράκιση σώματος στον εξεγερμένο Ελεύθερο Συριακό Στρατό στην αρχή του εμφυλίου πολέμου της Συρίας). Ως αποτέλεσμα, ακόμη και βάσεις δεδομένων που περιλαμβάνουν εμφύλιους πολέμους και χρησιμοποιούν ένα πολύ χαμηλότερο όριο θανάτων από όσο του COW, όπως η ευρέως αναφερόμενη βάση δεδομένων του Uppsala Conflict Data Program, μπορεί να καταλήξει να δίνει την εσφαλμένη εντύπωση ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι έχουν γίνει λιγότερο εκτεταμένοι όταν στην πραγματικότητα έχουν γίνει λιγότερο θανατηφόροι.

Η συλλογή δεδομένων ακριβείας σχετικά με τους τραυματίες σε εμφύλιους πολέμους είναι βέβαια δύσκολη. Όπως αναφέρει μια πρόσφατη έκθεση [5] από την μη κυβερνητική οργάνωση Action on Armed Violence, οι λιγότεροι πόροι για τους δημοσιογράφους και οι αυξανόμενες επιθέσεις σε εργαζόμενους στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας σημαίνουν ότι όσοι είναι πιο πιθανό να αναφέρουν τραυματίες, είναι λιγότερο ικανοί να το κάνουν αυτό σήμερα από όσο ήταν στο παρελθόν, κάτι που οδηγεί πιθανώς σε υποτίμηση του αριθμού [των τραυματιών]. Έτσι προκύπτουν αμφίβολες στατιστικές από συγκρούσεις όπως ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας, με τις αναφορές των μέσων ενημέρωσης να δείχνουν ότι η αναλογία των τραυματισμένων προς τους σκοτωμένους είναι σχεδόν ένας προς έναν από το 2011. Αλλά η κοινή λογική υποδηλώνει ότι ο πραγματικός αριθμός των τραυματισμών είναι πολύ μεγαλύτερος.

Αν κάποιος αγνοήσει αυτές τις τάσεις και παίρνει τις υπάρχουσες βάσεις δεδομένων κατά γράμμα, η εικόνα είναι ακόμα μακράν του να είναι ρόδινη. Ο μετρητής που διαχειρίζεται το Uppsala Conflict Data Program [6] δείχνει ότι ακόμη και σύμφωνα με τις υπάρχουσες βάσεις δεδομένων που ενδέχεται να υποτιμούν τον αριθμό των συγκρούσεων, ο αριθμός των ενεργών ένοπλων συγκρούσεων αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, και το 2016 έφθασε στο υψηλότερο σημείο από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Και πολλές από τις σημερινές συγκρούσεις διαρκούν περισσότερο από όσο διαρκούσαν προηγούμενες συγκρούσεις. Οι πρόσφατες εξάρσεις βίας στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το Μεξικό και την Υεμένη δείχνουν λίγα σημάδια ύφεσης.

Βεβαίως, η μείωση των θανάτων από μάχες, όταν εξετάζεται μόνη της, αποτελεί σημαντική νίκη για την ανθρώπινη ευημερία. Αλλά αυτό το επίτευγμα είναι αναστρέψιμο. Όπως ανέφερε ο πολιτικός επιστήμονας Bear Braumoeller στο βιβλίο του Only the Dead (Μόνο οι Νεκροί), οι πόλεμοι των τελευταίων δεκαετιών μπορεί να έχουν παραμείνει σχετικά μικροί σε μέγεθος, αλλά δεν υπάρχει λόγος να αναμένουμε ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί επ' αόριστον. Χρειάζεται μόνο να υπενθυμιστεί ότι τα χρόνια πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη θεωρείτο ότι ήταν σε «μακρά ειρήνη». Καμιά από τις σύντομες εχθροπραξίες μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, όπως η ισοπαλία μεταξύ γαλλικών και γερμανικών δυνάμεων στο Μαρόκο το 1911, ούτε οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 και του 1913 δεν μπόρεσαν να διαλύσουν αυτή την ιδέα. Ωστόσο, αυτές οι μικρές συγκρούσεις αποδείχθηκαν προάγγελοι μιας πολύ πιο καταστροφικής πυρκαγιάς.

Σήμερα, η μακρά σκιά των πυρηνικών όπλων φαινομενικά αποτρέπει την επανάληψη αυτού του σεναρίου. Η ανθρωπότητα έχει αποθέματα πυρηνικών κεφαλών που θα μπορούσαν να εξαλείψουν δισεκατομμύρια ζωές, και αυτό το τρομακτικό γεγονός, πολλοί υποστηρίζουν, απέτρεψε τις συγκρούσεις των μεγάλων δυνάμεων από το να εξελιχθούν σε πλήρους κλίμακας πολέμους. Αλλά η ιδέα ότι η στρατιωτική τεχνολογία έχει τροποποιήσει τόσο την δυναμική των συγκρούσεων ώστε να καταστήσει τον πόλεμο αδιανόητο δεν είναι καινούργια. Στο βιβλίο του, του 1899, Is War Now Impossible? (Είναι ο πόλεμος τώρα αδύνατος;), ο Πολωνός κεφαλαιούχος και στρατιωτικός θεωρητικός Jan Gotlib Bloch θεωρούσε ότι «η βελτιωμένη θανατηφόρα ικανότητα των όπλων» σήμαινε ότι «πολύ σύντομα θα δείτε ότι δεν θα πολεμούν καθόλου». Και το 1938 -μόλις ένα χρόνο πριν ο Χίτλερ εισβάλλει στην Πολωνία και αρκετά χρόνια πριν η πυρηνική τεχνολογία θεωρηθεί εφικτή- η Αμερικανίδα υπέρμαχος της ειρήνης Lola Maverick Lloyd προειδοποιούσε ότι «τα νέα θαύματα της επιστήμης και της τεχνολογίας μάς επιτρέπουν επιτέλους να φέρουμε στον κόσμο μας κάποιο μέτρο ενότητας˙ αν η γενιά μας δεν τα χρησιμοποιήσει για εποικοδομητικούς λόγους, θα χρησιμοποιηθούν λανθασμένα για να καταστραφεί αυτή [η γενιά] και όλος ο αργά κερδισμένους πολιτισμός του παρελθόντος σε έναν νέο και τρομερό πόλεμο».

Ίσως τα πυρηνικά όπλα να έχουν πραγματικά πιο αποτρεπτική δυναμική από τις προηγούμενες στρατιωτικές καινοτομίες -και όμως αυτά τα όπλα έχουν εισαγάγει νέους τρόπους με τους οποίους τα κράτη θα μπορούσαν να βρεθούν σε μια κατακλυσμιαία σύγκρουση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, κρατούν τους πυραύλους σε κατάσταση «εκτόξευσης μετά από προειδοποίηση» (“launch on warning”), πράγμα που σημαίνει ότι θα εκτοξεύσουν τους πυραύλους τους όταν θα πάρουν το μήνυμα ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια πυρηνική επίθεση του εχθρού. Αυτή η προσέγγιση είναι σίγουρα ασφαλέστερη από μια πολιτική πρόληψης (όπου η απλή πεποίθηση ότι η επίθεση ενός αντιπάλου είναι επικείμενη θα ήταν αρκετή για να προκαλέσει ένα χτύπημα από τις ΗΠΑ). Ωστόσο, με το να διατηρούνται τα πυρηνικά όπλα έτοιμα προς χρήση, η τρέχουσα πολιτική εξακολουθεί να δημιουργεί την πιθανότητα μιας τυχαίας εκτόξευσης, πιθανώς λόγω ανθρώπινου σφάλματος ή μιας τεχνικής δυσλειτουργίας.

ΜΙΚΡΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Συνολικά, η πρόσφατη ιστορία δεν δείχνει προς μια γενικότερη πτώση του πολέμου. Αλλά τι γίνεται με τον πόλεμο ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις; Ο ιστορικός John Lewis Gaddis περιφήμως αναφερόταν στην εποχή μετά το 1945 ως «η μακρά ειρήνη». Έχοντας αποτραπεί από τα πυρηνικά όπλα και κλειδωμένες σε ένα παγκόσμιο δίκτυο διεθνών οργανισμών, οι μεγάλες δυνάμεις απέφυγαν την επανάληψη της σφαγής των δύο παγκόσμιων πολέμων. Όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 2012, ήταν εν μέρει για αυτό το αξιοσημείωτο επίτευγμα.

Πράγματι, δεν υπήρξε τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η εποχή της ειρήνης των μεγάλων δυνάμεων είναι εδώ. Στην πραγματικότητα, οι παγκόσμιοι πόλεμοι του περασμένου αιώνα είναι ένα κακό μέτρο σύγκρισης, καθώς είχαν μικρή ομοιότητα με τους περισσότερους από τους πολέμους μεγάλων δυνάμεων που είχαν προηγηθεί. Ο Γαλλο-Αυστριακός πόλεμος του 1859 διήρκεσε λιγότερο από τρεις μήνες˙ ο Αυστριακο-Πρωσικός πόλεμος του 1866 κράτησε λίγο περισσότερο από έναν μήνα. Κάθε ένας από αυτούς παρήγαγε λιγότερους από 50.000 θανάτους στη μάχη. Ακόμη και ο Γαλλο-Πρωσικός πόλεμος του 1870-71, ο οποίος άνοιξε τον δρόμο για μια ενοποιημένη γερμανική αυτοκρατορία, διήρκεσε μόλις έξι μήνες και είχε ως αποτέλεσμα περίπου 200.000 θανάτους από μάχες. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι ήταν τάξεις μεγέθους διαφορετικοί από αυτές τις συγκρούσεις. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια και παρήγαγε περίπου 9 εκατομμύρια θανάτους από μάχες. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διήρκεσε έξι χρόνια και οδήγησε σε πάνω από 16 εκατομμύρια θανάτους στις μάχες.

Με άλλα λόγια, οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι Ι και ΙΙ έχουν στρεβλώσει σοβαρά την αίσθηση του τι είναι ο πόλεμος. Οι μελετητές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής τείνουν να βλέπουν αυτές τις συγκρούσεις ως εμβληματικές του πολέμου. Δεν είναι. Οι περισσότεροι πόλεμοι είναι σχετικά σύντομοι και διαρκούν λιγότερο από έξι μήνες. Τείνουν να έχουν ως αποτέλεσμα 50 ή και λιγότερους θανάτους από μάχες κάθε ημέρα -αριθμός που ωχριά σε σύγκριση με τα στοιχεία που παρήχθησαν κατά την διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (πάνω από 5.000 νεκροί ημερησίως) και τον Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου (πάνω από 7.000 την ημέρα). Στην πραγματικότητα, εάν αποκλείσουμε αυτά τα δύο ακραία παραδείγματα, τα ποσοστά θανάτων στις μάχες από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το 1914 είναι σύμφωνα με αυτά των δεκαετιών από το 1945 και μετά.

Στην πραγματικότητα, υπήρξαν πολλοί πόλεμοι μεγάλων δυνάμεων μετά το 1945. Αλλά σπάνια αναγνωρίζονται ως τέτοιοι επειδή δεν μοιάζουν με τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Περιλαμβάνουν τον πόλεμο της Κορέας, στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπισαν δυνάμεις από την Κίνα και την Σοβιετική Ένωση, και τον πόλεμο του Βιετνάμ, ο οποίος επίσης έβαλε τις Ηνωμένες Πολιτείες ενάντια στις κινεζικές δυνάμεις. Και στις δύο περιπτώσεις, μεγάλες δυνάμεις πολέμησαν άμεσα μεταξύ τους.

Ο κατάλογος των πρόσφατων συγκρούσεων μεγάλων δυνάμεων αυξάνεται πολύ περισσότερο εάν συμπεριληφθούν περιπτώσεις πολέμου δια πληρεξουσίων. Από την υποστήριξη των ΗΠΑ στους Μουτζαχεντίν που μάχονταν τις σοβιετικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μέχρι τις ξένες αντιπαλότητες που παίζονται στην Συρία και την Ουκρανία, οι μεγάλες δυνάμεις μάχονται τακτικά μεταξύ τους χρησιμοποιώντας την στρατιωτική δουλειά άλλων. Μια τέτοια εξωτερική ανάθεση (outsourcing) ανθρώπινου δυναμικού δεν αποτελεί πρόσφατη εφεύρεση και είναι στην πραγματικότητα ένα σχετικά φυσιολογικό χαρακτηριστικό του πολέμου μεγάλων δυνάμεων. Εξετάστε την πορεία του Ναπολέοντα στην Ρωσία το 1812. Η εισβολή είναι διαβόητη για την φθορά που υπέστη η Grande Armée (Μεγάλη Στρατιά) καθώς προωθείτο ανατολικά. Πολύ λιγότερο γνωστό είναι ότι παρά το τεράστιο μέγεθος των πάνω από 400.000 ανδρών, η δύναμη σε μεγάλο βαθμό δεν ήταν γαλλική. Οι ξένοι μαχητές, είτε ήταν μισθοφόροι είτε στρατολογημένοι από κατακτημένες περιοχές, αποτελούσαν την συνολική πλειοψηφία των στρατευμάτων που ξεκίνησαν να εισβάλλουν στην Ρωσία. (Πολλοί από αυτούς σύντομα κουράστηκαν να βαδίζουν στην καλοκαιρινή ζέστη και εγκατέλειψαν τον συνασπισμό, συρρικνώνοντας τις δυνάμεις του Ναπολέοντα κατά περισσότερο από το μισό, προτού να κάνει καν το ένα τέταρτο της διαδρομής της εκστρατείας). Ωστόσο, η εξάρτησή του από τα ξένα στρατεύματα επέτρεψε στον Ναπολέοντα να τοποθετήσει το βάρος των μαχών σε μη Γάλλους, και σύμφωνα με πληροφορίες δήλωσε στον Αυστριακό πολιτικό Klemens von Metternich ότι «οι Γάλλοι δεν μπορούν να παραπονεθούν για μένα˙ για να τους γλιτώσω, θυσίασα τους Γερμανούς και τους Πολωνούς».

06072020-3.jpg

Ο Ναπολέων στη Μόσχα, το 1812, πίνακας του Albrecht Adam. Wikimedia Commons
--------------------------------------------------------------

Με απλά λόγια, οι πιο βίαιες συγκρούσεις, ακόμη και ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, δεν μοιάζουν με τον Πρώτο ή τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό δεν γράφεται καθόλου για να μειώσει την σημασία αυτών των δύο πολέμων. Η κατανόηση του πώς συνέβησαν μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή μελλοντικών πολέμων ή τουλάχιστον στον περιορισμό της κλίμακάς τους. Αλλά για να προσδιοριστεί εάν ένας πόλεμος μεγάλων δυνάμεων βρίσκεται σε παρακμή απαιτείται μια σαφής εννοιολογική κατανόηση του τι είναι ένας τέτοιος πόλεμος: Μια κατανόηση που να αναγνωρίζει ότι οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι Ι και ΙΙ ήταν απαράμιλλοι σε κλίμακα και έκταση αλλά όχι οι τελευταίες περιπτώσεις συγκρούσεων μεγάλων δυνάμεων –μακράν τούτου. Η συμπεριφορά των κρατών δεν βελτιώθηκε αναγκαστικά. Στην πραγματικότητα, η φαινομενική μείωση της θανατηφόρας επίδρασης του πολέμου επισκιάζει μεγάλο μέρος από την φιλοπόλεμη συμπεριφορά.

ΜΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΕΤΕ ΠΟΛΥ ΝΩΡΙΣ

Η ιδέα ότι ο πόλεμος είναι όλο και περισσότερο ένα πράγμα από το παρελθόν δεν είναι μόνο λάθος˙ επιτρέπει επίσης ένα επιβλαβές είδος θριαμβολογίας. Η φαινομενική παρακμή του πολέμου δεν σημαίνει ότι ανθίζει η ειρήνη. Βεβαίως, οι πολίτες του Ελ Σαλβαδόρ, της Γουατεμάλας, της Ονδούρας και της Βενεζουέλας θα έχουν αντίρρηση για την αντίληψη ότι οι χώρες τους είναι ειρηνικές, αν και καμιά τους τεχνικά δεν είναι σε πόλεμο. Όπως έχει υποστηρίξει ο κοινωνιολόγος Johan Galtung, η αληθινή ειρήνη ή η «θετική ειρήνη» πρέπει επίσης να περιλαμβάνει στοιχεία ενεργητικής δέσμευσης και συνεργασίας, και παρόλο που η παγκοσμιοποίηση από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχει συνδέσει ανόμοιες κοινότητες, υπήρξαν και οπισθοδρομήσεις. Μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, υπήρχαν λιγότερα από δέκα συνοριακά τείχη στον κόσμο. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 70, από τα ενισχυμένα σύνορα μεταξύ των ΗΠΑ και του Μεξικού μέχρι τους φράχτες που χωρίζουν την Ουγγαρία και την Σερβία και μεταξύ της Μποτσουάνα και της Ζιμπάμπουε.

Ακόμη και όταν οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι φτάνουν σε ένα τέλος, απαιτείται προσοχή. Δείτε τους εμφύλιους πολέμους, πολλοί από τους οποίους τώρα καταλήγουν σε συνθήκες ειρήνης. Ορισμένες από αυτές, όπως η ειρηνευτική συμφωνία του 2016 στην Κολομβία, είναι περίτεχνα και φιλόδοξα κείμενα που καταλαμβάνουν πάνω από 300 σελίδες και πηγαίνουν πέρα από τις συνήθεις διαδικασίες αφοπλισμού για να αντιμετωπίσουν την αγροτική μεταρρύθμιση, την πολιτική για τα ναρκωτικά και τα δικαιώματα των γυναικών. Και όμως οι εμφύλιοι πόλεμοι που τελειώνουν με ειρηνευτικές συμφωνίες τείνουν να βυθίζονται ξανά σε ένοπλη σύγκρουση νωρίτερα από εκείνους που τελειώνουν χωρίς αυτές. Συχνά, αυτό που μοιάζει στην διεθνή κοινότητα ως μια ομαλή λήξη μιας σύγκρουσης είναι απλώς ένα μέσο ώστε τα αντιμαχόμενα μέρη να αποσυρθούν και να ανασυνταχθούν πριν ξεσπάσει εκ νέου η μάχη.

Παρομοίως, το γεγονός ότι η ανθρωπότητα είναι οπλισμένη ως τα δόντια ζορίζει την πεποίθηση ότι «οι καλύτεροι άγγελοι της φύσης μας» κερδίζουν. Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες είναι υψηλότερες σήμερα από όσο στην διάρκεια της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, ακόμα και όταν είναι προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό. Δεδομένου ότι οι χώρες δεν έχουν καταθέσει τα όπλα τους, μπορεί εύκολα να ισχύει ότι τα σημερινά κράτη δεν είναι ούτε πιο πολιτισμένα ούτε εγγενώς ειρηνικά, αλλά απλώς ασκούν αποτελεσματική αποτροπή. Αυτό δημιουργεί το ίδιο φάσμα όπως η ύπαρξη πυρηνικών όπλων: Μπορεί να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, αλλά υπάρχει μια πραγματική πιθανότητα να αποτύχει.

Ο ΦΟΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΣ

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, ωστόσο, δεν έγκειται σε μια λανθασμένη αίσθηση προόδου αλλά στον εφησυχασμό -αυτό που ο Αμερικανός δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο, Ruth Bader Ginsburg, σε διαφορετικό πλαίσιο, αποκάλεσε [7] το «να πετάς την ομπρέλα σου σε μια καταιγίδα επειδή δεν βρέχεσαι». Σε μια εποχή πολέμων δια πληρεξουσίων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας στην Συρία και την Ουκρανία, των αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν και της όλο και πιο δυναμικής Κίνας, το να υποτιμηθεί ο κίνδυνος ενός μελλοντικού πολέμου, θα μπορούσε να οδηγήσει σε θανατηφόρα λάθη. Οι νέες τεχνολογίες, όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) και τα κυβερνο-όπλα (cyberweapons), αυξάνουν αυτόν τον κίνδυνο, καθώς δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη πρέπει να ανταποκριθούν στην χρήση τους.

Πάνω απ' όλα, η υπερβολική αυτοπεποίθηση σχετικά με την παρακμή του πολέμου μπορεί να οδηγήσει τα κράτη να υποτιμήσουν το πόσο επικίνδυνα και γρήγορα μπορούν να κλιμακωθούν τυχόν συγκρούσεις, με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά: Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις που ξεκίνησαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλες ξεκίνησαν να διεξάγουν περιορισμένους προληπτικούς πολέμους, μόνο για να κλειδωθούν σε μια περιφερειακή πυρκαγιά. Στην πραγματικότητα, όπως παρατήρησε ο ιστορικός A. J. P. Taylor, «κάθε πόλεμος ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις … ξεκίνησε ως προληπτικός πόλεμος, όχι ως πόλεμος κατάκτησης».

Ένα ψεύτικο αίσθημα ασφάλειας θα μπορούσε να οδηγήσει τους σημερινούς ηγέτες να επαναλάβουν αυτά τα λάθη. Αυτός ο κίνδυνος παρουσιάζεται ακόμη περισσότερο σε μια εποχή λαϊκιστών ηγετών που αγνοούν τις ειδικές συμβουλές από διπλωμάτες, κοινότητες μυστικών υπηρεσιών και μελετητές και προτιμούν τις συντομεύσεις. Το ξεκοίλιασμα του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και η απορριπτική στάση του Trump προς την αμερικανική κοινότητα πληροφοριών είναι δύο παραδείγματα μιας ευρύτερης παγκόσμιας τάσης. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες μιας τέτοιας συμπεριφοράς είναι πιθανό να είναι βαθιά. Πολλές φορές, ο ισχυρισμός ότι ο πόλεμος βρίσκεται σε παρακμή μπορεί να γίνει μια αυτοκαταστροφική προφητεία, καθώς οι πολιτικοί ηγέτες ασχολούνται με πομπώδη ρητορική, στρατιωτικά θεάματα και αντιπαραγωγικές κατασκευές τοίχων με τρόπους που αυξάνουν τον κίνδυνο του πολέμου.

Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-10-15/war-not-over

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/2018-10-15/doomsday-...
[2] https://www.prio.org/Data/Armed-Conflict/Battle-Deaths/
[3] https://www.mitpressjournals.org/doi/full/10.1162/isec_a_00352?mobileUi=0
[4] http://www.correlatesofwar.org
[5] https://aoav.org.uk/2019/monitoring-explosive-violence-in-2018/
[6] https://ucdp.uu.se
[7] https://www.newyorker.com/news/amy-davidson/the-court-rejects-the-voting...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition