Η διολίσθηση της Πολωνίας προς την ομοφοβική πολιτική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διολίσθηση της Πολωνίας προς την ομοφοβική πολιτική

Όταν η ρητορική του Πούτιν συναντά τον λαϊκισμό του Τραμπ

Ο Πούτιν εκμεταλλεύτηκε και διόγκωσε τις ομοφοβικές κοινωνικές στάσεις όχι τόσο για να κερδίσει ψήφους Ρώσων, αλλά μάλλον για να κάνει τους Ρώσους να πάνε να ψηφίσουν στις κρατικά χειραγωγημένες εικονικές εκλογές του. Το 2018, ανησυχώντας για την χαμηλή προσέλευση, το Κρεμλίνο συμπεριέλαβε ένα σποτ στην διαφημιστική εκστρατεία του που υπονοούσε ότι εάν οι Ρώσοι δεν ψηφίσουν στις εκλογές, ενδέχεται να υποβληθούν σε αναγκαστικές «ομοφυλόφιλες συγκατοικήσεις» [6]. Και φέτος, πριν από το δημοψήφισμα της 1ης Ιουλίου στο οποίο ο Πούτιν εξασφάλισε τις συνταγματικές αλλαγές που του επιτρέπουν να παραμείνει στην εξουσία για δύο επιπλέον θητείες, πακετάρισε την λαβή του στην εξουσία με μια συνταγματική απαγόρευση του γάμου ατόμων του ιδίου φύλου και προσπάθησε για άλλη μια φορά να ενθαρρύνει την προσέλευση με μια διαφημιστική καμπάνια που τροφοδοτούσε την ομοφοβία [7].

Ο Πούτιν εξήγαγε επίσης τους αντι-ομοφυλοφιλικούς νόμους και προπαγάνδα της Ρωσίας προκειμένου να επιτύχει τους γεωπολιτικούς του στόχους. Δεδομένου ότι η διεφθαρμένη πετρελαϊκή οικονομία της Ρωσίας δεν είναι ένα συναρπαστικό μοντέλο για να το μιμηθεί κανείς, κατέφυγε στην χρήση κοινωνικών ζητημάτων για την ενίσχυση των ολιγαρχικών συμμάχων του σε πρώην σοβιετικά κράτη και για να διαταράξει τις πολιτικές κινήσεις προς την Ευρώπη. Ως εκ τούτου, σε χώρες όπως η Γεωργία και η Ουκρανία, τα πολιτικά κόμματα, οι ολιγάρχες και τα μέσα ενημέρωσης που συνδέονται με την Ρωσία έχουν προωθήσει την ιδέα ότι η σύνδεση με την ΕΕ θα αναγκάσει την υιοθέτηση των δικαιωμάτων των LGBTQ. Και στο Κιργιστάν, τη Μολδαβία και το Καζακστάν έχουν γίνει προσπάθειες αντιγραφής του νόμου της κατά των ΛΟΑΤΚ «προπαγάνδας» [8] που υιοθετήθηκε από την Κρατική Δούμα. Με το να διαδίδει μια τέτοια ομοφοβική πολιτική στο «εγγύς εξωτερικό» της Ρωσίας, ο Πούτιν ελπίζει να χρησιμοποιήσει το φάντασμα των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚ για να πείσει τους ανθρώπους να μην αμφισβητήσουν το μη δημοκρατικό καθεστώς.

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ «ΑΛΛΟΝ»

Η πρόσφατη πολιτική ιστορία της Πολωνίας είναι έμφορτη. Αφού κινήθηκε πιο γρήγορα από ό, τι άλλα μετακομμουνιστικά κράτη για να εφαρμόσει δύσκολες πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην δεκαετία του 1990, στα μέσα της πρώτης δεκαετίας αυτού του αιώνα η Πολωνία ανακηρύχθηκε ως παράδειγμα προς μίμηση για τις μεταρρυθμίσεις: η οικονομική της ανάπτυξη και η υγιής δημοκρατία που χαρακτηρίστηκαν από διαδοχικές κυβερνήσεις συνασπισμού -μαζί με την επίτευξη ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ- παρείχαν εύκολες αποδείξεις για την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων και τις δυνατότητες των μετακομμουνιστικών κοινωνιών. Μετά την οικονομική κρίση και την επακόλουθη ευρωπαϊκή και παγκόσμια ύφεση, ωστόσο, το όλο και πιο δεξιό και λαϊκιστικό κόμμα «Νόμου και Δικαιοσύνης» (PiS) κέρδισε την κεντροδεξιά, οικονομικά φιλελεύθερη «Πολιτική Πλατφόρμα» για να πάρει την εξουσία στο κοινοβούλιο το 2015 με απόλυτη πλειοψηφία -η πρώτη τέτοια κυβέρνηση στην μετακομμουνιστική ιστορία της Πολωνίας. Έκτοτε, οι ηγέτες του PiS επιτέθηκαν στην ανεξαρτησία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, εξέδωσαν νόμους που περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης, και πολιτικοποίησαν τον εθνικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό. Πριν από λιγότερο από μια δεκαετία, η Πολωνία φαινόταν να είναι μια ενοποιημένη ευρωπαϊκή δημοκρατία˙ τα τελευταία χρόνια, αυτή η εικόνα έχει αρχίσει να παρουσιάζει ρωγμές.

Παρ’ όλους τους παραλληλισμούς μεταξύ της ομοφοβικής πολιτικής του Πούτιν και του Ντούντα, ο Ντούντα δεν είναι απλώς το πιο πρόσφατο παράδειγμα ενός ηγέτη που μιμείται το μοντέλο του Πούτιν σε μια χώρα που συνορεύει με την Ρωσία. Τόσο η εγχώρια πολιτική κατάσταση όσο και το γεωπολιτικό πλαίσιο είναι διαφορετικά. Οι πολιτικές δομές και οι εκλογές της Πολωνίας είναι αυτές μιας συνταγματικής δημοκρατίας και όχι ενός αυταρχικού πετρο-κράτους. Σε αντίθεση με τον Πούτιν, ο Ντούντα επιδιώκει πραγματικά να κερδίσει τις εκλογές. Και σε αντίθεση με, για παράδειγμα, την Ουκρανία ή την Γεωργία, η Πολωνία δεν αγωνίζεται να ορίσει τις πολιτικές της σχέσεις και τις σχέσεις ασφαλείας της (και ο Πούτιν δεν μπορεί να εμποδίσει την ενσωμάτωσή της με την Δύση). Η Πολωνία είναι ήδη μέρος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Η ομοφοβική πολιτική του Duda, όπως και η υπόλοιπη λαϊκιστική ατζέντα του κόμματος του, βασίζεται πολύ περισσότερο στις παγκόσμιες μετατοπίσεις στην πολιτική οικονομία που έχουν προκαλέσει την ανάδυση του δεξιού λαϊκισμού σε πολλές δημοκρατικές χώρες. Έτσι, ενώ έχει υιοθετήσει το περιεχόμενο της ομοφοβικής πολιτικής του Πούτιν, η λειτουργία της αντι-ΛΟΑΤΚ ρητορικής του Ντούντα είναι πιο κοντά στην αντι-μουσουλμανική ή αντι-μεταναστευτική ρητορική του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Επιδιώκοντας να κερδίσει ένα πλεονέκτημα στις δημοκρατικές εκλογές, ο Ντούντα και το κόμμα του προσπάθησαν, απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την παγκοσμιοποίηση, να επιβεβαιώσουν μια πιο στενή εθνική ταυτότητα, αποκαθαρμένη μέσω της νοσταλγίας.

Η Πολωνία δεν έχει μεγάλες εθνοτικές, φυλετικές ή θρησκευτικές μειονότητες: το μεγαλύτερο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού της Πολωνίας χάθηκε στο Ολοκαύτωμα, και αυτό, σε συνδυασμό με τον επανασχεδιασμό των συνόρων και το γεγονός ότι κατά την κομμουνιστική εποχή υπήρχε λίγη μετανάστευση, έκανε την Πολωνία σχετικά ομοιογενή κοινωνία. Έτσι σε μια εποχή που ο οικονομικός λαϊκισμός που έφερε σαρωτικά το PiS στην εξουσία -όπως οι πληρωμές σε μετρητά που έγιναν σε πολωνικές οικογένειες για κάθε παιδί- έχει παλιώσει ως είδηση, η επίθεση στους ΛΟΑΤΚ ως τον απειλητικό «άλλο» είναι ένας τρόπος να προσελκυσθεί η βάση του PiS και να γίνει βέβαιο ότι θα εμφανιστεί στην κάλπη.