Η Τουρκία, η συριακή κρίση και ο πόλεμος στην Λιβύη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία, η συριακή κρίση και ο πόλεμος στην Λιβύη

Πώς μεταλλάχθηκε η τουρκική εξωτερική πολιτική
Περίληψη: 

Η Άγκυρα εστίασε όλο και βαθύτερα την προσοχή της σε συνθήκες κρίσης και αυξημένης έντασης, με αποτέλεσμα αυτό να καταστεί το νέο μοτίβο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Πλέον, η Άγκυρα δεν αποφεύγει τις κρίσεις της Μέσης Ανατολής, όπως στο παρελθόν. Έλκεται από τις κρίσεις.

Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΑΡΛΗΣ είναι διδάκτωρ Γεωπολιτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης και η επιθετική πολιτική της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο συνδέονται άμεσα με την όλο και βαθύτερη εμπλοκή της στις πρόσφατες κρίσεις της Μέσης Ανατολής. Μέσα σε αυτήν την δεκαετία των κρίσεων, από την έναρξη των αραβικών εξεγέρσεων και με καταλυτικό γεγονός τον πόλεμο στην Συρία, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει υποστεί μια δομική μετάλλαξη. Αντιλαμβανόμενη τις αραβικές εξεγέρσεις και κυρίως την κρίση στην Συρία ως μια μεγάλη ευκαιρία να απλώσει την περιφερειακή της επιρροή, η Άγκυρα αντέστρεψε την τουρκική πολιτική στη Μέση Ανατολή και από την αποφυγή των κρίσεων της περιοχής κινήθηκε με ταχύτητα προς την εμπλοκή, με άξονες το σουνιτικό Ισλάμ και την πολιτική της καθεστωτικής αλλαγής στην Δαμασκό.

21072020-1.jpg

Διαδηλωτές κοντά σε τουρκική σημαία κατά την διάρκεια διαδήλωσης υπέρ του τουρκικού στρατού και των Σύρων ανταρτών που υποστηρίζονται από την Τουρκία, στο Azaz της Συρίας, στις 2 Μαρτίου 2020. REUTERS/Khalil Ashawi
---------------------------------------------------------------

Στην αρχή του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, είχε δηλώσει στο τουρκικό κοινοβούλιο πως «μια νέα Μέση Ανατολή πρόκειται να γεννηθεί και εμείς θα είμαστε ιδιοκτήτης, πρωτοπόρος και υπηρέτης αυτής της νέας Μέσης Ανατολής» [1]. Πράγματι, η παρέμβαση της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας αντανακλούσε αυτήν την φιλοδοξία. Από τον Μάρτιο έως και τον Αύγουστο του 2011 η Τουρκία είχε προσπαθήσει να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο, προσδοκώντας πως οι έως τότε καλές σχέσεις Άγκυρας-Δαμασκού θα έπειθαν τον Μπασάρ αλ Άσαντ να προχωρήσει σε πολιτικές υποχωρήσεις προς την αντιπολίτευση [2]. Με αυτόν τον τρόπο, η Άγκυρα ήλπιζε σε αναβάθμιση του περιφερειακού της ρόλου, αλλά και σε μεγαλύτερη πολιτική συμμετοχή της συριακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, της ισλαμιστικής οργάνωσης με την οποία η κυβέρνηση Ερντογάν διατηρεί στενές επαφές σε περιφερειακό επίπεδο.

Ωστόσο, τον Αύγουστο του 2011 η τουρκική επιδίωξη οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα τη μεταστροφή της πολιτικής της Άγκυρας ως προς τον Μπασάρ αλ Άσαντ και την κρίση στην Συρία. Η Τουρκία προσέφερε την στήριξή της προς τους Σύριους αντικαθεστωτικούς και έθεσε την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στο επίκεντρο της συριακής πολιτικής της [3]. Είναι πλέον σαφές πως έως τις αρχές του 2012, η κυβέρνηση Ερντογάν έβλεπε την κλιμάκωση του συριακού εμφυλίου πολέμου ως ευκαιρία για την επέκταση της τουρκικής πολιτικής επιρροής στην Συρία αλλά και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες και συγκεκριμένα από την συρο-τουρκική κρίση του 1957, η Άγκυρα ενεπλάκη με τόσο έντονο τρόπο σε μια μεγάλη κρίση στο σύστημα της Μέσης Ανατολής. Ο στόχος της ανατροπής του συριακού καθεστώτος ωθούσε ταυτοχρόνως σε ανατροπή της τουρκικής πολιτικής που χαρακτηριζόταν από την διατήρηση απόστασης ασφαλείας από τις πολλές και επικίνδυνες κρίσεις της περιοχής. Στην διάρκεια αυτής της μεταστροφής, η κυβέρνηση του ΑΚΡ άρχισε να μετατοπίζει όλο και περισσότερο στον πυρήνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής το σουνιτικό Ισλάμ με στόχο την διεύρυνση της επιρροής της στη Μέση Ανατολή.

Κατά την άσκηση της νέας πολιτικής της στην συριακή κρίση, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά για την Άγκυρα. Στην προσπάθειά της να επεκτείνει την επιρροή της νοτίως των συνόρων της, από τη Μεσόγειο και την Δαμασκό έως το βόρειο Ιράκ, η κυβέρνηση Ερντογάν βασίστηκε σε μια γρήγορη ανατροπή του αλαουιτικού καθεστώτος των Άσαντ και στην ανάδυση μιας νέας σουνιτικής κυβέρνησης με την συμμετοχή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Ωστόσο, η στρατιωτική στήριξη που έλαβε το καθεστώς Άσαντ από τους περιφερειακούς του συμμάχους -το Ιράν, την Ρωσία και την Χεζμπολά του Λιβάνου- έδωσαν την δυνατότητα στον Μπασάρ αλ Άσαντ να αντέξει και να διατηρηθεί στην εξουσία. Επιπλέον, η υποχώρηση των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων από την βόρεια Συρία, εν μέρει για να υποστηριχθεί το καθεστώς στα αστικά κέντρα της χώρας, αλλά και ως αντίδραση στη μεταστροφή της τουρκικής πολιτικής, δημιούργησε αυτομάτως ένα νέο κουρδικό ζήτημα για την Άγκυρα, αυτήν την φορά στα συρο-τουρκικά σύνορα. Από τον Ιούλιο του 2012, μετά την αποχώρηση των κυβερνητικών δυνάμεων, οι μονάδες του συρο-κουρδικού YPG διεύρυναν τον έλεγχό τους κατά μήκος των συνόρων έως ανατολικά του Χαλεπιού [4].

Την ίδια ακριβώς περίοδο κατά την οποία η Άγκυρα έβλεπε την ανάδυση του κουρδικού ζητήματος στα σύνορα με την Συρία, ο σχηματισμός κυβέρνησης στο Κάιρο από την αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα έδωσε την δυνατότητα στην κυβέρνηση Ερντογάν να ελπίζει πως η νέα πολιτική της, με άξονα το σουνιτικό Ισλάμ, θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικά οφέλη και να αναβαθμίσει την περιφερειακή της θέση στην Ανατολική Μεσόγειο. Όμως έναν χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 2013, η Άγκυρα είδε τις φιλοδοξίες να εξανεμίζονται μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Μόρσι από τις αιγυπτιακές ένοπλες δυνάμεις.

Ταυτοχρόνως, η εμπλοκή της Άγκυρας στην αιγυπτιακή κρίση είχε φέρει την Τουρκία σε διένεξη με την Σαουδική Αραβία, η οποία αντιμετωπίζει τη Μουσουλμανική Αδελφότητα ως ιδεολογικό και περιφερειακό εχθρό και είχε στηρίξει ευθέως την ανατροπή Μόρσι από τις ένοπλες δυνάμεις της Αιγύπτου. Μετά την αιγυπτιακή κρίση του 2013, η διένεξη Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας θα εξελισσόταν σε περιφερειακή αντιπαράθεση, όχι πλέον μόνο για το μέλλον της Αιγύπτου, αλλά και για την σουνιτική ηγεμονία στη νέα Μέση Ανατολή. Σε αυτήν την περιφερειακή αντιπαράθεση, η Τουρκία συνέκλινε στρατηγικά με το Κατάρ, το οποίο επίσης διατηρεί στενές επαφές με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και επιχειρεί να απαγκιστρωθεί από την σαουδαραβική περιφερειακή πολιτική [5].