Γιατί αποτυγχάνει η Τουρκία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί αποτυγχάνει η Τουρκία

Γεωστρατηγική σύνθεση και τουρκική ενεργειακή πολιτική*

Το συγκεκριμένο γεγονός πλήττει καίρια το κύρος της χώρας, αλλά αναδεικνύει και τα όρια της επιθετικότητάς της. Αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου διατυπώθηκαν μεγαλεπήβολοι στόχοι με ρητές αναφορές στους υδρογονάνθρακες των μετασοβιετικών δημοκρατιών και της Μέσης Ανατολής, κατόπιν αυτοί κατέρρευσαν και εν τέλει, θεμελιώθηκε μια ετεροβαρής ενεργειακή σχέση με την Ρωσία, η οποία έχει τεθεί επίσης σε κίνδυνο κατ’ εξακολούθηση. Η τουρκική στρατηγική έχει γνωρίσει και συνεχίζει να γνωρίζει παλινωδίες. Το ίδιο, άλλωστε, διαφάνηκε μέσω και της περίφημης –Νταβουτόγλειας εμπνεύσεως– πολιτικής των «μηδενικών προβλημάτων», η οποία έχει εξελιχθεί σε «πολλαπλασιασμό προβλημάτων» σχεδόν με τους πάντες.

ΤΟ ΜΕΤΑΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΑΙΓΝΙΟ ΚΑΙ Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η απαρχή της εκδήλωσης των φιλοδοξιών τοποθετείται αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την ευκαιρία ένταξης των περί την Κασπία κρατών στις λειτουργίες της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς. Το τέλος του κεντρικού σχεδιασμού και η είσοδος του καπιταλισμού, δηλαδή, ταυτίστηκε με ευκαιρίες σύνδεσης των υδρογονανθράκων της Κασπίας με τις καταναλώτριες αγορές της Δύσης διαμέσου της Τουρκίας. Η δεσπόζουσα γεωγραφική θέση της Τουρκίας επί του «Ενεργειακού Διαδρόμου Ανατολής-Δύσης» (East-West Energy Corridor) ενισχύθηκε εξαιτίας της επιθυμίας της Δύσης να παρακαμφθεί το ρωσικό έδαφος σε αυτή τη νέα εποχή ενεργειακής συνεργασίας. Ο γενικός διακηρυττόμενος στόχος αφορούσε την διαφοροποίηση των διόδων μεταφοράς, καθώς η Ρωσία αποτελούσε τον αποκλειστικό διαμετακομιστή των υδρογονανθράκων των περί την Κασπία ομόσπονδων κρατών ήδη από την εποχή της ΕΣΣΔ.

Έτερη απορριφθείσα εναλλακτική λύση ήταν εκείνη του Ιράν στο οποίο, όμως, είχε επιβληθεί επί πολλά έτη εμπάργκο. Τέλος, οι δημοκρατίες του Καυκάσου, οι οποίες θα δύναντο να αναλάβουν το έργο της διαμετακόμισης των ενεργειακών προϊόντων της Κασπίας, εκτός του ότι είναι οικονομικά ισχνές για να προχωρήσουν σε μεγάλα επενδυτικά σχέδια, αντιμετωπίζουν το φάσμα των ρωσικών πιέσεων και οι δυνατότητές τους αφορούν τον γεωγραφικό χώρο έως τον Εύξεινο Πόντο. Εντούτοις, ακόμη και αυτή η λύση του Ευξείνου Πόντου ακυρώθηκε τεχνηέντως από την Άγκυρα με πρόσχημα τον περιβαλλοντικό κίνδυνο για τα Στενά του Βοσπόρου και την Κωνσταντινούπολη. Συνεπώς, η συνεργασία με την Τουρκία με σκοπό την έξοδο των υδρογονανθράκων της Κασπίας κατ’ αρχάς στη Μεσόγειο κρίθηκε αναγκαία. Παρόμοιες ευκαιρίες υπήρξαν και στη Μέση Ανατολή, εξαιτίας τόσο της αυξημένης παγκόσμιας ζήτησης μεταψυχροπολεμικά, αλλά και υπαρχουσών υποδομών όπως ο αγωγός πετρελαίου Kirkuk-Ceyhan.

Σε γενικές γραμμές, η Τουρκία έχει δείξει να αναγνωρίζει το συγκεκριμένο πλεονέκτημα της γειτνίασης με τις περιφέρειες του Καυκάσου, της Κεντρικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Βορείου Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου, οι οποίες διαθέτουν περισσότερο από το 72% των παγκοσμίων αποθεμάτων πετρελαίου και το 71% φυσικού αερίου, ενώ είναι ενδεικτικό ότι η Τουρκία αποτελεί κράτος διαμετακόμισης του 6-7% της παγκόσμιας πετρελαϊκής ζήτησης [5]. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ahmet Davutoğlu σημειώνει εύγλωττα ότι «χάριν της γεωγραφικής θέσης την οποία η Τουρκία απολαμβάνει, μέρος της εθνικής στρατηγικής της περιλαμβάνει την διευκόλυνση της μεταφοράς ενέργειας διαμέσου του εδάφους της, το οποίο τίθεται στο επίκεντρο του ενεργειακού διαδρόμου Ανατολής-Δύσης» [6]. Επιπροσθέτως, αυτός ο δυνητικός ρόλος έχει αναφερθεί ως μέσο υλοποίησης πολιτικών και στρατηγικών σκοπών με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο της σύνδεσης της ενέργειας με την ενταξιακή πορεία στην ΕΕ. Σύμφωνα με τον Τούρκο διπλωμάτη, Hakki Akil, «η Τουρκία, εντός του αμέσως προσεχούς μέλλοντος, θα αποτελεί την τέταρτη αρτηρία της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης» [7], ενώ κατά τον άλλοτε υπουργό Ενέργειας, Hilmi Güler, η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα καθίστατο πραγματικότητα «μέσω των αγωγών» [8].

Πράγματι, η πρακτική εκδήλωση της συγκεκριμένης ρητορικής ειδώθηκε στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ για την υλοποίηση του αγωγού φυσικού αερίου Nabucco, όπου η Άγκυρα διεκδίκησε δικαιώματα αποθήκευσης και μεταπώλησης σε πλήρη αντίθεση με το ενωσιακό κεκτημένο [9]. Μέσω της κατασκευής του Nabucco, η Τουρκία θα καθίστατο η τέταρτη ενεργειακή αρτηρία της Ευρώπης πέραν της Ρωσίας, της Βορείου Θάλασσας και της Βορείου Αφρικής συμβάλλοντας, τοιουτοτρόπως, αποφασιστικά προς την κατεύθυνση της επίτευξης διαφοροποίησης των διόδων μεταφοράς. Συγκεκριμένα, κατά την φάση των διαπραγματεύσεων για την υλοποίηση του έργου, η Τουρκία απαίτησε να διαθέτει το δικαίωμα παρακράτησης του 15% του αερίου του Nabucco έχοντας επίσης το δικαίωμα μεταπώλησής του σε τιμές τις οποίες θα καθόριζε η ίδια [10]. Επιθυμούσε, δηλαδή, να έχει έναν ρόλο οιονεί παραγωγού και κατ’ επέκταση, διαμορφωτή των κανόνων εμπορίας του ενεργειακού προϊόντος. Ο Τούρκος τότε πρωθυπουργός Recep Tayyip Erdoğan δήλωνε χαρακτηριστικά ότι «η κυβέρνησή του θα «επανακαθόριζε την θέση της» [σ.σ. σχετικά με τον αγωγό Nabucco] […] εάν η προσπάθεια ένταξής της στην ΕΕ παρεμποδιζόταν» [11], επιζητώντας τοιουτοτρόπως ανταλλάγματα με διακύβευμα την ομαλή ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης.

28072020-2.jpg

Ο Τούρκος [τότε] υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, απευθύνεται στα ΜΜΕ, στην Άγκυρα, στις 23 Φεβρουαρίου 2011. Πίσω του, ο χάρτης της Λιβύης… REUTERS/Umit Bektas
-----------------------------------------------------------------------------