Πώς πρέπει να προετοιμαστούμε απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς πρέπει να προετοιμαστούμε απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις μιας επιτυχούς αντίδρασης σε τυχαία ελληνοτουρκική εμπλοκή
Περίληψη: 

Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν πληθώρα εργαλείων με γνώμονα όχι μόνο την αποφυγή μιας ανεξέλεγκτης αντιπαράθεσης με την Τουρκία αλλά και για τον επιτυχή χειρισμό της, διαθέτοντας πληθώρα επιλογών και επιδιωκόμενων στόχων. Υψηλής αποτελεσματικότητας, όμως, πρέπει να είναι και η κυβέρνηση.

Ο ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ είναι Αντιστράτηγος (εα), υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (fainst.eu), διαλέκτης και συνεργάτης στην Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ)

Οι πρόσφατες δραστηριότητες του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Oruc Reis άνωθεν της ελληνικής υφαλοκρηπίδος και οι εκατέρωθεν συγκεντρώσεις αεροναυτικών δυνάμεων δημιουργούν κλίμα έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών και αυξάνουν τις πιθανότητες μια προσχεδιασμένης ή τυχαίας, σύγκρουσης.

Την παρούσα περίοδο, η πλειονότητα των εκτιμήσεων αποφαίνεται ότι η Άγκυρα δεν επιθυμεί μια ελληνοτουρκική σύγκρουση μεγάλης κλίμακος αλλά επικεντρώνεται στην εξάσκηση συνεχούς και πολύπλευρης πίεσης στην Αθήνα (πειθαναγκασμός) επιθυμώντας αρχικά την έναρξη διαπραγματεύσεων υπό ευνοϊκές για αυτήν προϋποθέσεις. Στον σχεδιασμό αυτό, μια στρατιωτική σύγκρουση -και μάλιστα μεγάλης κλίμακος- δεν περιλαμβάνεται, καίτοι η Άγκυρα πιθανόν να θεωρεί ότι μια μικρής έκτασης συμπλοκή θα ενίσχυε την πειστικότητα του τουρκικού πειθαναγκασμού. Σε μια ανάλογη μικρής κλίμακος εμπλοκή, το επιχειρησιακό αποτέλεσμα μικρή σημασία θα είχε καθώς δεν θα ανέτρεπε το συσχετισμό ισχύος αλλά θα προκαλούσε -τουλάχιστον έτσι φαίνεται να το αντιλαμβάνεται η Άγκυρα- ψυχολογικό κλονισμό στην ελληνική πλευρά, αναγκάζοντας την να αποδεχθεί μερικώς τις τουρκικές απαιτήσεις, συρόμενη σε έναν διάλογο σύμφωνα με τις ορέξεις του «Σουλτάνου».

24082020-1.jpg

Το τουρκικό σεισμικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis συνοδεύεται από πλοία του τουρκικού Ναυτικού καθώς ταξιδεύει στη Μεσόγειο Θάλασσα, έξω από την Αττάλεια, στις 10 Αυγούστου 2020. Turkish Defence Ministry/Handout via REUTERS
-----------------------------------------------------------------

Δεν σκοπεύουμε στο παρόν κείμενο να εξετάσουμε την ορθότητα αυτής της ενδεχόμενης τουρκικής αντίληψης απλά θα επισημάνουμε ότι ιστορικά, ανάλογες -με τις τουρκικές- ενέργειες [1] είχαν συνήθως το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Επίσης δεν θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα κατά πόσον είναι πιθανή μια ελληνοτουρκική στρατιωτική σύγκρουση ούτε και να προβλέψουμε το αποτέλεσμά της.

Η παρούσα συνοπτική ανάλυση περιορίζεται στην παρουσίαση σκέψεων για επιτυχή χειρισμό μιας αεροναυτικής εμπλοκής με έμφαση στην ενίσχυση των πιθανοτήτων ενός ημετέρου αποφασιστικού πλήγματος στον αντίπαλο εάν η σύγκρουση καταστεί αναπόφευκτη. Αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμη και η ευνοϊκή για εμάς εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν εξασφαλίζει την επίτευξη των εθνικών στόχων καθώς ο αντίπαλος θα ανασυνταχθεί και θα επανέλθει δριμύτερος σε σύντομο χρονικό διάστημα. Παρά ταύτα, η δυναμική αντίδραση, μεγάλης κλίμακος, υπό περιστάσεις ίσως καταστεί μονόδρομος για την Αθήνα -ενδεχομένως και πέραν των προθέσεών της- και χωρίς, μάλιστα, να υπάρχει ένας ξεκάθαρος πολιτικός επιθυμητός στόχος ή και η πρόβλεψη ενός «end state» παρά μόνο η επιδίωξη ενός συντριπτικού στρατιωτικού πλήγματος, προληπτικού ή ανταποδοτικού.

Μια ανάλογη εξέλιξη μπορεί να προκύψει είτε ως μια απόφαση της Ελλάδος για εξαπόλυση ενός προληπτικού πλήγματος είτε ως μια ταχύτατη κλιμάκωση, αποτέλεσμα μιας προσχεδιασμένης ή τυχαίας εμπλοκής [2]. Η πρώτη περίπτωση βασίζεται στην αξιολόγηση των πληροφοριών και στην εκτίμηση ότι η εχθρική (τουρκική) ενέργεια είναι επικείμενη και αναπόφευκτη. Πλέον των επιχειρησιακών σχεδιασμών και ικανοτήτων, προϋποθέτει την βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε μια παρακινδυνευμένη ενέργεια που θα πρέπει να δικαιολογηθεί επαρκώς έναντι της διεθνούς κοινότητας. Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, το κόστος ανάληψης επιθετικής ενέργειας (έστω και υπό τη νεφελώδη εκδοχή του προληπτικού πλήγματος) από ένα κράτος -στο μέγεθος της Ελλάδος- είναι δυσβάστακτο. Ακόμη, όμως, περισσότερο δυσβάστακτη είναι μια ήττα επί του πεδίου της μάχης. Σίγουρα τα Επιτελεία διαθέτουν ανάλογα σχέδια προληπτικών πληγμάτων βασιζόμενα σε ένα ευρύ φάσμα προϋποθέσεων και ενδεχόμενων επιλογών.

Η δεύτερη περίπτωση, αυτή της ταχύτατης κλιμάκωσης, εξασφαλίζει μια σχετικά ευκολότερη αντιμετώπιση των διεθνών συνεπειών αλλά επιχειρησιακά εμπεριέχει πολύ υψηλότερο βαθμό διακινδύνευσης έναντι της συνειδητής εξαπόλυσης προσχεδιασμένου προληπτικού κτυπήματος όπου θεωρητικά τουλάχιστον, η αρχική πρωτοβουλία (με όλα τα επιχειρησιακά πλεονεκτήματα) ανήκει στον επιτιθέμενο. Η περίπτωση της ταχύτατης κλιμάκωσης δύναται να προκύψει από την αλληλουχία των αντιδράσεων των διοικητών των αεροναυτικών μονάδων αμφοτέρων των πλευρών καθώς έκαστος εξ’ αυτών θα θεωρήσει ότι βρίσκεται υπό απειλή και δικαιούται να αναλάβει τις προβλεπόμενες ενέργειες «αυτοάμυνας». Η ακαριαία μετάπτωση από μια περιορισμένη -ενδεχομένως και τυχαία- στρατιωτική εμπλοκή σε μια ευρείας διάστασης επιτυχούς μαζικής προσβολής του αντιπάλου προϋποθέτει υψηλότατης αποτελεσματικότητας ένοπλες δυνάμεις από πλευράς έμψυχου και άψυχου υλικού, και άριστη προετοιμασία. Αναμφίβολα οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν πληθώρα εργαλείων (Εθνικοί Κανόνες Εμπλοκής [3], σχέδια επιχειρήσεων, συστήματα επικοινωνιών, εκπαιδευμένο προσωπικό κλπ) με γνώμονα όχι μόνο την αποφυγή της ανεξέλεγκτης αντιπαράθεσης αλλά και για τον επιτυχή χειρισμό της, διαθέτοντας πληθώρα επιλογών και επιδιωκόμενων στόχων.

Υψηλής αποτελεσματικότητας, όμως, πρέπει να είναι και η κυβέρνηση που καλείται από τον καιρό της ειρήνης να προκαθορίσει ευκρινώς τις συνθήκες και τα όρια μιας ανάλογης εμπλοκής προετοιμάζοντας, όχι μόνο τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά το σύνολο του κυβερνητικού μηχανισμού για μια παρόμοια εξέλιξη. Η κυριότερη προϋπόθεση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η άριστη συνεργασία μεταξύ πολιτικής εξουσίας και ηγεσίας του στρατεύματος ώστε να καταστεί δυνατή η προετοιμασία και η εξέλιξη των επιχειρήσεων κατά τέτοιο τρόπο -και σε τέτοιο βαθμό- ώστε να επιτευχθούν οι αντικειμενικοί στόχοι της πρώτης.