Η επερχόμενη μετα-COVID αναρχία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επερχόμενη μετα-COVID αναρχία

Η πανδημία προοιωνίζεται αρνητικά τόσο για την αμερικανική όσο και για την κινεζική ισχύ -και για την παγκόσμια τάξη*

Τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, ήταν έντονος ο ήχος των φελλών από σαμπάνιες σε ορισμένα τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής. Αυτό που κάποιοι παρατηρητές είχαν από καιρό δει ως την τεράστια γεωπολιτική φούσκα αυτής της εποχής άρχισε τελικά να ξεφουσκώνει. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, έλεγε το σκεπτικό, τελικά διαλυόταν, ως αποτέλεσμα της εμμονής της με το υπηρεσιακό απόρρητο, των αρχικών λαθών της στην αντίδραση στην επιδημία του νέου κορωνοϊού, και της εξάπλωσης της οικονομικής σφαγής σε ολόκληρη την χώρα.

02092020-1.jpg

Το USS Porter εξαπολύει έναν πύραυλο επιφανείας-εδάφους tomahawk, τον Απρίλιο του 2017. U.S. Navy Xinhua / eyevine / Redux
---------------------------------------------------------------------

Στην συνέχεια, καθώς η Κίνα άρχισε να ανακάμπτει και ο ιός μετανάστευσε στην Δύση τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, η παράλογη χαρά μετατράπηκε σε παράλογη απόγνωση. Οι σχολιαστές υποδέχθηκαν με οργή κάθε πιθανότητα ότι η πανδημία θα μπορούσε στην πραγματικότητα να βοηθήσει την Κίνα να αναδειχθεί θριαμβευτής στον τρέχοντα γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η ανησυχία ήταν ένα προϊόν της φαινομενικά πονηρής αναδιατύπωσης που έκανε η Κίνα στο αφήγημα σχετικά με την προέλευση του ιού, της βάναυσης αποτελεσματικότητας του κινεζικού αυταρχικού μοντέλου στην συγκράτησή του, και της παγκόσμιας εκστρατείας του Πεκίνου για [να προσφέρει] βοήθεια για την [ασθένεια] COVID. Ο εθνικιστικός σχολιασμός της ίδιας της Κίνας συνέχισε να συσσωρεύεται αυτάρεσκα, επιχαίροντας για την δυστυχία των Ηνωμένων Πολιτειών και σημειώνοντας την υποτιθέμενη αντίθεση μεταξύ της κινεζικής γενναιοδωρίας και της αμερικανικής αδιαφορίας: Ο «λαϊκός πόλεμος» ενάντια στην COVID-19 είχε κερδηθεί και οι αρετές του πολιτικού μοντέλου της Κίνας είχαν δικαιωθεί.

Ωστόσο, παρά τις καλύτερες προσπάθειες των ιδεολογικών πολεμιστών στο Πεκίνο και την Ουάσινγκτον, η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανό να αναδυθούν από αυτήν την κρίση σημαντικά συρρικνωμένες. Ούτε μια νέα Pax Sinica ούτε μια ανανεωμένη Pax Americana θα αναδυθούν από τα ερείπια. Αντίθετα, αμφότερες οι δυνάμεις θα αποδυναμωθούν, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Και το αποτέλεσμα θα είναι μια συνεχής αργή αλλά σταθερή μετάβαση προς την διεθνή αναρχία σε όλα, από την διεθνή ασφάλεια έως το εμπόριο και μέχρι την διαχείριση πανδημιών. Χωρίς κανέναν να διευθύνει την κίνηση, διάφορες μορφές αχαλίνωτου εθνικισμού αντικαθιστούν την τάξη και την συνεργασία. Η χαοτική φύση των εθνικών και παγκόσμιων αντιδράσεων στην πανδημία αντιπροσωπεύει έτσι μια προειδοποίηση για το τι θα μπορούσε να έρθει σε ακόμη ευρύτερη κλίμακα.

ΠΕΡΙ ΙΣΧΥΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ

Όπως και με άλλα σημεία ιστορικής καμπής, τρεις παράγοντες θα διαμορφώσουν το μέλλον της παγκόσμιας τάξης: Οι αλλαγές στην σχετική στρατιωτική και οικονομική ισχύ των μεγάλων δυνάμεων, το πώς αυτές οι αλλαγές θα εκληφθούν σε όλο τον κόσμο, και το ποιες στρατηγικές αναπτύσσουν οι μεγάλες δυνάμεις. Με βάση και τους τρεις παράγοντες, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν λόγο να ανησυχούν για την παγκόσμια επιρροή τους στον μετά την πανδημία κόσμο.

Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, η εθνική ισχύς της Κίνας έχει χτυπηθεί από αυτή την κρίση σε πολλά επίπεδα. Η επιδημία έχει ανοίξει σημαντικές πολιτικές διαφωνίες εντός του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, προκαλώντας ακόμη και ελάχιστα κεκαλυμμένη κριτική για το ιδιαίτερα συγκεντρωτικό στυλ ηγεσίας του προέδρου Xi Jinping. Αυτό αντανακλάται σε έναν αριθμό ημι-επίσημων σχολίων που έχουν μυστηριωδώς βρει τον δρόμο τους στον δημόσιο χώρο τον Απρίλιο. Το δρακόντειο lockdown του Xi στη μισή χώρα για μήνες για να καταστείλει τον ιό έχει επαινεθεί ευρέως, αλλά δεν ήρθε χωρίς πλήγματα. Η εσωτερική συζήτηση μαίνεται για τον ακριβή αριθμό των νεκρών και των μολυσμένων, σχετικά με τους κινδύνους των επιπτώσεων ενός δεύτερου κύματος καθώς η χώρα ανοίγει σιγά-σιγά, και για τη μελλοντική κατεύθυνση της οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής.

Η οικονομική ζημία ήταν τεράστια. Παρά τα δημοσιευμένα ποσοστά της Κίνας για την επιστροφή στην εργασία, κανενός ύψους εγχώριο κίνητρο στο δεύτερο εξάμηνο του 2020 δεν θα αντισταθμίσει την απώλεια της οικονομικής δραστηριότητας κατά το πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο. Η δραστική οικονομική συρρίκνωση [που σημειώνεται] μεταξύ των κυριότερων εμπορικών εταίρων της Κίνας θα εμποδίσει περαιτέρω τα σχέδια οικονομικής ανάκαμψης, δεδομένου ότι πριν από την κρίση, ο εμπορικός τομέας της [κινεζικής] οικονομίας αντιπροσώπευε το 38% του ΑΕΠ. Συνολικά, η ανάπτυξη του 2020 είναι πιθανό να είναι περίπου μηδενική -η χειρότερη επίδοση από την εποχή της Πολιτιστικής Επανάστασης πριν από πέντε δεκαετίες. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της Κίνας κυμαίνεται ήδη στο 310%, ενεργώντας ως τροχοπέδη σε άλλες κινεζικές προτεραιότητες δαπανών, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, της τεχνολογίας, της άμυνας και της ξένης βοήθειας. Και όλα αυτά έρχονται την παραμονή των εορτασμών για την εκατονταετία του κόμματος το 2021, χρονικό σημείο για το οποίο η ηγεσία είχε δεσμευτεί να διπλασιάσει το ΑΕΠ της Κίνας σε μια δεκαετία. Η πανδημία το καθιστά αυτό αδύνατο.

Όσο για την ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών, η χαοτική διοίκηση της κυβέρνησης Τραμπ άφησε μια ανεξίτηλη εντύπωση σε όλο τον κόσμο μιας χώρας ανίκανης να χειριστεί τις δικές της κρίσεις, πόσω μάλλον οποιουδήποτε άλλου. Το πιο σημαντικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να αναδύονται από αυτήν την περίοδο ως μια πιο διαιρεμένη πολιτεία παρά ως μια πιο ενωμένη, όπως θα συνέβαινε κανονικά μετά από μια εθνική κρίση αυτού του μεγέθους˙ αυτός ο συνεχιζόμενος κατακερματισμός του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου προσθέτει έναν ακόμη περιορισμό στην παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ.

Εν τω μεταξύ, οι συντηρητικές εκτιμήσεις βλέπουν την οικονομία των ΗΠΑ να συρρικνώνεται μεταξύ 6% και 14% το 2020, που είναι η μεγαλύτερη μεμονωμένη συστολή μετά την αποστράτευση στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις της Ουάσινγκτον είχαν σκοπό να σταματήσουν την πτώση που ανέρχεται ήδη στο 10% του ΑΕΠ, ωθώντας την αναλογία δημόσιου χρέους των ΗΠΑ προς το ΑΕΠ προς 100% -κοντά στο ρεκόρ της εποχής του πολέμου που ήταν στο 106%. Η θέση του αμερικανικού δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα επιτρέπει στην κυβέρνηση να συνεχίσει να πωλεί ομόλογα των ΗΠΑ για να χρηματοδοτεί το έλλειμμα. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα, το μεγάλης κλίμακας χρέος θα περιορίσει τις μετά την ανάκαμψη δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών δαπανών. Και υπάρχει επίσης ο κίνδυνος η τρέχουσα οικονομική κρίση να μετατραπεί σε μια ευρύτερη χρηματοπιστωτική κρίση, παρότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, οι άλλες κεντρικές τράπεζες του G-20 και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν μέχρι στιγμής καταφέρει να μετριάσουν αυτόν τον κίνδυνο.

Οι Κινέζοι ηγέτες έχουν μια απλή λενινιστική άποψη για την ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. Βασίζεται σε δύο θεμέλια: Τον στρατό των ΗΠΑ και το αμερικανικό δολάριο (συμπεριλαμβανομένου του βάθους και της ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών των ΗΠΑ που το υποστηρίζουν). Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες.

Όλα τα κράτη έχουν επίγνωση αυτού που οι λενινιστές αποκαλούν «αντικειμενική ισχύς» (“objective power”) και την προθυμία των μεγάλων δυνάμεων να την αναπτύξουν. Αλλά η αντίληψη της ισχύος είναι εξίσου σημαντική. Η Κίνα εργάζεται τώρα υπερωρίες για να αποκαταστήσει την τεράστια ζημιά στην παγκόσμια θέση της που προέκυψε από την γεωγραφική προέλευση του ιού και την αποτυχία του Πεκίνου να περιορίσει την επιδημία τους κρίσιμους πρώτους μήνες. Όποια κι αν είναι η νέα γενιά των «γερακιών» διπλωματών της Κίνας στο Πεκίνο, η πραγματικότητα είναι ότι η στάση της Κίνας έχει δεχθεί ένα τεράστιο πλήγμα (η ειρωνεία είναι ότι αυτά τα γεράκια προσθέτουν σε αυτήν την ζημιά, δεν την βελτιώνουν). Αντικινεζικές αντιδράσεις σχετικά με την εξάπλωση του ιού, συχνά φυλετικά φορτισμένες, έχουν παρατηρηθεί σε χώρες τόσο διαφορετικές όσο η Ινδία, η Ινδονησία και το Ιράν. Η κινεζική ήπια ισχύς κινδυνεύει να κουρελιαστεί.

Για διαφορετικούς λόγους, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εξέρχονται της κρίσης πολύ καλύτερα. Ο κόσμος έχει παρακολουθήσει με τρόμο καθώς ένας Αμερικανός πρόεδρος δεν ενεργεί ως ηγέτης του ελεύθερου κόσμου, αλλά ως κομπογιαννίτης φαρμακοποιός που προτείνει μη αποδεδειγμένες «θεραπείες». Έχει δει το τι σημαίνει το «Πρώτα η Αμερική» στην πράξη: Μην κοιτάτε προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για βοήθεια σε μια πραγματική παγκόσμια κρίση, γιατί δεν μπορούν καν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Κάποτε υπήρχε η αερογέφυρα των Ηνωμένων Πολιτειών για το Βερολίνο. Τώρα υπάρχει η εικόνα του [αεροπλανοφόρου] USS Theodore Roosevelt σακατεμένου από τον ιό, αναφορές ότι η διοίκηση προσπαθεί να πάρει τον αποκλειστικό έλεγχο ενός εμβολίου που αναπτύσσεται στην Γερμανία, και ομοσπονδιακή παρέμβαση για να σταματήσει η εμπορική πώληση εξοπλισμού ατομικής προστασίας στον Καναδά. Ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΕΣΜΕΥΣΗ

Η κρίση φαίνεται επίσης να κουρελιάζει πολλά από τα απομεινάρια της σχέσης ΗΠΑ-Κίνας. Στην Ουάσινγκτον, κάθε επιστροφή σε έναν προ του 2017 κόσμο «στρατηγικής δέσμευσης» με το Πεκίνο δεν είναι πλέον πολιτικά αποδεκτή. Μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα σημαίνει μεγαλύτερη αποσύνδεση και πιθανώς απόπειρα ανάσχεσης, που θα καθοδηγείται από τον ευρέως διαδεδομένο εθνικό θυμό της βάσης του Τραμπ για την προέλευση του ιού, αν και αυτή η στρατηγική θα καταστεί κατά καιρούς ασυνεπής από τις προσωπικές παρεμβάσεις του προέδρου. Σε μια διοίκηση Μπάιντεν, ο στρατηγικός ανταγωνισμός (και η αποσύνδεση σε ορισμένους τομείς) θα συνεχιστεί, πιθανότατα εκτελούμενος σε πιο συστηματική βάση και αφήνοντας κάποια περιθώρια συνεργασίας σε καθορισμένους τομείς, όπως το κλίμα, οι πανδημίες, και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αντίστοιχα, το Πεκίνο θα προτιμούσε την επανεκλογή του Τραμπ έναντι της εναλλακτικής, επειδή βλέπει αξία στην τάση του να σπάει τις παραδοσιακές συμμαχίες, να αποσύρεται από την πολυμερή ηγεσία, και να εκτροχιάζει επεισοδιακά την στρατηγική των ΗΠΑ για την Κίνα. Σε κάθε περίπτωση, η σχέση των ΗΠΑ με το Πεκίνο θα γίνει πιο συγκρουσιακή.

Στο Πεκίνο, η απάντηση της Κίνας στην ολοένα και πιο σκληρή στάση των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκεται υπό διεξοδική αναθεώρηση. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε το 2018, κατά την διάρκεια του πρώτου πλήρους έτους του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας. Τώρα έχει εντατικοποιηθεί, λόγω της πανδημίας και των διεθνών συνεπειών της. Η αναθεώρηση αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εσωτερικής συζήτησης στο Πεκίνο σχετικά με το κατά πόσον η εθνική στρατηγική της Κίνας, σε αυτό το στάδιο της οικονομικής και στρατιωτικής ανάπτυξής της, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια ανεπαρκώς μεταρρυθμιστική στο εσωτερικό και υπερβολικά δυναμική στο εξωτερικό.

Πριν από τον Xi, η στρατηγική ήταν η αναμονή έως ότου η συσχέτιση των οικονομικών και στρατιωτικών δυνάμεων μετατοπιστεί υπέρ της Κίνας προτού επιδιώξει σημαντικές προσαρμογές στην περιφερειακή και διεθνή τάξη -συμπεριλαμβανομένης της Ταϊβάν, της Θάλασσας της Νότιας Κίνας και της παρουσίας των ΗΠΑ στην Ασία. Υπό τον Xi, το Πεκίνο έχει γίνει πολύ πιο δυναμικό, παίρνοντας υπολογισμένα -και μέχρι στιγμής επιτυχημένα- ρίσκα για να επιφέρει αλλαγές επί του πεδίου, όπως αποδεικνύεται από την επαναδιεκδίκηση νησιών στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και από την Πρωτοβουλία Ζώνη και Οδός (BRI). Η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών σε αυτή την προσέγγιση είχε θεωρηθεί ότι είναι διαχειρίσιμη, αλλά αυτός ο υπολογισμός θα μπορούσε να αλλάξει σε έναν κόσμο μετά τον εμπορικό πόλεμο, και μετά την πανδημία. Ο Xi θα μπορούσε να επιδιώξει να μετριάσει τις εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες έως ότου η πανδημία χαθεί από την πολιτική μνήμη˙ ή, αντιμετωπίζοντας εσωτερικές προκλήσεις, θα μπορούσε να ακολουθήσει μια πιο εθνικιστική προσέγγιση στο εξωτερικό. Και οι δύο αυτές τάσεις πιθανότατα θα εμφανιστούν στην κινεζική πολιτική συμπεριφορά έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία αναθεώρησης της εσωτερικής πολιτικής της Κίνας, κάτι που ενδέχεται να μην συμβεί παρά λίγο πριν από το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος το 2022. Αλλά αν το στυλ του Σι μέχρι στιγμής αποτελεί οποιαδήποτε ένδειξη, είναι πιθανό ότι θα διπλασιάσει τις προσπάθειές του ενόψει οποιασδήποτε εσωτερικής διαφωνίας.

Αυτό θα σήμαινε την σκλήρυνση της στάσης της Κίνας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων όπως η Ταϊβάν, που αποτελεί το πιο αποσταθεροποιητικό στοιχείο της σχέσης ΗΠΑ-Κίνας. Το Πεκίνο είναι πιθανό να οξύνει την στρατηγική του για συρρίκνωση του διεθνούς χώρου της Ταϊβάν, ακόμη και καθώς εντείνονται οι προσπάθειες των ΗΠΑ να διασφαλίσουν την επανεισδοχή της Ταϊβάν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Δεδομένου ότι αυτό έρχεται σε συνέχεια άλλων πρόσφατων προσπαθειών των ΗΠΑ για αναβάθμιση της σε επίσημο επίπεδο εμπλοκής μεταξύ Ουάσιγκτον και Ταϊπέι, η κατανόηση της «πολιτικής της μιας Κίνας» που στήριξε την ομαλοποίηση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας το 1979 θα μπορούσε να αρχίσει να ξηλώνεται. Εάν καταρρεύσουν αυτές οι συνεννοήσεις, η προοπτική κάποιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης για την Ταϊβάν, ακόμη και ως το ακούσιο αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης διαχείρισης κρίσης, μετακινείται ξαφνικά από το αφηρημένο στην πραγματικότητα.

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ;

Πριν από την τρέχουσα κρίση, η μεταπολεμική φιλελεύθερη διεθνής τάξη είχε ήδη αρχίσει να κατακερματίζεται. Η στρατιωτική και οικονομική ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών, η γεωπολιτική βάση στην οποία στηρίχθηκε η τάξη, αμφισβητήθηκε από την Κίνα, πρώτα περιφερειακά και πιο πρόσφατα, παγκοσμίως. Η κυβέρνηση Τραμπ προσθέτει στα προβλήματα της τάξης εξασθενίζοντας την δομή των συμμαχιών των ΗΠΑ (οι οποίες με την συμβατική στρατηγική λογική θα μπορούσε να είναι κεντρικές για την διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων εναντίον του Πεκίνου) και συστηματικά απονομιμοποιώντας τα πολυμερή θεσμικά όργανα (δημιουργώντας αποτελεσματικά ένα πολιτικό και διπλωματικό κενό για να το καλύψει η Κίνα). Το αποτέλεσμα ήταν ένας όλο και πιο δυσλειτουργικός και χαοτικός κόσμος.

Η τρέχουσα κρίση είναι πιθανό να ενισχύσει τέτοιες τάσεις. Η στρατηγική αντιπαλότητα θα καθορίσει τώρα ολόκληρο το φάσμα των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας -στρατιωτικά, οικονομικά, χρηματοοικονομικά, τεχνολογικά, ιδεολογικά- και θα διαμορφώνει όλο και περισσότερο τις σχέσεις του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον με τρίτες χώρες. Μέχρι την τρέχουσα κρίση, η ιδέα ότι ο κόσμος είχε εισέλθει σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, ή τον «Ψυχρό Πόλεμο 2.0», φαινόταν πρόωρη στην καλύτερη περίπτωση˙ τα χρηματοπιστωτικά συστήματα των δύο χωρών ήταν τόσο αλληλένδετα που η πραγματική αποσύνδεση ήταν απίθανη και φαινόταν να υπάρχει μικρή προοπτική γεωπολιτικών ή ιδεολογικών πληρεξούσιων σε τρίτες χώρες, ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης.

Αλλά οι νέες απειλές που δημιουργούν και οι δύο πλευρές καθώς αυξάνονται οι εντάσεις που σχετίζονται με την COVID, θα μπορούσαν να τα αλλάξουν όλα αυτά. Μια απόφαση της Ουάσινγκτον να τερματίσει τις επενδύσεις των αμερικανικών συνταξιοδοτικών ταμείων στην Κίνα, να περιορίσει τα μελλοντικά κινεζικά αποθέματα αμερικανικών ομολόγων ή να ξεκινήσει έναν νέο νομισματικό πόλεμο (οξυμένο από την πρόσφατη κυκλοφορία του νέου ψηφιακού νομίσματος της Κίνας) θα αφαιρέσει γρήγορα την οικονομική κόλλα που κρατά τις δύο οικονομίες μαζί˙ μια απόφαση στο Πεκίνο να στρατιωτικοποιήσει όλο και περισσότερο την BRI θα αύξανε τον κίνδυνο για πολέμους δια πληρεξουσίων. Επιπλέον, καθώς η αμερικανο-κινεζική αντιπαράθεση μεγαλώνει, το πολυμερές σύστημα και οι κανόνες και οι θεσμοί που το στηρίζουν αρχίζουν να καταρρέουν. Πολλοί θεσμοί γίνονται οι ίδιοι πεδία αντιπαλότητας. Και με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα να έχουν υποστεί πλήγματα, δεν υπάρχει «διαχειριστής του συστήματος», για να δανειστώ την φράση του Joseph Nye, για να διατηρήσει το διεθνές σύστημα σε λειτουργία. Μπορεί να μην είναι ακόμη ο Ψυχρός Πόλεμος 2.0, αλλά αρχίζει να μοιάζει με τον Ψυχρό Πόλεμο 1.5.

Υπάρχουν καλύτερες εναλλακτικές λύσεις αντί γι’ αυτό το σενάριο. Ωστόσο, εξαρτώνται από σημαντικές πολιτικές αλλαγές και αλλαγές πολιτικής στην Ουάσινγκτον˙ μια μεταρρυθμιστική και διεθνιστική αναπροσαρμογή στο Πεκίνο˙ την ανάπτυξη μιας νέας υφεσιακής αρχιτεκτονικής (détente) μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας (βάσει της αμερικανο-σοβιετικής εμπειρίας), η οποία να θέτει σαφείς παραμέτρους γύρω από τον ανταγωνισμό, προκειμένου να αποφευχθεί μια στρατιωτική καταστροφή˙ και προσπάθειες από άλλες χώρες για να συγκεντρώσουν πολιτικούς και χρηματοοικονομικούς πόρους ώστε να διατηρήσουν τους ουσιαστικούς πολυμερείς θεσμούς του τρέχοντος συστήματος ως μια μορφή θεσμικής διευθέτησης έως ότου υπάρξει επιστροφή στην γεωπολιτική σταθερότητα. Η ιστορία δεν είναι προκαθορισμένη. Αλλά τίποτε από αυτά δεν θα συμβεί εκτός εάν οι πολιτικοί ηγέτες σε πολλές πρωτεύουσες αποφασίσουν να αλλάξουν πορεία. Με τις λάθος αποφάσεις, η δεκαετία του 2020 θα μοιάζει με μια απερίσκεπτη επανάληψη του 1930˙ οι σωστές αποφάσεις, ωστόσο, θα μπορούσαν να μας τραβήξουν πίσω από την άβυσσο.

Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

*Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 64 (Ιούνιος - Ιούλιος 2020) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-05-06/coming-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition