Το βασικό εισόδημα έχει δυναμική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το βασικό εισόδημα έχει δυναμική

Πώς η πανδημία έφερε μια περιθωριακή ιδέα στη μόδα

Τα δημοσιονομικά γεράκια είχαν από καιρό υποστηρίξει ότι τα πιο γενναιόδωρα κοινωνικά προγράμματα ήταν απλά πολύ ακριβά για να χρηματοδοτηθούν και πολύ περίπλοκα για να τύχουν διαχείρισης, αλλά αυτό αποκαλύφθηκε ότι είναι αναληθές. Ο Καναδάς είχε λειτουργικό ένα γενναιόδωρο επίδομα αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης μόλις δύο εβδομάδες αφότου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας [7] κήρυξε την COVID-19 ως πανδημία. Το πρόγραμμα κάλυψε όχι μόνο άτομα που έχασαν την δουλειά τους ή είχαν μειώσει τις ώρες [εργασίας] τους λόγω του κλεισίματος [της οικονομίας], αλλά και εκείνους που δεν μπορούσαν να εργαστούν επειδή ήταν σε καραντίνα ή φρόντιζαν τα παιδιά τους. Οι εργαζόμενοι στην gig economy και οι αυτοαπασχολούμενοι ήταν επιλέξιμοι. Οι χρήστες θα μπορούσαν να κάνουν αίτηση στο διαδίκτυο ή μέσω τηλεφώνου μέσα σε λίγα λεπτά και οι πληρωμές κατατίθεντο απευθείας στους τραπεζικούς λογαριασμούς των παραληπτών εντός ημερών.

Ούτε το καναδικό πρόγραμμα [8] ούτε τα αντίστοιχά του σε άλλες χώρες είναι πραγματικά βασικά εισοδήματα. Όλα σχεδιάστηκαν για να είναι προσωρινά, και ουσιαστικά όλα τους απαιτούσαν τους από τους παραλήπτες να έχουν εργαστεί τους προηγούμενους 12 μήνες, ένας κανόνας που αποκλείει τους μακροχρόνια άνεργους και τα άτομα με αναπηρία. Αλλά με το μεγαλύτερο μέγεθός τους, τις χαλαρότερες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας, την χωρίς προβλήματα διαδικασία υποβολής αιτήσεων, και την υποκείμενη εμπιστοσύνη στους παραλήπτες να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις, τα προγράμματα θύμιζαν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά ενός βασικού εισοδήματος.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ

Το πραγματικό βασικό εισόδημα δεν είναι ένα βραχυπρόθεσμο επίδομα έκτακτης ανάγκης, αλλά ένα μόνιμο πρόγραμμα που προσφέρει μια προβλέψιμη πληρωμή. Υπάρχουν δύο κύριες μορφές. Η πρώτη είναι ένα καθολικό βασικό εισόδημα, το οποίο πληρώνει σε όλους το ίδιο ποσό σε τακτική βάση και εξαρτάται από ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα για την ανάκτηση ορισμένων από τις πληρωμές από τους υψηλόμισθους. Το δεύτερο είναι ένα εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα, το οποίο πληρώνει τους υψηλόμισθους λιγότερο (και καθόλου αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή). Αλλά και οι δύο τύποι έχουν σχεδιαστεί για να διασφαλίζουν ότι όλοι στην κοινωνία έχουν αρκετά χρήματα για να ζήσουν μια μαζεμένη αλλά αξιοπρεπή ζωή. Αμφότεροι δεν απαιτούν από τους ανθρώπους να παρουσιάσουν ένα ιστορικό αμειβόμενης εργασίας, να αποδείξουν ότι αναζητούν εργασία ή να συμμετάσχουν σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης [9].

Το βασικό εισόδημα δεν αντικαθιστά τις κοινωνικές υπηρεσίες˙ τα άτομα με αναπηρίες ή εθισμούς χρειάζονται ακόμη ειδική υποστήριξη και όλοι χρειάζονται υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση. Το βασικό εισόδημα είναι απλώς χρήματα, αλλά αυτό είναι το πλεονέκτημά του έναντι άλλων προγραμμάτων στήριξης του εισοδήματος. Με ένα βασικό εισόδημα, το μόνο που έχουν να κάνουν οι κυβερνήσεις είναι να μεταφέρουν μετρητά σε ανθρώπους. Αυτή είναι μια πολύ πιο αποτελεσματική μέθοδος υποστήριξης από πολλά από τα περίπλοκα, γραφειοκρατικά συστήματα που ισχύουν σήμερα. Ένα βασικό εισόδημα έχει ένα άλλο πλεονέκτημα έναντι των υπαρχόντων προγραμμάτων: δεν υποτίθεται ότι γνωρίζει τι χρειάζεται κάποιος. Σκεφτείτε το Πρόγραμμα Συμπληρωματικής Διατροφικής Βοήθειας (Supplemental Nutrition Assistance Program) της κυβέρνησης των ΗΠΑ, το οποίο παρέχει χρήματα που μπορούν να δαπανηθούν μόνο για φαγητό. Η υποκείμενη υπόθεση είναι ότι οι άνθρωποι θα λάβουν κακές αποφάσεις εάν αφεθούν στην δική τους κρίση. Η υπόθεση του βασικού εισοδήματος, αντιθέτως, είναι ότι η άμεση αιτία της φτώχειας είναι η έλλειψη χρημάτων, και έτσι η κυβέρνηση πρέπει να λύσει αυτό το πρόβλημα και να αφήσει τους ανθρώπους να αποφασίσουν από μόνοι τους πώς να τα ξοδέψουν.

Όταν το κάνουν, αρχίζουν να συμβαίνουν καλά πράγματα. Κατ’ αρχήν, οι άνθρωποι γίνονται πιο υγιείς. Η πρώτη μου εφόρμηση [στο ζήτημα σχετικά με] το βασικό εισόδημα ήταν μια επανεξέταση του Πειράματος του Βασικού Ετήσιου Εισοδήματος στη Manitoba (Manitoba Basic Annual Income Experiment) ή Mincome, το οποίο προσέφερε ένα βασικό εισόδημα από το 1975 έως το 1978. Διαπίστωσα ότι τα άτομα που έλαβαν βασικό εισόδημα χρησιμοποίησαν τα νοσοκομεία κατά 8,5% λιγότερο [10] από εκείνα που δεν έπαιρναν. Η μείωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μειωμένη ζήτηση για υπηρεσίες ψυχικής υγείας: λιγότερα άτομα επισκέφθηκαν οικογενειακούς γιατρούς παραπονούμενα για κατάθλιψη, άγχος, διαταραχές ύπνου ή οικογενειακή δυσλειτουργία. Άλλες μελέτες έχουν καταλήξει σε παρόμοια συμπεράσματα. Για παράδειγμα, σε ένα πείραμα που πραγματοποιήθηκε στο Μαλάουι το 2008–9, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όταν οι οικογένειες λάμβαναν τακτικές πληρωμές σε μετρητά, τα ποσοστά μετάδοσης του HIV μειώνονταν [11], πιθανώς επειδή λιγότερα έφηβα κορίτσια εμπλέκονταν σε σεξουαλική εργασία.

Υπάρχει επίσης λόγος να πιστεύουμε ότι ένα βασικό εισόδημα θα μπορούσε να μειώσει το έγκλημα. Οι κοινωνιολόγοι έχουν συνδέσει εδώ και καιρό την φτώχεια με το έγκλημα, και πολλά από τα πιο κοινά αδικήματα -κλοπή και διακίνηση ναρκωτικών- έχουν ένα οικονομικό κίνητρο πίσω από αυτά. Κατά την διάρκεια του πειράματος Mincome, το έγκλημα μειώθηκε κατά 15% [12] στη μικρή αγροτική πόλη που χρησίμευσε ως χώρος δοκιμής όπου όλες οι οικογένειες ήταν επιλέξιμες να συμμετάσχουν. Η κοινότητα κατέγραψε όχι μόνο λιγότερα εγκλήματα ιδιοκτησίας αλλά και λιγότερη βία.

Ένα από τα μεγαλύτερα επιχειρήματα εναντίον ενός βασικού εισοδήματος είναι ότι θα αποθαρρύνει την εργασία, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό. Σκεφτείτε ξανά το πείραμα Mincome. Οι πληρωμές ήταν σχετικά μέτριες, με μια τετραμελή οικογένεια που δεν είχε άλλο εισόδημα να λαμβάνει περίπου 15.000 δολάρια ετησίως σε τρέχοντα δολάρια ΗΠΑ. Το πείραμα, το οποίο προοριζόταν για να φανεί αν αυτοί που έλαβαν βασικό εισόδημα δούλευαν λιγότερο, διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι δεν το έκαναν.