Υπνοβατώντας προς τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Υπνοβατώντας προς τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο

Η επικίνδυνη στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής από τον Trump

Η πολιτική εξουσία επί της στρατιωτικής ηγεσίας αποτελεί βασική αρχή του Συντάγματος των ΗΠΑ, τόσο θεμελιώδης για το αμερικανικό σύστημα διακυβέρνησης που σπάνια αμφισβητήθηκε. Αλλά από τότε που ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2017, η κυβέρνησή του έχει διαβρώσει συστηματικά τους κανόνες που υποστήριζαν αυτήν την συνταγματική αρχή επί γενιές.

21102020-1.jpg

Ένα μαχητικό όχημα Bradley μετακινείται προς την θέση του στο Μνημείο Λίνκολν πριν από μια γιορτή που αναδεικνύει την στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ, στην Ουάσιγκτον, τον Ιούλιο του 2019. Jim Bourg / Reuters
--------------------------------------------------------------------------

Η κυβέρνηση Τραμπ ανύψωνε συνεχώς τις στρατιωτικές φωνές έναντι εκείνων των έμπειρων δημοσίων λειτουργών στην ανάπτυξη της εξωτερικής πολιτικής, και οι περικοπές χρηματοδότησης σε μη αμυντικές ομοσπονδιακές υπηρεσίες, μαζί με τις παραιτήσεις πολλών δημόσιων λειτουργών σταδιοδρομίας, έχουν αφήσει τα κυβερνητικά γραφεία θλιβερά υποστελεχωμένα. Ως αποτέλεσμα, ο σχεδιασμός της πολιτικής και η καθοδήγηση των στρατηγικών αμυντικών πρωτοβουλιών -που ιστορικά ήταν το πεδίο αρμοδιοτήτων των ανώτερων δημοσίων λειτουργών- έχουν παραχωρηθεί όλο και περισσότερο σε ένστολους. Η πολιτική εξουσία επί των ενόπλων δυνάμεων είναι τώρα πιο αδύναμη από ό, τι σε οποιοδήποτε σημείο της πρόσφατης μνήμης, και η κυβέρνηση Τραμπ ασχολείται όλο και περισσότερο με τον κόσμο με τρόπους που αντικατοπτρίζουν τις στρατιωτικές προτιμήσεις.

Η προκύπτουσα εξωτερική πολιτική θυμίζει έντονα την «λατρεία της επίθεσης» (“cult of the offensive”) [1]: μια υπερβολική εμπιστοσύνη στο επιθετικό στρατιωτικό πλεονέκτημα που μπορεί να οδηγήσει σε ταχεία κλιμάκωση˙ μια τέτοια υπερεμπιστοσύνη πιστεύεται ευρέως ότι συνέβαλε στο ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Αν δεν αποκατασταθεί ο πολιτικός έλεγχος στον στρατό, οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν να υπνοβατήσουν σε έναν άλλο παγκόσμιο πόλεμο.

ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ

Με το να δώσουν στους πολιτικούς ηγέτες την εξουσία επί του στρατού, οι διαμορφωτές του συντάγματος των ΗΠΑ δεν ανέθεσαν απλώς σε εκλεγμένους αξιωματούχους ορισμένα εποπτικά καθήκοντα. Δημιουργούσαν ένα σύστημα στο οποίο ο αμυντικός σχεδιασμός θα καθοδηγείτο από τις πολιτικές ανάγκες και ο στρατός θα ασκούσε τις δραστηριότητές του στην εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων.

Από τότε που ανακοινώθηκε [2] το πολιτικό σχέδιο «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ στις αρχές της προεδρικής εκστρατείας του 2016, πολλά μέλη της κοινότητας της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ θεώρησαν την ατζέντα ως εγγενή κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Ακόμη πιο ενοχλητικό για όσους ανησυχούν για την συνεχιζόμενη σταθερότητα των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων, πολλοί από τους υποψηφίους του υπουργικού συμβουλίου τους οποίους η νέα κυβέρνηση έκρινε αποδεκτούς ήταν στρατιωτικοί, όπως ο στρατηγός James Mattis, ο στρατηγός John Kelly, και ο αντιστράτηγος H. R. McMaster.

Από την αρχή της εποχής του Τραμπ, το κατεστημένο της εθνικής ασφάλειας έκανε μια Φαουστιανή διαπραγμάτευση: σε μια προσπάθεια να περιορίσει τον νέο πρόεδρο, έκανε τα στραβά μάτια καθώς ασυνήθιστοι αριθμοί εν ενεργεία και αποστράτων στρατιωτικών διορίζονταν σε θέσεις που συνήθως προορίζονται για πολιτικούς ειδικούς. Ως οι «ενήλικες στο δωμάτιο», αυτοί οι στρατιωτικοί αξιωματικοί σταδιοδρομίας ήλπιζαν να προστατεύσουν τις αμερικανικές συμμαχίες και να περιορίσουν τις χειρότερες παρορμήσεις του Τραμπ. Αν και λίγοι από αυτούς τους αξιωματικούς αμφισβήτησαν την αρχή του πολιτικού ελέγχου, η στενή ερμηνεία τους για την πολιτική εποπτεία σήμαινε ότι οι ευρύτεροι κανόνες της πολιτικής καθοδήγησης έγιναν ένα είδος παράπλευρης ζημίας στον αγώνα για τον περιορισμό του χάους.

Αυτή η πολιτική ευκαιρία έδωσε στους πιο έμπειρους στρατιωτικούς αξιωματούχους στα υψηλότερα επίπεδα της διοίκησης, μερικοί από τους οποίους είχαν υπηρετήσει μαζί επί δεκαετίες, ένα φυσικό πλεονέκτημα έναντι των πολιτικών ομολόγων τους. Η κοινή υπηρεσία τους τούς έδωσε μια κοινή γλώσσα και, το πιο σημαντικό, μια προοπτική που τους επέτρεπε να περιθωριοποιήσουν εύκολα τους μη στρατιωτικούς αουτσάιντερς, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Rex Tillerson, η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας Kirstjen Nielsen και αργότερα ο υπουργός Άμυνας Mark Esper.

Όταν διορίζονται ηγέτες στα ανώτερα επίπεδα διακυβέρνησης, στελεχώνουν τις οργανώσεις τους με άτομα που εμπιστεύονται για την εκτέλεση των σχεδίων τους. Οι περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες έχουν διαφορετικά επαγγελματικά δίκτυα για να αξιοποιήσουν, αλλά οι στρατιωτικοί αξιωματικοί σταδιοδρομίας τείνουν να γνωρίζουν λίγα άτομα που να διαθέτουν προσόντα εκτός των οργανώσεων των βετεράνων. Ως αποτέλεσμα, πολλές από τις θέσεις προσωπικού χαμηλότερου επιπέδου στην διοίκηση του Τραμπ έχουν επίσης γεμίσει με στρατιωτικούς εν αποστρατεία.

Στο γραφείο του υπουργού Άμυνας, οι ένστολοι αξιωματούχοι συνεχίζουν να εκτελούν πολιτικές ευθύνες. Και παρόλο που οι αργές προσλήψεις και οι δυσκολίες διατήρησης [κάποιου στην θέση του] έπαιξαν ρόλο, οι ομολογηθείσες προτιμήσεις του Mattis για στρατιωτικούς αξιωματούχους έναντι των λειτουργών σταδιοδρομίας κατά την διάρκεια της θητείας του επιδείνωσε την ανισορροπία. Όταν το Υπουργείο προσλάμβανε πολίτες, τους έβαζε συχνά σε ρόλους «αντιπροσωπευτικούς» με μικρή δύναμη και ακόμη λιγότερη επιρροή.

Το αποτέλεσμα είναι ότι οι αξιωματικοί του στρατού έχουν αναπτύξει και θεσπίσει πολιτική για τον Υπουργό Άμυνας –τέτοια που δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα τις προτεραιότητες των πολιτικών στην κυβέρνηση. Πράγματι, η δικομματική Επιτροπή Εθνικής Στρατηγικής Άμυνας (National Defense Strategy Commission ) σημείωσε [3] τον Νοέμβριο του 2018 ότι «υπάρχει ανισορροπία στις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις σε κρίσιμα ζητήματα ανάπτυξης και εφαρμογής στρατηγικής. Οι πολιτικές φωνές εμφανίζονται σχετικά σιγασθείσες για θέματα που βρίσκονται στο κέντρο της πολιτικής άμυνας και εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ».

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Οι αξιωματικοί του στρατού και οι πολίτες βλέπουν τις εξωτερικές υποθέσεις διαφορετικά. Οι στρατιωτικοί τείνουν να υποθέτουν τις χειρότερες προθέσεις και ικανότητες για να είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για πιθανές απειλές. Όταν καλούνται να δράσουν, προτιμούν συχνά λύσεις που τους επιτρέπουν να βρεθούν στην επίθεση. Όταν οι πολιτικοί χάνουν την φωνή τους στην διαδικασία, οι στρατιωτικές προτιμήσεις διαμορφώνουν την στρατηγική ασφάλειας με τρόπους που αντικατοπτρίζουν αυτές τις θεσμικές προκαταλήψεις υπέρ της δράσης και της αντιπαράθεσης. Και καθώς ο πολιτικός έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ έχει μειωθεί, αυτές οι προτιμήσεις κυριαρχούν όλο και περισσότερο στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Έτσι, η τρέχουσα ανισορροπία στις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις οδήγησε σε μια εξωτερική πολιτική που έχει αυξήσει τις διεθνείς εντάσεις, έκλεισε τους δρόμους για παραγωγική διπλωματία και αύξησε τον κίνδυνο ακούσιας κλιμάκωσης ή ακόμη και τυχαίου πολέμου.

Ο Mattis και ο McMaster συνέγραψαν αρχικά την Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών του 2017 και την Στρατηγική Εθνικής Άμυνας του 2018 [4]. Αυτά τα έγγραφα καθόριζαν την ασφάλεια σχεδόν αποκλειστικά όσον αφορά τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων και τους κρατικούς δρώντες, τονίζοντας ιδίως την απειλή από την Κίνα. Οι στρατηγικές αυτές προσεγγίζουν σε μεγάλο βαθμό τον κόσμο ως έναν μηδενικού αθροίσματος ανταγωνισμό στον οποίο η διατήρηση ενός πλεονεκτήματος έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την συνεργασία για αμοιβαίο όφελος.

Η τρέχουσα αμερικανική στρατηγική επομένως φιλτράρει την έννοια του μεταβαλλόμενου γεωπολιτικού περιβάλλοντος σχεδόν αποκλειστικά μέσω στρατιωτικών αντιλήψεων σχετικά με τις απειλές. Σε περίπτωση πολέμου με την Κίνα ή την Ρωσία, ο στρατός θα αντιμετώπιζε ένα τρομακτικό έργο στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας ή στα κράτη της Βαλτικής. Το ένστικτό του, λοιπόν, είναι να αναπτύξει τις στρατηγικές και να χτίσει τις δυνατότητες που είναι πολύ πιθανό να κερδίσουν μια τέτοια αντιπαράθεση με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.

Αλλά αυτές οι στρατηγικές μπορούν να έχουν επικίνδυνες συνέπειες. Με την έμφασή τους στις «παγκόσμια ενσωματωμένες επιχειρήσεις» (“globally integrated operations”), οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές αναπτύσσουν στρατιωτικές στρατηγικές αντιποίνων που δίνουν έμφαση στην ταχύτητα και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε γρήγορη κλιμάκωση, ουσιαστικά περιορίζοντας τις επιλογές των πολιτικών οργάνων όπως το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο (North Atlantic Council) [5] σε περίπτωση σύγκρουσης. Και με το να χαρακτηρίζουν επισήμως την Κίνα ως «ρεβιζιονιστικό» κράτος, οι Mattis και McMaster συμπεραίνουν την εχθρότητά του, αναγκάζοντας τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων να ξεκινούν από την υπόθεση ότι οι διπλωματικές προσεγγίσεις είναι μη παραγωγικές και η προληπτική δράση είναι ο μόνος τρόπος για να συγκρατηθούν οι φιλοδοξίες της Κίνας.

Οι στρατιωτικοί ηγέτες χρειάζονται πολιτική συμβολή προκειμένου να μετριάσουν αυτούς τους κινδύνους. Οι στρατιωτικές επιχειρησιακές προτιμήσεις ευνοούν την επιθετική δράση -οι πολιτικοί αξιωματούχοι είναι σε καλύτερη θέση να διατυπώσουν τις παγίδες μιας τέτοιας προσέγγισης, ώστε η ανησυχία για έναν πόλεμο μεγάλων δυνάμεων να μην γίνει μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Ο στρατός φυσικά επιδιώκει να εκσυγχρονίζεται και να αποκτά νέα οπλικά συστήματα. Σε απάντηση αυτής της επιθυμίας, η κυβέρνηση Τραμπ αποχώρησε από τουλάχιστον τρεις σημαντικές συμφωνίες ελέγχου όπλων και φαίνεται απίθανο να ανανεώσει τη νέα συμφωνία START με την Ρωσία. Αλλά χωρίς τον έλεγχο των εξοπλισμών, οι Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο κινδυνεύουν να πυροδοτήσουν κούρσες εξοπλισμών, αλλά επίσης χάνουν την διαφάνεια στα συστήματα, τις δυνατότητες, και τις προθέσεις των αντιπάλων τους. Οι υπεύθυνοι για την λήψη αποφάσεων πρέπει στην συνέχεια να υιοθετήσουν τις χειρότερες υποθέσεις του στρατού στην περίπτωση μιας κρίσης, και είναι πιθανό να υπολογίσουν εσφαλμένα.

Η προτεραιότητα του στρατού να αναζητά όλο και πιο θανατηφόρα και σύγχρονα όπλα αυξάνει τους κινδύνους της χρήσης και της διάδοσης των πυρηνικών. Η ανασκόπηση της πυρηνικής στάσης του 2018 (2018 Nuclear Posture Review) υποστήριξε την ανάπτυξη και την παράταξη πυρηνικών όπλων χαμηλής απόδοσης (low-yield nuclear weapons) ως απάντηση στην υποτιθέμενη πρόθεση της Ρωσίας να χρησιμοποιήσει περιορισμένες πυρηνικές επιθέσεις σε περιφερειακές συγκρούσεις. Αλλά με το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα ειδικά σχεδιασμένα για χρήση σε πολύ ευρύτερες συνθήκες από όσο του τρέχοντα καταλόγου, ο στρατός ουσιαστικά έχει μειώσει το κατώφλι για την χρήση πυρηνικών όπλων -γεγονός που δεν διέφυγε από τους ηγέτες του Κογκρέσου κατά τις ακροάσεις τους σχετικά με το έγγραφο.

Επιπλέον, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εκσυγχρονίζουν το οπλοστάσιό τους, κράτη με ευάλωτα αποθέματα μπορεί να αισθάνονται την ανάγκη να επενδύσουν ακόμη περισσότερο στα πυρηνικά προγράμματά τους, αυξάνοντας τα αποθέματά τους και επενδύοντας σε δυνατότητες δεύτερου χτυπήματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρότειναν να αναπτύξουν νέα οπλικά συστήματα ικανά να διαλύσουν εκκολαπτόμενα πυρηνικά προγράμματα. Ορισμένα κράτη μπορούν συνεπώς να συμπεράνουν ότι ο πυρηνικός λανθάνων χρόνος -η ικανότητα ανάπτυξης ενός προγράμματος πυρηνικών όπλων από υπάρχουσες ειρηνικές υποδομές- δεν είναι πλέον επαρκής αποτρεπτικός παράγοντας και να επιλέξουν αντί γι’ αυτό να πολλαπλασιάσουν [τα πυρηνικά τους]. Οι Ηνωμένες Πολιτείες σπεύδουν ακόμη και τώρα να εισάγουν υπερ-υπερηχητικά όπλα στο οπλοστάσιό τους. Τέτοιοι πύραυλοι δεν εξυπηρετούν ουσιαστικά κανέναν αμυντικό σκοπό -και η ανάπτυξή τους οδηγεί σε μια νέα κούρσα πυρηνικών όπλων.

ΕΠΑΝΑΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ

Ο Λευκός Οίκος και το Κογκρέσο πρέπει να αποκαταστήσουν τον ισχυρό πολιτικό έλεγχο επί των στρατιωτικών προτεραιοτήτων, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόκειται να βρουν διπλωματικές λύσεις που μπορούν να βοηθήσουν στην αποφυγή ενός άλλου πολέμου μεγάλων δυνάμεων. Η επόμενη διοίκηση, είτε υπό τον Τζο Μπάιντεν είτε υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, θα πρέπει να αποφύγει το να εξισώνει την στρατιωτική εμπειρία με την εμπειρία της εξωτερικής πολιτικής. Αντίθετα, στα ανώτατα επίπεδα διακυβέρνησης, ο πρόεδρος πρέπει να επαναφέρει την ισορροπία της ισχύος προς τους πολίτες, διορίζοντας αξιωματούχους των οποίων το υπόβαθρο αποδίδει μια ποικιλία προοπτικών για την χάραξη της εξωτερικής πολιτικής.

Η προτεραιότητα του επόμενου προέδρου κατά την ανάληψη των καθηκόντων του θα πρέπει να είναι η πλήρωση θέσεων στο πολιτικό γραφείο του Υπουργού Άμυνας που έχουν καταληφθεί σε μεγάλο βαθμό από ένστολους αξιωματικούς του στρατού. Αυτοί οι νέοι πολίτες πρέπει να προσληφθούν με τρόπο που να μεγιστοποιεί την δημογραφική, βιωματική, και διανοητική ποικιλομορφία του γραφείου. Οι ισχύοντες νόμοι περί προσλήψεων ευνοούν την πρόσληψη βετεράνων, κάτι που περιορίζει την ποικιλομορφία εκείνων που βρίσκονται σε θέσεις χάραξης πολιτικής. Οι πρωτοβουλίες πρόσληψης πολιτών πρέπει επομένως να λειτουργούν ως αντίβαρο αυτής της τάσης.

Τέλος, η διοίκηση θα πρέπει να επανεξετάσει διεξοδικά τις δεσμεύσεις, τα προγράμματα, και τις στάσεις για να διασφαλίσει ότι οι ενέργειες των ΗΠΑ είναι στην πραγματικότητα ευθυγραμμισμένες με την στρατηγική πρόθεση. Μια τέτοια αναθεώρηση θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα στρατιωτικά προγράμματα. Πολλές ιδέες μπορεί να φαίνονται καλές μεμονωμένα, αλλά σε συνδυασμό μπορεί να αποδειχθούν προκλητικές ή απειλητικές. Οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να κάνουν πολιτικούς προσδιορισμούς σχετικά με τους κινδύνους και τα οφέλη των στρατιωτικών δαπανών σε προγράμματα επιθετικών όπλων˙ ειδικότερα, θα πρέπει να επανεξετάσουν τους περιορισμούς στη νέα Διαστημική Δύναμη (Space Force) που μπορεί να είναι απαραίτητοι τόσο για να ενθαρρύνουν την υπερηφάνεια της Υπηρεσίας όσο και να αποφύγουν μια κούρσα εξοπλισμών και μια σύγκρουση.

Το 1962, η Σοβιετική Ένωση τοποθέτησε πυρηνικούς πυραύλους μόλις 90 μίλια από τις ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι και η υπόλοιπη πολιτική ηγεσία δεν επέτρεψαν στον στρατό να συνεχίσει τις τυπικές επιχειρησιακές διαδικασίες και την πορεία των δράσεων που προτιμούσε. Αντ' αυτού, ενορχήστρωσαν προσεκτικά μια σειρά σημάτων που απέφυγαν παρ’ ολίγον το ξέσπασμα ανοιχτών εχθροπραξιών μεταξύ των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων του κόσμου.

Η τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ μοιάζει πολύ λιγότερο με τον σταθερό πολιτικό έλεγχο και την επίβλεψη της κυβέρνησης Κένεντι από όσο με την στάση των μεγάλων δυνάμεων πριν από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η πολιτική ηγεσία ήταν είτε διορισμένη είτε σπρωγμένη στο περιθώριο καθώς οι στρατοί της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας ακολουθούσαν στρατηγικές που έδιναν προτεραιότητα σε επιθετικές επιχειρήσεις και δόγματα -οδηγώντας στην διάσημη πλέον λατρεία της επίθεσης. Το να ευνοούνται οι αντιλήψεις του στρατού έναντι των διπλωματών σχετικά με μια απειλή καθιστά τον πόλεμο αναπόφευκτο. Χωρίς ισχυρή πολιτική επίβλεψη, οι Ηνωμένες Πολιτείες διακινδυνεύουν αυτήν την καταστροφική μοίρα.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.jstor.org/stable/2538636?seq=1
[2] https://www.nytimes.com/2016/04/28/us/politics/transcript-trump-foreign-...
[3] https://www.wsj.com/articles/military-sway-at-pentagon-undermines-tenet-...
[4] https://dod.defense.gov/Portals/1/Documents/pubs/2018-National-Defense-S...
[5] https://www.nato.int/cps/en/natolive/topics_49763.htm

Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Source URL: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-10-19/sleepwa...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition