Η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη και η προοπτική επέκτασής της | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη και η προοπτική επέκτασής της

Τα τουρκικά παιχνίδια και οι δυνατότητες της Ελλάδας*

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα Ηνωμένα Έθνη πήραν νέες πρωτοβουλίες για την κωδικοποίηση του διεθνούς δικαίου ως προς τον θαλάσσιο χώρο. Η πρώτη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, United Nations Convention on the Law of the Sea) έγινε στην Γενεύη το 1956 και είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή τεσσάρων σημαντικών συμβάσεων το 1958, αλλά καμία από αυτές δεν όριζε σαφώς το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης [7]. Το θέμα τέθηκε και πάλι στην δεύτερη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS II) που έγινε το 1960, αλλά τα κράτη χωρίστηκαν σε δύο κυρίως ομάδες, εκ των οποίων καμία δεν κατάφερε να επικρατήσει [8]. Η τρίτη και πιο αξιόλογη προσπάθεια για την κωδικοποίηση και ομογενοποίηση του Δικαίου της Θάλασσας ξεκίνησε το 1973, όταν συγκλήθηκε στη Νέα Υόρκη η τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τον σκοπό αυτό (UNCLOS III). Θεωρώντας ότι η διεθνής συγκυρία ήταν ευνοϊκή, η Ελλάδα εξέδωσε το νομοθετικό διάταγμα 187/1973 «περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», σύμφωνα με το οποίο το πλάτος των χωρικών υδάτων ορίστηκε «εις εξ ναυτικά μίλια, δυνάμενον να ορισθεί και διαφόρως διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου» (άρθρο 139) [9].

Εκτιμώντας -ορθά- ότι οι διαφαινόμενες αλλαγές στο Δίκαιο της Θάλασσας θα ευνοούσαν την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας ή των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία επιδόθηκε σε μια έντονη διπλωματική προσπάθεια να ακυρώσει την προοπτική αυτή, ή έστω να την περιορίσει. Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα υποστήριξε ότι το Αιγαίο είναι μια «ημίκλειστη θάλασσα» που πρέπει να αντιμετωπιστεί ως «ειδική περίπτωση», με τα όποια προβλήματα καθορισμού της αιγιαλίτιδας και οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας σε αυτό να αντιμετωπίζονται με «ειδικές λύσεις, πέραν των γενικών κανόνων και αρχών που προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες» [10]. Προς την κατεύθυνση αυτή η Τουρκία πρότεινε -με την συνεπικουρία της Τυνησίας- την θέσπιση ειδικού νομικού καθεστώτος για τα νησιά που βρίσκονται κοντά στις ακτές ενός κράτους αλλά ανήκουν σε άλλο, ενώ παράλληλα εκδήλωσε την αντίθεσή της στην καθιέρωση γενικού κανόνα που θα επέτρεπε στα παράκτια κράτη να επεκτείνουν την αιγιαλίτιδά τους μέχρι τα 12 ν. μίλια. Οι προτάσεις της ωστόσο δε βρήκαν απήχηση, εξέλιξη που ώθησε την Τουρκία να επιχειρήσει να πείσει παρασκηνιακά τις αντιπροσωπείες των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης ότι η επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας θα είχε δυσμενείς συνέπειες για την ελεύθερη κίνηση των στόλων τους στο Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο [11].

28102020-3.jpg

Χωρικά ύδατα στα 6 ναυτικά μίλια.
------------------------------------------------------------------

Ενθαρρυμένη από την επιλογή πολλών κρατών να επεκτείνουν την αιγιαλίτιδα ζώνη τους ενώ η τρίτη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, τον Ιούνιο του 1974 η Ελλάδα εκδήλωσε την πρόθεση να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν. μίλια. Η Άγκυρα έσπευσε να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο με απειλές, με τον Τούρκο κυβερνητικό εκπρόσωπο να δηλώνει ότι «τυχόν επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας στα 12 ναυτικά μίλια θα συνεπαγόταν ελληνοτουρκικό πόλεμο» [12]. Η επιθετική τοποθέτηση της Τουρκίας ερχόταν σε αντίθεση με την καθιερωμένη διεθνή πρακτική, καθώς η επέκταση της αιγιαλίτιδας ήταν και είναι ζήτημα που άπτεται αποκλειστικά της διακριτικής ευχέρειας του παράκτιου κράτους. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο έναν μήνα αργότερα (20 Ιουλίου 1974) οδήγησε τις δύο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου, ενώ επηρέασε σημαντικά τις διεθνείς σχέσεις τους και την θέση τους στο ΝΑΤΟ. Το τέλος των επιχειρήσεων στην Κύπρο δεν ευνόησε την αποκατάσταση των σχέσεων, ενώ οι τουρκικές απειλές για την προοπτική επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας επαναλήφθηκαν μερικούς μήνες αργότερα, όταν ο Τούρκος πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ (Süleyman Demirel) δήλωσε στις 15 Απριλίου 1975 ότι «η Τουρκία δε θα αναγνώριζε επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας σε 12 μίλια» και ότι «σε κάθε τετελεσμένο γεγονός η Άγκυρα θα απαντήσει με τετελεσμένο γεγονός» [13].

Παρότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παρέμειναν τεταμένες για καιρό, οι εργασίες της τρίτης Διάσκεψης για το Δίκαιο της Θάλασσας ολοκληρώθηκαν απρόσκοπτα και το τελικό κείμενο υιοθετήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 30 Απριλίου 1982 [14]. Το αποτέλεσμα ήταν η ομώνυμη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία υπογράφηκε από εκπροσώπους 120 κρατών στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα στις 10 Δεκεμβρίου 1982 [15]. Ιδιαίτερα σημαντικό για τα ελληνικά συμφέροντα ήταν το άρθρο 3 της Σύμβασης, το οποίο ορίζει ότι «Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης του. Το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης δεν υπερβαίνει τα 12 ν. μίλια και μετριέται από τις γραμμές βάσης που καθορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση» [16]. Σε εφαρμογή της Σύμβασης, από το 1982 έως σήμερα 148 από τα 152 παράκτια κράτη στον κόσμο έχουν υιοθετήσει αιγιαλίτιδα πλάτους 12 ν. μιλίων. Η μεγάλη πλειονότητα αυτών είναι συμβαλλόμενα μέρη στην Σύμβαση, αν και υπάρχουν τρία συμβαλλόμενα κράτη που διεκδικούν αιγιαλίτιδα διπλάσια ή και πολλαπλάσια αυτής που προβλέπει η Σύμβαση [17].

ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΣΥΝΕΠΗΣ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΕΚΤΟΤΕ