Η πρόκληση της Κίνας μπορεί να βοηθήσει την Αμερική να αποτρέψει την παρακμή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πρόκληση της Κίνας μπορεί να βοηθήσει την Αμερική να αποτρέψει την παρακμή

Γιατί ο ανταγωνισμός θα μπορούσε να αποδείξει ότι οι «παρακμιστές» κάνουν λάθος

Η πολιτική για την Κίνα βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών από αυτές τις αλλαγές και είναι πιθανό να παραμείνει έτσι. Όσο πιο δυναμική και καταπιεστική γίνεται η Κίνα, τόσο πιο πιθανό είναι ο λαός [8] και το Κογκρέσο να ενοποιηθούν γύρω από ανησυχίες σχετικά με τις μακροπρόθεσμες προθέσεις του Πεκίνου και τον αντίκτυπο του υποστηριζόμενου από το κράτος μερκαντιλισμού του πάνω στους Αμερικανούς εργαζόμενους και [τις αμερικανικές] επιχειρήσεις. Η διαμόρφωση μιας αμερικανικής ατζέντας για ανανέωση όχι μόνο με εγχώριους όρους, αλλά ως μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για την διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ σε σχέση με την Κίνα ίσως ακόμη και να συγκεντρώσει δικομματική υποστήριξη. Όπως υποστηρίζει ο μελετητής του Brookings Institution, Tom Wright [9], «οι Ρεπουμπλικάνοι της Γερουσίας πρέπει να αναρωτηθούν εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αντέξουν δύο ή τέσσερα χρόνια νομοθετικής στασιμότητας εάν θέλουμε να ανταγωνιστούμε την Κίνα».

Για να επιτύχουν σε αυτόν τον ανταγωνισμό, πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και στις δύο παρατάξεις συμφωνούν τώρα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να δράσουν. Συγκεκριμένα, η Ουάσινγκτον θα χρειαστεί να ανοικοδομήσει ένα κράτος αποδυναμωμένο από 40 χρόνια καλόπιστης παραμέλησης από ορισμένους, και κακία κατά του δημοσίου από άλλους. Εάν η Ουάσιγκτον πρόκειται να λογαριαστεί με τις επιθετικές οικονομικές πρακτικές της Κίνας και να προστατεύσει τις αμερικανικές θέσεις εργασίας, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα χρειαστεί, για παράδειγμα, μια υπηρεσία που να μπορεί να ενοποιήσει πληροφορίες σχετικά με την βιομηχανική ικανότητα, τις αλυσίδες εφοδιασμού, τα οικονομικά εμπόδια, και την εξάρτηση από τις εισαγωγές -μια κρίσιμη ικανότητα που ο εμπορικός πόλεμος και η πανδημία αποκάλυψαν ότι λείπει.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να επανεξετάσουν την σχέση μεταξύ κράτους και αγοράς. Πολλές προσωπικότητες και στα δύο [10] κόμματα αναγνωρίζουν τώρα [11] ότι οι δυνάμεις της αγοράς από μόνες τους δεν μπορούν να σταματήσουν την ανισότητα, να διατηρήσουν την ανάπτυξη, να ασφαλίσουν την χώρα, ή να διασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητα ενάντια στους κρατικούς πρωταθλητές της Κίνας. Αυτή η συνειδητοποίηση θα μπορούσε να παρέχει υποστήριξη για επενδύσεις στην επιστήμη και την τεχνολογία και ακόμη και να δικαιολογήσει στοιχεία μιας προοδευτικής ατζέντας -προσπάθειες στήριξης των εργαζομένων, διάλυση μονοπωλίων, και διεξαγωγή βιομηχανικής πολιτικής σε κρίσιμους τομείς όπως οι ημιαγωγοί.

Εάν η διοίκηση Μπάιντεν παίξει το χαρτί της Κίνας με αυτόν τον τρόπο, πρέπει να το κάνει με μεγάλη προσοχή. Ο ανταγωνισμός με την Κίνα δεν χρειάζεται να απαιτεί αντιπαράθεση ή έναν δεύτερο ψυχρό πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μια ευθύνη να προστατέψουν τους Ασιάτες Αμερικανούς από τις διακρίσεις, και πρέπει να αποφύγουν να συνδυάσουν το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα με τον κινέζικο λαό ή με τους Κινέζους Αμερικανούς, με το να στείλουν ένα σαφές και πρώιμο μήνυμα ότι η δημαγωγία και ο ρατσισμός είναι απαράδεκτα.

Με μια εποικοδομητική πολιτική για την Κίνα που να ενισχύει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο εσωτερικό και να τις καθιστά πιο ανταγωνιστικές στο εξωτερικό, οι Αμερικανοί ηγέτες μπορούν να αρχίσουν να αντιστρέφουν την εντύπωση της παρακμής των ΗΠΑ. Αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν εκεί. Πρέπει επίσης να βρουν θετικούς τρόπους για να ξαναχτίσουν την αλληλεγγύη και την πολιτική ταυτότητα που κάνουν την δημοκρατία να λειτουργεί. Μια προσπάθεια να τονιστεί ένας κοινός φιλελεύθερος εθνικισμός, ή αυτό που η ιστορικός Jill Lepore αποκαλεί [12] «Νέος Αμερικανισμός», ήταν μέρος του πολιτικού πολιτισμού μας και μπορεί να γίνει και πάλι.

Ως προεδρικός υποψήφιος πριν από 60 χρόνια, όταν οι Αμερικανοί εξακολουθούσαν να παραπατάνε από το σοκ του Σπούτνικ, ο Τζον Φ. Κένεντι μίλησε σε [13] ένα δημοτικό αμφιθέατρο στην Καντόν του Οχάιο. Η χώρα αντιμετώπισε σοβαρές κρίσεις και ο Κένεντι τις απαρίθμησε: χαμηλούς μισθούς, υψηλό κόστος στέγασης, αυξανόμενο κίνδυνο πολέμου, σταδιακή συρρίκνωση της βιομηχανίας, και ανάδυση ενός νέου αντιπάλου που φαινόταν να προελαύνει ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες στέκονταν ακίνητες.

«Αυτό που πρέπει να ξεπεράσουμε», είπε τότε ο Κένεντι, είναι «αυτό το ψυχολογικό αίσθημα στον κόσμο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν φτάσει στην ωριμότητα, ότι ίσως έχει περάσει η ακμή μας, ίσως οι φωτεινότερες μέρες μας ήταν νωρίτερα, και ότι τώρα μπαίνουμε στο μακρύ, αργό απόγευμα ... Δεν έχω καθόλου αυτή την άποψη, και ούτε οι άνθρωποι αυτής της χώρας».