Η διαφθορά ως εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διαφθορά ως εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής

Η διεθνής μαρτυρία και η ελληνική πραγματικότητα*

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η χρήση κάθε είδους επιθετικής μεθόδου που μπορεί να αυξήσει την ισχύ ενός κράτος, ανεξαρτήτως ηθικού βάρους και αποτελέσματος, είναι όχι μόνο επιτρεπτή, αλλά και επιβεβλημένη. Όπως αναφέρει και ο Morgenthau (1962), o ρεαλισμός «αρνείται να ταυτίσει τις ηθικές φιλοδοξίες ενός συγκεκριμένου έθνους με τους ηθικούς νόμους που διέπουν το σύμπαν». Αντιλαμβάνεται όλα τα έθνη ως δρώντα υποκείμενα που επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των συμφερόντων τους πάντα με όρους ισχύος (Toft, 2005). Υπό αυτές τις συνθήκες, γίνεται κατανοητό, ότι η χρήση της διαφθοράς ως εργαλείο είναι κάτι φυσιολογικό, ρεαλιστικό και εφαρμοστέο, αφού όπως θα δούμε στην συνέχεια, αυτή είναι σε θέση να μειώσει την ισχύ των ανταγωνιστών, αλλά και να αυξήσει την ισχύ αυτού που θα την χρησιμοποιήσει για τους στόχους του.

Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ

Η Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International), ορίζει την διαφθορά ως την κατάχρηση εμπιστευμένης εξουσίας για αποκόμιση ιδιωτικού οφέλους (the abuse of entrusted power for private gain).

Η διαφθορά εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές ανάλογα με τους εμπλεκόμενους και τα εκάστοτε συμφέροντα που διακυβεύονται. Έτσι π.χ. η διαφθορά στο χαμηλότερο επίπεδο όπου δυνητικά εμπλέκονται υπάλληλοι του Δημοσίου που ανήκουν στα χαμηλά και στα μεσαία επίπεδα της ιεραρχίας, χαρακτηρίζεται ως μικρή (Petty Corruption) και αφορά κυρίως την πρόσβαση σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες.

Αντίστοιχα η υψηλή διαφθορά (Grand Corruption) συνίσταται σε πράξεις που διαπράττονται σε υψηλότερα επίπεδα και οι οποίες παρακάμπτουν ή στρεβλώνουν τις εθνικές πολιτικές ή την κεντρική λειτουργία ενός κράτους, επιτρέποντας σε υψηλά ιστάμενους αξιωματούχους να απολαμβάνουν προσωπικά οφέλη σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος.

Τέλος, η πολιτική διαφθορά (Political Corruption) αποτελεί χειραγώγηση πολιτικών προσώπων και στοχεύει συγκεκριμένους θεσμούς και διαδικαστικούς κανόνες. Τα εν λόγω πολιτικά πρόσωπα μεταχειρίζονται με παράνομο τρόπο προνόμια και εξουσίες που πηγάζουν από την θέση τους, για να διατηρήσουν περισσότερο την εξουσία τους και να αυξήσουν τον πλούτο τους.

Μια ειδική μορφή της υψηλής διαφθοράς αποτελεί αυτό που είναι ως γνωστό ως «Αιχμαλωσία του Κράτους» (State Capture). Αυτή ορίζεται ως οι προσπάθειες επιχειρήσεων, αλλά και τρίτων μερών, να διαμορφώνουν οι ίδιες τους νόμους, τις πολιτικές και τους κανονισμούς ενός κράτους προς όφελός τους, παρέχοντας παράνομες ιδιωτικές αμοιβές σε δημόσιους αξιωματούχους (Hellman, Jones & Kaufmann, 2003). Ευνόητο ότι αυτή η μορφή διαφθοράς συναντάται σε βαθιά διαβρωμένα συστήματα κρατικών οντοτήτων, όπου επιχειρηματικά συμφέροντα και κρυμμένα, ενδεχομένως ξένα κρατικά συμφέροντα έχουν διεισδύσει και έχουν καταλάβει και ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό καίριες θέσεις στους θεσμικούς μηχανισμούς.

Η ύπαρξη της υψηλής διαφθοράς και των φαινομένων State Capture προϋποθέτουν μακροχρόνια παρουσία και σταδιακή εδραίωση μηχανισμών που προωθούν την διαφθορά και την διάβρωση των κοινωνικών θεσμών σε μια οικονομία, συμπεριλαμβανομένου και του κοινωνικού υποσυνείδητου.

Παρόμοιο φαινόμενο, αλλά με αρκετές διαφορές από την διαφθορά και παρά το γεγονός ότι συχνά συγχέεται με αυτή , αποτελεί το lobbying, το οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί ως επηρεασμός από ομάδες συμφερόντων. Η κυριότερη διαφορά με την διαφθορά έγκειται στο ότι τα lobbies αποτελούν επισήμως ομάδες επηρεασμού των πολιτικών προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Αυτές οι ομάδες, κάποιες από τις οποίες είναι ιδιαίτερα ισχυρές, δαπανούν χρήματα για τους σκοπούς τους, τα οποία ωστόσο δεν τα καρπώνεται κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο ή κρατικός αξιωματούχος όπως στην περίπτωση της διαφθοράς, αλλά δαπανώνται σε δράσεις και ενέργειες που είναι σε θέση να διευκολύνουν την επίτευξη της αποστολής τους (π.χ. διοργάνωση εκστρατειών ενημέρωσης, συνέδρια, προβολή στα ΜΜΕ, κ.λπ.). Σε μια σειρά χωρών, το lobbying είναι απολύτως νόμιμο. Στις ΗΠΑ π.χ. ρυθμίζεται από σχετική νομοθεσία (Lobbying Disclosure Act of 1995) και όλα τα lobbies πρέπει να εγγράφονται στην γραμματεία της Γερουσίας και να δηλώνουν όλες τις δράσεις τους και τις δαπάνες τους. Παρά το γεγονός ότι η δράση των lobbies θεωρείται περισσότερο διάφανη, υπάρχουν αρκετές ερευνητικές μελέτες οι οποίες έχουν βρει ενδείξεις ότι το lobbying λειτουργεί είτε συμπληρωματικά/παράλληλα με την διαφθορά (π.χ. Damania et al, 2004), είτε ως υποκατάστατο αυτής (Campos & Giovanni, 2007; Mishra, 2017).

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι παρά το γεγονός ότι η διαφθορά υπόκειται στην διαδικασία της μέτρησης και υπάρχουν αρκετοί δείκτες μέτρησής της (π.χ. Corruption Perception Index – Transparency International, Control of Corruption Index – World Bank Governance Indicators), η φύση της μέτρησης είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενική, αφού στηρίζεται σε παράγοντες όπως π.χ. μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν τα αντίστοιχα φαινόμενα, οι οποίες καταγράφονται και απεικονίζονται σε επιστημονικά δομημένα ερωτηματολόγια. Η αποκάλυψη της διαφθοράς και ειδικά αυτής που αφορά στις κατηγορίες της υψηλής διαφθοράς, της πολιτικής διαφθοράς και του State Capture είναι εξαιρετικά δύσκολη και σχετιζόταν πάντοτε με άρνηση του φαινομένου και ενόχληση ιδιαίτερα σημαντικών δυνάμεων και συμφερόντων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές στα σχετικά διπλωματικά εγχειρίδια. Ο Satow (1922) στο θεμελιώδες έργο του «Guide to Diplomatic Practice» αναφέρει σχετικά: «Ο Νόμος των Εθνών [1] καταδικάζει την δωροδοκία στις διαπραγματεύσεις τόσο αποφασιστικά που οι δυνάμεις που κατηγορούνται για αυτό αρνούνταν ανέκαθεν την ανάμιξή τους». Και συνεχίζει, «Η δωροδοκία μπορεί να επιτρέπεται ως όπλο άμυνας˙ ως μέσο επίθεσης, όμως, δεν επιτρέπεται, αλλά στον Νόμο των Εθνών, κανένας νόμος πολέμου δεν απαγορεύει την εξαγορά των ξένων “fondé de pouvoirs” [στμ: εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων]».