Η COVID-19 θα γίνει ένας ευρωπαϊκός καταλύτης; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η COVID-19 θα γίνει ένας ευρωπαϊκός καταλύτης;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι γεωπολιτικές προκλήσεις μετά την πανδημία*

Για την υιοθέτηση του Ταμείου Ανάκαμψης, η Γερμανία υπήρξε το κράτος-κλειδί, ο κρίσιμος παίκτης, η μετακίνηση του οποίου από τις παραδοσιακές του θέσεις μετατόπισε δραστικά το κέντρο βάρους. Αυτό συνοδεύθηκε από αλλαγή ρητορικής και μια νέα πλαισίωση των ευρωπαϊκών εξελίξεων από πλευράς της γερμανικής κυβέρνησης στο εσωτερικό της χώρας. Εάν αυτό αποτελέσει μόνιμη πολιτική επιλογή των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού, θα καταστεί ίσως εφικτό να κατοχυρωθούν οι νέες προσεγγίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι ώστε οι καινοτομίες της περιόδου της πανδημίας να μην αποτελέσουν μια αναλαμπή που θα σβήσει μόλις η κατάσταση εξομαλυνθεί, αλλά τον προάγγελο μιας μόνιμης και ουσιώδους βελτίωσης του ενωσιακού συστήματος οικονομικής διακυβέρνησης.

Η ΕΥΡΩΠΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Εάν τα θετικά στοιχεία των εσωτερικών εξελίξεων παρέχουν έδαφος για αισιοδοξία, οι εξωτερικές εξελίξεις είναι ανησυχητικές και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Όταν τον Σεπτέμβριο 2019, αναλαμβάνοντας τα ηνία, η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υποσχόταν να ηγηθεί μιας «γεωπολιτικής Επιτροπής», ήταν απολύτως εύλογο να αναρωτιέται κανείς αν αυτό είχε κάποιο νόημα ή αποτελούσε απλώς ένα κενό περιεχομένου σλόγκαν που είχε κατασκευαστεί για τις ανάγκες μιας τετριμμένης απόπειρας rebranding κατ’ απομίμηση της «πολιτικής Επιτροπής» του προκατόχου της Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ. Εντός λίγων μηνών, όμως, η κρίση της πανδημίας, αν και δεν την δημιούργησε η ίδια, πάντως κατέδειξε με τον πλέον σαφή και κατηγορηματικό τρόπο την αναγκαιότητα επανεξέτασης της θέσης της Ευρώπης στο διεθνές σύστημα, δηλαδή, επαναπροσδιορισμού της στάσεως της Ένωσης απέναντι στους άλλους μεγάλους παίκτες του συστήματος με γεωπολιτικά κριτήρια και γνώμονα τις διαφαινόμενες μακροεξελίξεις (macrotrends).

Η ιδιαίτερη δυσκολία της Ένωσης να πάρει «μεγάλες» αποφάσεις και να προβεί σε ριζικές αλλαγές πορείας εκδηλώνεται με έντονο τρόπο στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, διευρύνοντας σημαντικά την απόσταση ανάμεσα στα τεράστια πολιτικά, οικονομικά, τεχνικά ή στρατιωτικά μέσα (material capabilities) που διαθέτει η Ευρώπη ως σύνολο και την πολύ περιορισμένη πρακτική δυνατότητα αξιοποίησής τους για την εφαρμογή μιας κοινής πολιτικής (resource mobilization). Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια βαθύτατη και ραγδαία μεταβολή του διεθνούς περιβάλλοντος, η οποία την φέρνει αντιμέτωπη με μια σειρά υπαρξιακών διλημμάτων. Τα διλήμματα αυτά δεν αφορούν μόνον την βιωσιμότητα της Ένωσης ως κοινού θεσμικού πλαισίου, αλλά και το ίδιο το μέλλον, την ασφάλεια και την ελευθερία των ευρωπαϊκών λαών.

Οι παγκόσμιες προκλήσεις δεν γεννήθηκαν με την πανδημία. Όμως, αυτή επιταχύνει και επιτείνει τις προϋφιστάμενες εντάσεις, τους προσδίδει ευκρίνεια (salience) και επείγοντα χαρακτήρα. Καθιστά έτσι δυνατή μια ταχεία αναθεώρηση των πολιτικών στάσεων και προτεραιοτήτων, τόσο σε επίπεδο κοινής γνώμης όσο και στο εσωτερικό των πολιτικών και διοικητικών ελίτ.

Πιο συγκεκριμένα, η νέα συγκυρία έχει υποβαθμίσει κατά πολύ την σημασία του Brexit, το οποίο κατά την προηγούμενη τετραετία αποτελούσε ζήτημα εντονότατου ενδιαφέροντος. Η χαοτική αντιμετώπιση του προβλήματος της πανδημίας απαξίωσε το συμβολικό κεφάλαιο και την ήπια ισχύ (soft power) του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ οι διαπραγματεύσεις για τις μελλοντικές οικονομικές σχέσεις των δύο πλευρών πέρασαν γρήγορα σε δεύτερη μοίρα, καθώς κατέστη σε όλους προφανές ότι, ακόμη και σε περίπτωση ναυαγίου, οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες για την Ένωση θα ήταν εύκολα διαχειρίσιμες, και πάντως σχεδόν ασήμαντες σε σχέση με το πλήγμα του COVID-19.

Σε αντιδιαστολή, η πανδημία έχει βοηθήσει να έλθουν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τα αδιέξοδα και οι αντιφάσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι σε τρεις πολύ σημαντικότερους πόλους του διεθνούς συστήματος: τις ΗΠΑ, την Κίνα, αλλά και τα κράτη της Αφρικής. Μέχρι τώρα, οι σχέσεις της Ένωσης με τους τρεις αυτούς πόλους διαμορφώνονταν εκ των ενόντων –και, τουλάχιστον ως προς την Κίνα, επικαθορίζονταν από τα εμπορικά συμφέροντα των επί μέρους κρατών-μελών. Υπό τις νέες συγκυρίες, η ανάγκη για επί της αρχής και μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό, αλλά και για κοινή στάση των κρατών-μελών, καθίσταται πλέον πρόδηλη.

Υπ’ αυτή την έννοια, η βαθιά διαταραχή της πανδημίας, προστιθέμενη σε προϋφιστάμενες πιέσεις, προκαλεί την Ευρώπη να εγκαταλείψει την γραφειοκρατική κωλυσιεργία και να πάρει αμέσως κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της. Την καλεί, προκειμένου να προστατεύσει την ανεξαρτησία και τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά κεκτημένα της, να αντιστρέψει το προαναφερθέν επίγραμμα του Karr, το οποίο ειρωνεύεται την εγγενή αδράνεια του συστήματος, και να υιοθετήσει, αν όχι ως ιδεώδες, πάντως ως αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης, το ρητό από τον Γατόπαρδο του Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα: «Se νogliamo che tutto rimanga com'e, bisogna che tutto cambi» –αν θέλουμε τα πάντα να μείνουν ως έχουν, πρέπει να τ’ αλλάξουμε όλα!

ΗΠΑ: Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΜΟΝΑ;

Η πρώτη παράμετρος αφορά τις σχέσεις της Ευρώπης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μεταπολεμική Ευρώπη ανασυγκροτήθηκε, αναπτύχθηκε οικονομικά, εμβάθυνε τους πολιτικούς δεσμούς μεταξύ των κρατών της, κι έγινε εν τέλει Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την προστασία της αμυντικής ομπρέλας των ΗΠΑ και με την δική τους επίνευση. Είναι, όμως, προφανές ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι ΗΠΑ δεν ασκούν πλέον τον παραδοσιακό τους ρόλο στην Ευρώπη. Αντιθέτως, το ενδιαφέρον τους για αυτήν έχει περιοριστεί –κι αυτό αντανακλά την μετατόπιση του κέντρου βάρους των παγκοσμίων εξελίξεων προς ανατολάς και, συνακολούθως, έναν μόνιμο, διαρθρωτικό επαναπροσανατολισμό των αμερικανικών στρατηγικών προτεραιοτήτων.