Μια ψύχραιμη πολιτική για την Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια ψύχραιμη πολιτική για την Κίνα

Η υπόθεση για την προτεραιοποίηση των ζωτικών συμφερόντων

Όσον αφορά τον τρίτο στόχο της δέσμευσης, την άρση των Κινέζων από την φτώχεια, το αποτέλεσμα δεν ήταν τίποτα λιγότερο από θαυμαστό. Μετά το άνοιγμα του Νίξον, η Κίνα γνώρισε δεκαετίες οικονομικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα την πιο δραματική μείωση της φτώχειας από οποιοδήποτε μεγάλο έθνος στην ιστορία. Η χώρα το πέτυχε εγκαταλείποντας τα κομμουνιστικά οικονομικά και αγκαλιάζοντας τις αρχές της Δυτικής ελεύθερης αγοράς. Το 1978, εννέα στους δέκα Κινέζους ζούσαν κάτω από το όριο της Παγκόσμιας Τράπεζας για την «ακραία φτώχειας» των 2 δολαρίων την ημέρα. Σήμερα, περισσότεροι από τους εννέα στους δέκα είναι πάνω από αυτό το όριο.

Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την οποία αναφέρουν συχνά οι επικριτές της Κίνας, περιέχει δύο ομάδες δικαιωμάτων: ένα οικονομικό και κοινωνικό, το άλλο πολιτικό. Όπως και το Σύνταγμα των ΗΠΑ, η Διακήρυξη επιβεβαιώνει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και σε μια αντιπροσωπευτική κυβέρνηση. Αλλά διακηρύσσει επίσης ότι «Ο καθένας έχει το δικαίωμα σε ένα επίπεδο διαβίωσης κατάλληλο για την υγεία και την ευημερία του ίδιου και της οικογένειάς του». Παρόλο που το ιστορικό της Κίνας για τα πολιτικά δικαιώματα ήταν αβυσσαλέο, όσον αφορά την επέκταση των οικονομικών δικαιωμάτων των πολιτών πέτυχε πέρα από τα πιο άγρια όνειρα του οποιουδήποτε.

ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΙΝΑ

Από την εποχή του ανοίγματος του Νίξον έως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα επιδίωκε αυτούς τους συγκεκριμένους, πρακτικούς στόχους -και κατάφερε να πετύχει σε μεγάλο βαθμό. Αλλά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, πιασμένοι στην ευφορία της νίκης, πολλοί φαντάστηκαν ότι ο κόσμος είχε φτάσει στο «τέλος της ιστορίας». Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ προέβλεπαν μια «μονοπολική εποχή», στην οποία η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο καπιταλισμός της αγοράς θα ήταν θριαμβευτές και η ειρήνη θα βασιλεύει.

Αυτές οι ιδέες ενημέρωσαν την προσδοκία του προέδρου Τζορτζ Μπους [του πρεσβύτερου] και του προέδρου Μπιλ Κλίντον ότι η ένταξη της Κίνας στο διεθνές εμπορικό σύστημα θα έθετε τα θεμέλια μιας νέας φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης. Όπως εξήγησε ο Κλίντον [8] στο σκεπτικό του για την πρόσκληση της Κίνας να ενταχθεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2000, «η Κίνα δεν συμφωνεί απλά να εισαγάγει περισσότερα από τα προϊόντα μας˙ συμφωνεί να εισαγάγει μια από τις πιο αγαπημένες αξίες της δημοκρατίας, την οικονομική ελευθερία». Ο Κλίντον ήταν σίγουρος για την σχέση μεταξύ οικονομικής και πολιτικής φιλελευθεροποίησης. «Όσο περισσότερο η Κίνα απελευθερώνει την οικονομία της, τόσο πληρέστερα θα απελευθερώσει το δυναμικό των ανθρώπων της -την πρωτοβουλία τους, την φαντασία τους, το αξιοσημείωτο επιχειρηματικό πνεύμα τους», είπε. «Και όταν τα άτομα έχουν την δύναμη … για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, θα απαιτήσουν μεγαλύτερο λόγο».

Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους [ο νεότερος] και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα έφεραν αυτήν την στρατηγική λογική στον 21ο αιώνα. Όπως και ο Κλίντον, αμφότεροι πίστευαν ότι η οικονομική δέσμευση με την Κίνα θα προωθούσε τις φιλοδοξίες του κινεζικού λαού και τελικά θα ανάγκαζε την κινεζική ηγεσία να ανοίξει το πολιτικό σύστημα. Όπως είπε ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπους [9] στο [περιοδικό] Foreign Policy, «Οι πολιτικές τους θα ευθυγραμμιστούν με την δική μας -όχι σε κάποιους μήνες, αλλά πρόκειται να συμβεί». Με αυτοπεποίθηση σε αυτήν την τροχιά της ιστορίας, ο Ομπάμα έκανε την ίδια πρόβλεψη κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού το 2009 στην Κίνα, λέγοντας [10], «Όταν αρχίζετε να βλέπετε οικονομική ελευθερία όπως αυτή, τότε η πολιτική ελευθερία ξεκινά … να ετοιμάζεται».

Όπως είναι προφανές, αυτές οι προσδοκίες ήταν ψευδαισθήσεις. Η Κίνα δεν πρόκειται ποτέ να γίνει δημοκρατία και να ακολουθήσει τα βήματα της Ιαπωνίας και της Γερμανίας, παίρνοντας την θέση της σε μια διεθνή τάξη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Αυτό που εξασφάλισε την αποτυχία ήταν μια μορφή τύφλωσης που συνόδευε ένα όραμα: οι Ηνωμένες Πολιτείες γοητεύτηκαν από μια ιδανική κατάληξη χωρίς να αποδεχτούν ότι ήταν αδύνατο να επιτευχθεί.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Κοιτάζοντας αυτό το ιστορικό των διαπραγματεύσεων με την Κίνα, η διοίκηση του Μπάιντεν θα πρέπει να βρει τέσσερα μαθήματα ως διδακτικά. Πρώτον, όταν επιδιώκονταν γεωπολιτικοί στόχοι, η δέσμευση έχει πετύχει πιο συχνά από ότι απέτυχε. Η Ουάσινγκτον κατάφερε να δημιουργήσει μια βιώσιμη έξοδο από το Βιετνάμ και, το πιο σημαντικό, να γείρει την ισορροπία δυνάμεων ενάντια στην Σοβιετική Ένωση. Με το να πείσει το Πεκίνο ότι θα μπορούσε να πετύχει περισσότερα από αυτά που ήθελε αν συμμετείχε στην υπό την ηγεσία των ΗΠΑ διεθνή τάξη, η Ουάσινγκτον επιβράδυνε την εξάπλωση των πυρηνικών όπλων, αντιμετώπισε την παγκόσμια τρομοκρατία, προώθησε την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και απέφυγε μια άλλη Μεγάλη Ύφεση. Το μυστικό της επιτυχίας ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διαμόρφωσαν αντικειμενικές συνθήκες μέχρι του σημείου όπου οι Κινέζοι ηγέτες θα μπορούσαν να πεισθούν ότι ήταν προς το συμφέρον τους να κάνουν ό, τι ήθελε η Ουάσιγκτον. Αντιμέτωποι με μια πολύ πιο ισχυρή Κίνα, ο Μπάιντεν και η ομάδα του θα το βρουν πολύ πιο δύσκολο να ακολουθήσουν αυτό το σενάριο. Ωστόσο, θα ανακαλύψουν ότι μόνο με την δημιουργία των σωστών συμμαχιών και ευθυγραμμίσεων με άλλες χώρες μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να ελπίζουν να επηρεάσουν την συμπεριφορά της Κίνας.