Οι Κεντρo-αμερικανοί δραπετεύουν από κακές κυβερνήσεις | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι Κεντρo-αμερικανοί δραπετεύουν από κακές κυβερνήσεις

Για να σταματήσει τη μετανάστευση, η Ουάσιγκτον πρέπει να αντιμετωπίσει μια βαθύτερη κρίση
Περίληψη: 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να επιβάλουν την αλλαγή στην ποιότητα της διακυβέρνησης στην Κεντρική Αμερική. Αντί γι’ αυτό, πρέπει να αναβαθμίσουν τους τοπικούς φορείς που ήδη ανταποκρίνονται σε νόμιμα, λαϊκά αιτήματα για καλύτερη διακυβέρνηση.

Ο DAN RESTREPO είναι ανώτερος συνεργάτης στο Center for American Progress και διετέλεσε Ειδικός Βοηθός του Προέδρου και Ανώτερος Διευθυντής Υποθέσεων Δυτικού Ημισφαιρίου στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.

Τον Ιανουάριο, χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην πόλη San Pedro Sula της Ονδούρας για να σχηματίσουν ένα μεταναστευτικό καραβάνι και να ταξιδέψουν βόρεια. «Fuera, Juan Orlando, fuera!» φώναζαν, αναφερόμενοι στον διαβόητα διεφθαρμένο πρόεδρο της Ονδούρας. «Φύγε, Χουάν Ορλάντο, φύγε!».

Η Ονδούρα είναι μια από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Είναι επίσης μια από τις πιο βίαιες, ειδικά για τις γυναίκες. Και μαζί με τους γείτονές της στην βόρεια Κεντρική Αμερική, είχε μόλις καταστραφεί από δύο θεωρητικά μοναδικές στα χρονικά καταιγίδες που επέπεσαν μέσα σε απόσταση 15 μιλίων και σε διάστημα δύο εβδομάδων, τον Νοέμβριο του 2020.

08032021-1.jpg

Ένα καραβάνι μεταναστών στην San Pedro Sula, στην Ονδούρα, τον Δεκέμβριο του 2020. Jose Cabezas / Reuters
-------------------------------------------------

Όλοι αυτοί οι παράγοντες εξηγούν γιατί δεκάδες χιλιάδες Ονδουριανοί εγκαταλείπουν την χώρα τους κάθε χρόνο. Όμως, η κραυγή από εκείνους που διακινδυνεύουν τα πάντα σε ένα επικίνδυνο ταξίδι μέσω της Γουατεμάλας και του Μεξικού προς τα σύνορα των ΗΠΑ έδειξε έναν πιο θεμελιώδη παράγοντα παράνομης μετανάστευσης από την περιοχή -τις διαδεδομένες αποτυχίες διακυβέρνησης που μαστίζουν από καιρό την Ονδούρα και τους γείτονές της. Για να σταματήσει η μετανάστευση από την Κεντρική Αμερική, οι προηγούμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ έδιναν έμφαση στην οικονομική ευημερία και τις πρωτοβουλίες ασφάλειας και δεν έδιναν προτεραιότητα στην διακυβέρνηση. Η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, θα πρέπει να δοκιμάσει κάτι νέο εάν ελπίζει να διατηρήσει τη μετανάστευση από την περιοχή σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην διακυβέρνηση.

ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Η Ονδούρα, η Γουατεμάλα και το Ελ Σαλβαδόρ δεν είναι μόνο φτωχές και βίαιες [χώρες]˙ ταλαιπωρούνται από την διαφθορά και την αναποτελεσματική, συχνά επιθετική διακυβέρνηση. Σε όλους σχεδόν τους Παγκόσμιους Δείκτες Διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας [1], συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης, του κράτους δικαίου, και του ελέγχου της διαφθοράς, οι χώρες της Βόρειας Κεντρικής Αμερικής υστερούν πολύ ακόμη και από τις ομολόγους τους από την Λατινική Αμερική και την Καραϊβική. Και οι πολίτες τους το γνωρίζουν. Περίπου την εποχή που το καραβάνι του Ιανουαρίου σχηματίστηκε στην San Pedro Sula, μια έρευνα της κοινής γνώμης [2] αποκάλυψε ότι ακόμη και σε μια πανδημία, μια οικονομική κατάρρευση, και τον καταστροφικό απόηχο των τυφώνων Eta και Iota, περισσότερα Ονδουριανοί –το 40%- αναγνώρισαν την διαφθορά ως μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα από οποιοδήποτε άλλο ζήτημα. Μόνο το 23% είπε για την ανεργία και το 12% για την COVID-19.

Οι Ονδουριανοί δεν είναι μόνοι τους στην αποκήρυξη της διαφθοράς. Σύμφωνα με τον Δείκτη Αντιληπτής Διαφθοράς της Transparency International το 2020 [3], ο οποίος κατατάσσει 180 χώρες και περιοχές κατά τα αντιληπτά επίπεδα διαφθοράς, το Σαλβαδόρ και η Γουατεμάλα κατατάσσονται στο 104 και το 149, αντίστοιχα. Στην εμβληματική έρευνα κοινής γνώμης της Λατινικής Αμερικής, το Latinobarómetro, οι πολίτες της Ονδούρας, του Σαλβαδόρ και την Γουατεμάλας εντοπίζουν τακτικά τις αποτυχίες διακυβέρνησης ως μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες τους. Το 2018 [4], για παράδειγμα, κανένα μη πολιτικό κυβερνητικό ίδρυμα σε καμία από αυτές τις τρεις χώρες δεν απολάμβανε την εμπιστοσύνη πάνω από το 35% του πληθυσμού, και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν έφηβοι και ηλικίας 20 ετών και κάτι. Η ικανοποίηση από την δημοκρατία ήταν ακόμη χαμηλότερη, στο 11% στο Ελ Σαλβαδόρ, στο 18% στην Γουατεμάλα και στο 26% στην Ονδούρα.

Αποτυχίες διακυβέρνησης αυτού του μεγέθους, και ιδίως η αρπακτική διαφθορά που τις ορίζει, κινητροδοτούν την παράτυπη μετανάστευση. Μια μελέτη του 2019 [5], για παράδειγμα, διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να θέλουν να μεταναστεύσουν όταν βιώνουν από πρώτο χέρι την διαφθορά. Ένα άλλο πρόσφατο έγγραφο [6] διαπίστωσε ότι οι αποτυχίες διακυβέρνησης επίσης αποστερούν την ελπίδα από τους πληθυσμούς, και εκείνοι που δεν έχουν ελπίδα είναι πιθανότερο να εκτεθούν σε μια επικίνδυνη μεταναστευτική οδύσσεια. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι κατά την τελευταία δεκαετία, σχεδόν τρία εκατομμύρια πολίτες της Ονδούρας, της Γουατεμάλας και του Σαλβαδόρ -ή σχεδόν το 8% του συνδυασμένου πληθυσμού τους- εγκατέλειψαν τις χώρες τους αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΕΙΓΜΑ, ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ

Για δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραπατούν στην βόρεια Κεντρική Αμερική από τη μια προσέγγιση διαχείρισης κρίσεων στην άλλη. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν στο Ελ Σαλβαδόρ, την Γουατεμάλα και την Ονδούρα δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική υποστήριξη και οικονομική βοήθεια στο πλαίσιο των πολέμων τους δια πληρεξουσίων (proxy war) με την Σοβιετική Ένωση. Στην συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το Ελ Σαλβαδόρ και η Γουατεμάλα υπέγραψαν ιστορικές ειρηνευτικές συμφωνίες που τερμάτισαν δεκαετίες εμφύλιων πολέμων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αρχικά προσπάθησαν να βοηθήσουν αυτές τις κυβερνήσεις να εδραιώσουν δημοκρατική διακυβέρνηση με θεσμούς του κράτους δικαίου, αλλά εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους πολύ γρήγορα. Στο Ελ Σαλβαδόρ, για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον μείωσε απότομα την βοήθεια προς τη νεοσύστατη αστυνομική δύναμη και αύξησε τις απελάσεις μεταναστών χωρίς έγγραφα που καταδικάστηκαν για σοβαρά εγκλήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, σπέρνοντας εγκληματικές συμμορίες που συνεχίζουν να στοχεύουν πολίτες σε όλη την Βόρεια Κεντρική Αμερική μέχρι σήμερα.