«Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Πανδημία και η σχέση της με την Επιστήμη και την Ιατρική» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Πανδημία και η σχέση της με την Επιστήμη και την Ιατρική»

Διαδικτυακή συζήτηση που οργάνωσε το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών (CEMES) με την υποστήριξη του Foreign Affairs The Hellenic Edition και του Ινστιτούτου Εξωτερικών Υποθέσεων (fainst.eu).

Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση να συμμετάσχω στην σημερινή πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Ήταν κάτι αναπάντεχο για μένα, για πολλούς λόγους θα έλεγα: ο πρώτος και κύριος είναι ότι η σχέση μου με την θεολογία, την Εκκλησία και την θεολογική επιστήμη μέχρι τώρα ήταν βιωματική.

Μεγάλωσα σε ένα σπίτι Ορθόδοξων χριστιανών, η οικογένειά μου ς ακολουθεί τις παραδόσεις, όπως τις μάθαμε βιωματικά, και τονίζω το βιωματικά. Γιατί προέρχεται μέσα από την οικογενειακή σχέση και από την διδασκαλία, όπως εγώ την γνώρισα ως μαθητής στην εκπαιδευτική διαδικασία της Ελλάδος. Μια διδασκαλία, όμως η οποία θα έλεγα είναι εξαιρετικά αντιπαραγωγική, είναι μια διεκπεραιωτική διαδικασία ιστορικών γεγονότων και κανόνων, μια διδασκαλία η οποία δεν θέτει τα μεγάλα θεολογικά ερωτήματα, τα οποία θα έπρεπε να θέτει η θεολογική επιστήμη στα γυμνάσια και τα λύκεια στη χώρα μας. Υπάρχει μια αρνητική έκφραση στο εκπαιδευτικό προϊόν, το οποίο εκφέρεται στην Ελληνική εκπαίδευση, και παράλληλα λείπει ακριβώς η συγκριτική ανάλυση, η οριοθέτηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε σχέση με τις άλλες Εκκλησίες και με άλλα θρησκευτικά δόγματα. Όχι γιατί αυτό πρέπει να γίνεται αντιθετικά, αλλά μπορεί να γίνεται συνθετικά, ώστε να φαίνονται και οι διαφορές, αλλά και να διαπιστώνονται οι διάφορες προσεγγίσεις, επικαλύψεις όσον αφορά τις θεολογικές προσεγγίσεις, όποιες κι αν είναι αυτές.

Διαβάζοντας την αγγλική έκδοση το βιβλίου για την Εκκλησία και την Πανδημία (P. Vassiliadis [ed.], The Church in a Period of Pandemic. Can the Present Pandemic Crisis Become a Meaningful Storm for Renewal in our Churches? CEMES Publications 25: Thessaloniki 2020) υπήρξε μια δική μου ανανέωση της σχέσης μου με την Εκκλησία και την θεολογική επιστήμη. Οφείλω να ομολογήσω πως από όλες τις θρησκείες τέτοιο βιβλίο δεν υπάρχει άλλο. Το γεγονός ότι εκδώσατε αυτό το βιβλίο είναι ένα σημαντικό βήμα. Εγώ προσωπικά έμεινα έκπληκτος όταν είδα το εύρος της θεματολογίας που καλύπτεται εκεί. Δεν υπάρχει άλλο τέτοιου είδους πουθενά.

Η ανανέωση, βέβαια, της ιεροσύνης των πιστών γίνεται μέσω της Θείας Ευχαριστίας, για την οποία και άλλοι ομιλητές αναφέρθηκαν, αλλά εγώ νομίζω ότι η ανανέωση που συνέβη σε μένα είναι πιο σημαντική: το να αρχίσω να κατανοώ με ένα πιο διευρυμένο και όχι άγονο τρόπο, όπως είχα μάθει, τα θέματα της Εκκλησίας και της επιστήμης της θεολογίας.

Από εκεί και πέρα, το δεύτερο μεγάλο μήνυμα που πήρα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο και ακούγοντας και τη συζήτηση σήμερα, είναι ότι οι δικές σας προσεγγίσεις λείπουν από τις δικές μου – αλλά και πολλών άλλων επιστημόνων – διεπιστημονικές προσεγγίσεις. Κι εγώ ανήκω σε μια κατηγορία επιστημόνων που αναζητούν την διεπιστημονικότητα, που ενώ έχω διευρύνει τα δικά μου επιστημονικά αντικείμενα, δεν συναντήθηκα ποτέ μέχρι σήμερα με την θεολογία. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο αυτό, που είναι εξαιρετικά διευρυμένο με τις προσεγγίσεις του. Ή, ποτέ σε συζητήσεις που έχουν σχέση είτε με την ιατρική, είτε με τις οικονομικές επιστήμες, είτε με την οικονομική επιστήμη. Μέσα στα κεφάλαια του βιβλίου τα διεπιστημονικά ανοίγματα είναι εμφανή.

Έτσι τίθεται ένα δεύτερο μεγάλο πεδίο για όλους σας, το πώς δηλαδή συνομιλείτε με τις άλλες επιστήμες, δηλαδή πώς ανοίγετε τον διεπιστημονικό διάλογο, πώς υπάρχετε έξω από τον ασφαλή χώρο της Ορθόδοξης θεολογικής προσέγγισης. Και με αυτήν την έννοια, αν η Θεία Ευχαριστία είναι ένα ταυτοτικό θεολογικό χαρακτηριστικό, θα πρέπει να αναζητήσουμε πώς το κοινωνικό εύρος και τα κοινωνικά ερωτήματα που διαθέτει η Εκκλησία και η θεολογική επιστήμη δημιουργούν και μη θεολογικά ταυτοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία υπερβαίνουν τα θεολογικά χαρακτηριστικά που έχετε τώρα. Αλλά τα μη θεολογικά ταυτοτικά χαρακτηριστικά έρχονται και συμπληρώνουν τα θεολογικά ταυτοτικά χαρακτηριστικά σε ένα σύγχρονο κόσμο που αλλάζει ραγδαία και λόγω της πανδημίας και λόγω της σύγχρονης τεχνολογίας, αλλά και γιατί επανοριοθετούνται πολλές ιδεολογικές και ταυτοτικές τοποθετήσεις πέραν του χώρου της Εκκλησίας. Δηλαδή πολλά πράγματα αλλάζουν και πέραν του χώρου της Εκκλησίας.

Με αυτήν την έννοια η διεπιστημονική συζήτηση και η μετατροπή της βιωματικής σχέσης σε πιο ουσιαστική σχέση σε ότι αφορά τη σχέση των πιστών με την Εκκλησία αποκτά ένα νέο περιεχόμενο. Αν συνεχίσει αυτή η σχέση να είναι μόνο βιωματική και δεν γίνει πιο ουσιαστική, η περιθωριοποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα είναι δεδομένη. Δεν θεωρείται πλέον δεδομένη η θεολογική επιστήμη χωρίς να υπάρχει η ουσιαστική τεκμηρίωση.

Και δεύτερον, εξεπλάγην πολύ ευχάριστα από τον Μητρ. Νιγηρίας, ο οποίος είπε ότι «μπορεί και να σφάλω»! Αυτό δεν το έχω ακούσει ποτέ, από έναν ιερωμένο θέλω να πω. Πάντα δηλαδή υπάρχει η απόλυτη αλήθεια, δεν υπάρχει περίπτωση να σφάλει κανείς. Πάντα υπήρχε μία μόνον αλήθεια, και δεν θα μπορούσαμε να πάμε πίσω στα μεγάλα ερωτήματα: γιατί υπάρχουμε, πώς υπάρχουμε, πώς πρέπει να ζούμε, ποιος είναι ο ρόλος μας μέσα στην κοινωνία, και ο θεολογικός και ο μη θεολογικός. Αυτά τα μεγάλα ερωτήματα πρέπει να τα επανατοποθετήσουμε.

Και η πανδημία μας άνοιξε τέτοια θέματα, τα οποία αφορούν το δεύτερο μέρος της παρέμβασής μου, το οποίο αφορά το κοινωνικό εύρος, το νέο ταυτοτικό χαρακτηριστικό, το οποίο αναφέρεται σ’ αυτά που είπα πιο πριν. Η πανδημία αυξάνει τις ανισότητες. Υπάρχει πλέον μια κοινωνία, η οποία θα είναι πιο άνιση την επόμενη μέρα. Οι πλούσιοι έγιναν πιο πλούσιοι, οι ανισότητες ήδη ήταν πολύ μεγάλες και μεταξύ του βορρά και του νότου, δηλαδή μεταξύ των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών σε σύγκριση με τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες του νότου, τις κοινωνίες της Αφρικής, της Ν. Αμερικής και της ΝΑ. Ασίας, οι ανισότητες στις οικονομικές προσόδους σ’ αυτές τις κοινωνίες ήταν εκτεταμένες. Το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 50% του πλούτου, αλλά και οι ανισότητες στην Ελληνική κοινωνία δυστυχώς αυξάνονται. Είναι επομένως ένα μεγάλο θέμα σε ότι αφορά τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά της Εκκλησίας, αν θελήσει να θίξει το θέμα των κοινωνικών ανισοτήτων, συνδέοντάς τες τώρα με το θέμα της υγείας.

Υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια πολυδιάσπαση στην ιατρική επιστήμη. Περάσαμε τα τελευταία χρόνια από μια ολιστική διάσταση του ασθενούς, που ήταν πολύ πιο κοντά στην θεολογική προσέγγιση της επιστήμης και στην θεολογική παράδοση, στον καταμερισμό της επιστημονικής γνώσης και στον επιμερισμό της. Εξετάζουμε όργανα, αλλά δεν εξετάζουμε τον άνθρωπο, έχουμε φύγει από τον άνθρωπο πλέον, και ο κάθε ιατρός, ο κάθε λειτουργός στον χώρο της δημόσιας και της ιδιωτικής υγείας εξετάζει το δικό του αποκλειστικό ενδιαφέρον. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η υγεία μας δεν είναι τι πάσχεις σε ένα συγκεκριμένο όργανο, είναι μια ολιστική προσέγγιση του ανθρώπου, τι σημαίνει ότι πάσχω, το πώς αντιμετωπίζω τον άνθρωπο μέσα στο κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον, στις οικονομικές του συνθήκες, το τι αντιμετωπίζει κοινωνικά. Αυτά δεν τα βλέπουμε στη σύγχρονη ιατρική επιστήμη, κι εδώ είναι ένα μεγάλο πεδίο για την εκκλησία να θέσει ένα νέο παράδειγμα για το πώς αντιμετωπίζουμε την ιατρική πιο ολιστικά.

Ο William Mosler είχε πει τον 19ο αι. «άκου τον ασθενή σου. Θα σου πει πια είναι η διάγνωση». Τώρα δεν ακούμε τους ασθενείς μας. Τώρα πλέον κάνουμε διαγνωστικές εξετάσεις, παραγγέλνουμε τις μαγνητικές και αξονικές τομογραφίες, κάνουμε συνεχή τεστ διαγνωστικά, αλλά δεν συνομιλούμε με τους ασθενείς. Κάπως έτσι θα έλεγα είναι πολλές φορές και η θρησκευτική, η εκκλησιαστική προσέγγιση. Δηλαδή δίνουμε εντολές στους πιστούς, δεν ακούμε τους πιστούς, δεν ακούμε τις αγωνίες τους, με αποτέλεσμα να μικρύνει σημαντικά ο ρόλος της εκκλησίας και της θεολογικής παράδοσης.

Τι θα κάνουμε την επόμενη μέρα. Η επόμενη μέρα θα είναι μια μέρα φιλελευθεροποίησης των οικονομιών, με αποτέλεσμα να έχουμε περισσότερες οικονομικές ανισότητες; Ή θα είναι μια μέρα που θα επανασχεδιαστούν οι οικονομίες με διαφορετικό τρόπο; Ποιος θα είναι ο στόχος, ώστε να αποφύγουμε και τα περιβαλλοντικά προβλήματα – και αναφέρομαι στο περιβάλλον, γιατί εδώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και προσωπικά ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει ανοίξει ένα συγκεκριμένο λαμπρότατο πεδίο πρωτοβουλιών, κατά την γνώμη μου, που δημιουργεί νέα μη θεολογικά ταυτοτικά χαρακτηριστικά των εκκλησιών, που εγώ επιμένω θα πρέπει να συμπληρωθούν και με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της συζήτησης για ανισότητες σε παγκόσμιο επίπεδο, για το πώς δηλαδή μπορούμε να μειώσουμε τις ανισότητες, αλλά και τον κοινωνικό ρόλο της εκκλησίας. Αυτό επομένως θα ανοίξει ένα διάλογο για την επανατοποθέτηση των οικονομιών.

Πάω τώρα στο δεύτερο μεγάλο θέμα το οποίο ανοίγει με την χρήση της τεχνολογίας, που μπορεί να δημιουργήσει πολλά νέα χαρακτηριστικά σε θρησκευτικό και θεολογικό επίπεδο επικοινωνιακά, αλλά μπορεί να δημιουργήσει και προβλήματα, με την έννοια ότι μπορεί να αυξήσει την εσωστρέφεια. Αν την νέα ψηφιακή πραγματικότητα δεν την χρησιμοποιήσουμε ως εξωστρεφές στοιχείο θεολογικής αλλά και επιστημονικής επικοινωνίας, μπορεί να επιτείνει την εσωστρέφεια στο μέλλον. Γιατί η ψηφιακή πραγματικότητα δεν είναι ουδέτερη, οριοθετείται από αλγόριθμους, δεν την ορίζουμε εμείς. Η κάθε θρησκεία μπορεί να βάζει τους δικούς της αλγόριθμους, όπως φυσικά και κάθε φονταμενταλιστικό γκρουπ, με αποτέλεσμα, αντί να βελτιώνουμε την διάχυση των ιδεών και την διάχυση της επικοινωνίας, να την μειώνουμε όλο και περισσότερο. Είναι αυτό που εγώ ονομάζω algorithmic accountability. Δηλαδή πώς θεσπίζουμε μια σχετική λογοδοσία στη νέα ψηφιακή πραγματικότητα, και πώς εμείς χρησιμοποιούμε την νέα ψηφιακή πραγματικότητα, έτσι ώστε να υπάρχει περισσότερος διάλογος, περισσότερη επικοινωνία.

Τρίτο μεγάλο πεδίο, το οποίο ανοίγει η πανδημία και το οποίο δεν μπορεί να το αποφύγει η εκκλησία είναι η εξέλιξη της ιατρικής έρευνας, της ιατρικής επιστήμης σε ότι έχει να κάνει με την γενετική επιστήμη. Ερωτήματα μεγάλα, τα οποία τα αποφεύγει να τα συζητήσει η εκκλησία, τα οποία όμως συζητιούνται από όλους τους πολίτες, είτε το θέλουμε είτε όχι, όλοι μιλάμε τώρα για τα περίφημα εμβόλια, για την γενετική σύσταση του ιού, για τα φάρμακα, για το αν τα εμβόλια πιθανώς αλλάξουν το δικό μας DNA – φαντάζει εξωφρενική βέβαια αυτή η συζήτηση, αλλά δεν είναι, γιατί όταν και αυτή βρίσκει βάθος και υπόσταση σε ένα αναχρονιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο ισχύει στη χώρα μας. Αυτό, βέβαια, δεν έχει σχέση με την θρησκεία, αναφέρομαι στο πως διδάσκουμε βιολογία στα σχολεία μας εντελώς διεκπεραιωτικά. Δεν τίθενται πάλι τα μεγάλα ερωτήματα κι εκεί, που εκεί ο διάλογος θεολογίας και ιατρικής θα ήταν ένα εξαιρετικό πεδίο για μεταπτυχιακές σπουδές για τα μαθήματα αυτά, αν δεν τα έχετε ήδη, εξαιρετικό πεδίο για τον διάλογο της θεολογίας με την επιστήμη, όπως και για την κλιματική αλλαγή.

Το τέταρτο μεγάλο θέμα είναι αυτό που ονομάζουμε διάχυση της παραπληροφόρησης. Πόσο μεγάλο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η εκκλησία και η θεολογική επιστήμη στον περιορισμό της παραπληροφόρησης. Είναι αυτό που ονομάζουμε infodemics, δεν είναι μόνο δηλαδή το epidemics ή pandemics που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή, είναι και το infodemics. Μία διάχυση πληροφοριών στις οποίες δεν υπάρχει πλέον καμία διαμεσολάβηση. Η διαμεσολάβηση δεν ήταν κατ’ ανάγκη καλή, γιατί μπορεί να συντελούσε σε λογοκρισία, στην μη διάχυση ιδεών. Τώρα όμως οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί στο διαδίκτυο και να αναπαραχθεί χωρίς να υπάρχει κανένας έλεγχος γι’ αυτές τις πληροφορίες. Μ’ αυτή την έννοια χρειάζεται μια ουσιαστική θεολογική προσέγγιση στην διάχυση της πληροφορίας, ιδιαίτερα στις ομάδες των πιστών, στο τι πραγματικά ισχύει και τι όχι για μερικά βασικά πράγματα. Κάτι τέτοιο θα έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο και στην παρούσα διαχείριση της πανδημίας, αλλά και στο μέλλον. Χωρίς όμως να ανοίξει ο διάλογος με την επιστήμη στα θέματα της ιατρικής και της γενετικής, δηλαδή πέρα από το διάλογο για το περιβάλλον. Εμείς είμαστε η θρησκεία που υπερβήκατε αυτά τα όρια, όπως έκανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στο διάλογο με τους επιστήμονες στα θέματα της κλιματικής αλλαγής.

Και το τελευταίο θέμα που ήθελα να τονίσω είναι για θέματα που έχουν σχέση με την μετανάστευση, και όσον αφορά τα προσφυγικά θέματα, τα οποία έχετε ήδη έχετε αρχίσει να ανοίγετε κι εσείς. Δηλαδή, ταυτοτικά χαρακτηριστικά, όχι εκκλησιαστικά και θεολογικά εδώ, η εκκλησία και η θεολογία έχουν οικουμενικά χαρακτηριστικά, δεν έχουν ποτέ ρατσιστικά χαρακτηριστικά που στηρίζονται σε ένα έθνος. Ούτε στην παραδοχή όπως νομίζουν ορισμένοι, ότι είμαστε Έλληνες και είμαστε καλύτεροι από τους άλλους, ότι είμαστε μια φυλή ανώτερη από τους άλλους. Είμαστε Έλληνες, πρώτα και κύρια, γιατί αγαπάμε την πατρίδα μας, αγαπάμε την γλώσσα μας, αγαπάμε τις παραδόσεις μας, αγαπάμε την ιστορία μας, αυτό που είμαστε. Όχι ότι είμαστε καλύτεροι από τους Νιγηριανούς, από τους Αιγύπτιους, από τους Ρουμάνους και τους Μολδαβούς. Αλλά η θρησκεία μας έχει μια οικουμενικότητα εδώ. Και δεν αντιμετωπίζει τα προσφυγικά και μεταναστευτικά προβλήματα με τον τρόπου που θα τα αντιμετώπιζε ένα κράτος, το οποίο είναι ανάδελφο, όπως είχε πει παλιότερα ένας εκλεκτός Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εμείς πρέπει να υπερβούμε την έννοια του ανάδελφου, να πάμε στην έννοια του οικουμενικού, κι εδώ η δική μας θρησκεία μπορεί να παίξει έναν πολύ ουσιαστικό ρόλο._

Η μαγνητοσκοπημένη συζήτηση μπορεί να βρεθεί στους ακόλουθους συνδέσμους: https://www.youtube.com/watch?v=qbN6zQyplmA&t=2397s και https://www.youtube.com/watch?v=EwHwNYDEib8&t=4243s

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition