Η Νέα Συμφωνία των Δυνάμεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Νέα Συμφωνία των Δυνάμεων

Πώς να αποτραπεί η καταστροφή και να προωθηθεί η σταθερότητα σε έναν πολυπολικό κόσμο

Το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε ένα ιστορικό σημείο καμπής. Καθώς η Ασία συνεχίζει την οικονομική της άνοδο, τελειώνουν δύο αιώνες Δυτικής κυριαρχίας στον κόσμο, πρώτα υπό την Pax Britannica και στην συνέχεια υπό την Pax Americana. Η Δύση χάνει όχι μόνο την υλική κυριαρχία της αλλά και την ιδεολογική της επιρροή. Σε όλο τον κόσμο, οι δημοκρατίες πέφτουν θύματα του αντιφιλελευθερισμού και της λαϊκιστικής διαφωνίας, ενώ μια ανερχόμενη Κίνα, επικουρούμενη από μια φιλέριδα Ρωσία, προσπαθεί να αμφισβητήσει το κύρος της Δύσης και τις δημοκρατικές προσεγγίσεις τόσο στην εγχώρια όσο και στην διεθνή διακυβέρνηση.

29032021-1.jpg

Ηγέτες των ΗΠΑ και της Κίνας στο Πεκίνο, τον Δεκέμβριο του 2011. Andy Wong / Pool / Reuters
----------------------------------------------------------

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έχει δεσμευθεί να ανακαινίσει την αμερικανική δημοκρατία, να αποκαταστήσει την ηγεσία των ΗΠΑ στον κόσμο, και να δαμάσει μια πανδημία που είχε καταστροφικές ανθρώπινες και οικονομικές συνέπειες. Αλλά η νίκη του Μπάιντεν ήταν στο παραλίγο˙ και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού δεν θα μειωθεί εύκολα ο θυμωμένος λαϊκισμός ή οι αντιφιλελεύθεροι πειρασμοί. Επιπλέον, ακόμη και αν οι Δυτικές δημοκρατίες υπερνικήσουν την πόλωση, καταπολεμήσουν τον αντιφιλελευθερισμό και αποσπάσουν μια οικονομική ανάκαμψη, δεν θα εμποδίσουν την άφιξη ενός κόσμου που είναι ταυτόχρονα πολυπολικός και ιδεολογικά διαφοροποιημένος.

Η ιστορία καθιστά σαφές ότι τέτοιες περίοδοι ταραχώδους αλλαγής έρχονται με μεγάλο κίνδυνο. Πράγματι, οι ανταγωνισμοί μεγάλων δυνάμεων για την ιεραρχία και την ιδεολογία οδηγούν κανονικά σε μεγάλους πολέμους. Η αποτροπή αυτού του αποτελέσματος προϋποθέτει τη νηφάλια αναγνώριση ότι η φιλελεύθερη τάξη υπό την ηγεσία της Δύσης που εμφανίστηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν μπορεί να διασφαλίσει την παγκόσμια σταθερότητα στον 21ο αιώνα. Το ζητούμενο είναι μια βιώσιμη και αποτελεσματική οδός προς τα εμπρός.

Το καλύτερο όχημα για την προώθηση της σταθερότητας τον 21ο αιώνα είναι μια παγκόσμια Συμφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων (Concert of Major Powers). Όπως έδειξε η ιστορία της Συμφωνίας της Ευρώπης (Concert of Europe) του 19ου αιώνα -μέλη της ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ρωσία, η Πρωσία και η Αυστρία- μια διευθύνουσα ομάδα ηγετικών χωρών μπορεί να περιορίσει τον γεωπολιτικό και ιδεολογικό ανταγωνισμό που συνήθως συνοδεύει την πολυπολικότητα.

Οι Συμφωνίες έχουν δύο χαρακτηριστικά που τις καθιστούν κατάλληλες για το αναδυόμενο παγκόσμιο τοπίο: πολιτική συμπερίληψη και διαδικαστική ανεπισημότητα. Η συμπερίληψη μιας Συμφωνίας σημαίνει ότι βάζει [να καθίσουν] στο τραπέζι τα γεωπολιτικά επιδραστικά και ισχυρά κράτη που πρέπει να είναι εκεί, ανεξάρτητα από τον τύπο του καθεστώτος τους. Με αυτόν τον τρόπο, σε μεγάλο βαθμό διαχωρίζουν τις ιδεολογικές διαφορές σχετικά με την εγχώρια διακυβέρνηση από τα θέματα της διεθνούς συνεργασίας. Η ανεπισημότητα της Συμφωνίας σημαίνει ότι αποφεύγει τις δεσμευτικές και επιβαλλόμενες διαδικασίες και συμφωνίες, ξεχωρίζοντας σαφώς από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (UNSC). Το UNSC λειτουργεί πολύ συχνά ως δημόσιο φόρουμ για υπεροχή και παραλύει τακτικά από διαφωνίες μεταξύ των μόνιμων μελών που ασκούν βέτο. Αντίθετα, μια Συμφωνία προσφέρει έναν ιδιωτικό χώρο που συνδυάζει την οικοδόμηση συναίνεσης με το καλόπιασμα και τους ελιγμούς –κάτι απαραίτητο, δεδομένου ότι οι μεγάλες δυνάμεις θα έχουν κοινά και ανταγωνιστικά συμφέροντα. Παρέχοντας ένα όχημα για γνήσιο και διαρκή στρατηγικό διάλογο, μια παγκόσμια Συμφωνία μπορεί ρεαλιστικά να σιγάσει και να διαχειριστεί τις αναπόφευκτες γεωπολιτικές και ιδεολογικές διαφορές.

Μια παγκόσμια Συμφωνία θα ήταν ένα συμβουλευτικό, όχι αποφασιστικό σώμα. Θα αντιμετώπιζε τις αναδυόμενες κρίσεις, αλλά θα διασφάλιζε ότι τα επείγοντα ζητήματα δεν θα περιθωριοποιήσουν τα σημαντικά, και θα δημιουργούσε συζήτηση για μεταρρυθμίσεις επί των υπαρχόντων κανόνων και θεσμών. Αυτή η καθοδηγητική ομάδα θα βοηθούσε στην διαμόρφωση νέων κανόνων και θα ενίσχυε τις συλλογικές πρωτοβουλίες αλλά θα άφηνε επιχειρησιακά θέματα, όπως η ανάπτυξη ειρηνευτικών αποστολών, η παροχή ανακούφισης από πανδημίες, και η σύναψη νέων κλιματικών συμφωνιών, στον ΟΗΕ και σε άλλους υπάρχοντες φορείς. Έτσι, η Συμφωνία θα προετοίμαζε αποφάσεις που θα μπορούσαν να ληφθούν και να εφαρμοστούν αλλού. Θα βρισκόταν πάνω και πίσω, δεν θα υποκαθιστούσε την τρέχουσα διεθνή αρχιτεκτονική με το να διατηρεί έναν διάλογο που δεν υπάρχει τώρα. Τα Ηνωμένα Έθνη είναι πολύ μεγάλα, πολύ γραφειοκρατικά, και πολύ φορμαλιστικά. Οι σύνοδοι κορυφής G-7 ή G-20 μπορούν να είναι χρήσιμες, αλλά ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση είναι θλιβερά ανεπαρκείς, εν μέρει επειδή καταβάλλεται πολλή προσπάθεια στο παζάρι για λεπτομερείς, αλλά συχνά ανώδυνες, ανακοινώσεις. Οι τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ αρχηγών κρατών, Υπουργών Εξωτερικών και Συμβούλων Εθνικής Ασφάλειας είναι υπερβολικά αποσπασματικές και συχνά περιορισμένου σκοπού.

Διαμόρφωση συναίνεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων σχετικά με τους διεθνείς κανόνες που καθοδηγούν την κρατική διαχείριση, αποδοχή τόσο των φιλελεύθερων όσο και των αντιφιλελεύθερων κυβερνήσεων ως νόμιμες και έγκυρες, προώθηση κοινών προσεγγίσεων σε κρίσεις -η Συμφωνία της Ευρώπης βασίστηκε σε αυτές τις σημαντικές καινοτομίες για την διατήρηση της ειρήνης σε έναν πολυπολικό κόσμο. Αντλώντας διδάγματα από τον πρόδρομο στον 19ο αιώνα, μια παγκόσμια Συμφωνία του 21ου αιώνα μπορεί να κάνει το ίδιο. Οι Συμφωνίες όντως στερούνται της βεβαιότητας, της προβλεψιμότητας, και της επιβολής των συμμαχιών και άλλων επίσημων συμφώνων. Όμως, κατά τον σχεδιασμό μηχανισμών διατήρησης της ειρήνης εν μέσω της γεωπολιτικής ρευστότητας, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αγωνίζονται για το λειτουργικό και εφικτό, όχι για το επιθυμητό αλλά αδύνατο.

ΜΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ

Μια παγκόσμια Συμφωνία θα είχε έξι μέλη: την Κίνα, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ινδία, την Ιαπωνία, την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι δημοκρατίες και οι μη δημοκρατίες θα έχουν ισότιμη θέση και η συμμετοχή θα είναι συνάρτηση της ισχύος και της επιρροής, όχι των αξιών ή του τύπου του καθεστώτος. Τα μέλη της Συμφωνίας θα αντιπροσωπεύουν συλλογικά περίπου το 70% τόσο του παγκόσμιου ΑΕΠ όσο και των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών. Η συμπερίληψη αυτών των έξι βαρέων-βαρών στις τάξεις της Συμφωνίας θα της έδινε γεωπολιτική επιρροή, ενώ θα εμπόδιζε το να γίνει μια ανοικονόμητη πολιτικολογία.

Τα μέλη θα στέλνουν μόνιμους εκπροσώπους της υψηλότερης διπλωματικής τάξης στα μόνιμα κεντρικά γραφεία της παγκόσμιας Συμφωνίας. Αν και δεν θα ήταν επίσημα μέλη της Συμφωνίας, τέσσερις περιφερειακοί οργανισμοί -η Αφρικανική Ένωση, ο Αραβικός Σύνδεσμος, η Ένωση Εθνών Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) και ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (OAS)- θα διατηρούσαν μόνιμες αντιπροσωπείες στην έδρα της Συμφωνίας. Αυτές οι οργανώσεις θα παρέχουν στις περιφέρειές τους εκπροσώπηση και την δυνατότητα να βοηθήσουν στην διαμόρφωση της ατζέντας της Συμφωνίας. Κατά την συζήτηση ζητημάτων που επηρεάζουν αυτές τις περιοχές, τα μέλη της Συμφωνίας θα καλούν τους εκπροσώπους από αυτούς τους φορείς καθώς και επιλεγμένα κράτη-μέλη να συμμετάσχουν στις συναντήσεις. Για παράδειγμα, εάν τα μέλη της Συμφωνίας πρόκειται να αντιμετωπίσουν μια διαφωνία στη Μέση Ανατολή, θα μπορούσαν να ζητήσουν την συμμετοχή του Αραβικού Συνδέσμου, των σχετικών μελών του, και άλλων εμπλεκόμενων μερών, όπως το Ιράν, το Ισραήλ, και η Τουρκία.

Μια παγκόσμια Συμφωνία θα αποφεύγει τους κωδικοποιημένους κανόνες, βασιζόμενη αντί γι’ αυτούς στον διάλογο για την οικοδόμηση συναίνεσης. Όπως και η Συμφωνία της Ευρώπης, θα ευνοούσε το εδαφικό status quo και μια άποψη κυριαρχίας που αποτρέπει, εκτός από την περίπτωση της [ύπαρξης] διεθνούς συναίνεσης [προς τούτο], την χρήση στρατιωτικής δύναμης ή άλλων καταναγκαστικών εργαλείων για την αλλαγή υφιστάμενων συνόρων ή την ανατροπή καθεστώτων. Αυτή η σχετικά συντηρητική γραμμή βάσης θα ενθάρρυνε την ενεργό συμμετοχή από όλα τα μέλη. Ταυτόχρονα, η Συμφωνία θα παρείχε έναν ιδανικό χώρο για να συζητηθεί ο αντίκτυπος της παγκοσμιοποίησης στην κυριαρχία και την δυνητική ανάγκη άρνησης της ασυλίας της κυριαρχίας σε έθνη που ασχολούνται με ορισμένες τρομερές δραστηριότητες. Αυτές οι δραστηριότητες μπορεί να περιλαμβάνουν διάπραξη γενοκτονίας, φιλοξενία ή στήριξη τρομοκρατών, ή επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής με την καταστροφή τροπικών δασών.

Έτσι, μια παγκόσμια Συμφωνία θα έδινε προτεραιότητα στον διάλογο και την συναίνεση. Ωστόσο, η καθοδηγητική ομάδα (steering group) θα αναγνωρίσει επίσης ότι οι μεγάλες δυνάμεις σε έναν πολυπολικό κόσμο θα καθοδηγούνται από ρεαλιστικές ανησυχίες σχετικά με την ιεραρχία, την ασφάλεια και την συνέχεια του καθεστώτος, καθιστώντας την διαμάχη αναπόφευκτη. Τα μέλη θα διατηρούν το δικαίωμα να λαμβάνουν μονομερή δράση, μόνα τους ή μέσω συνασπισμών, όταν θεωρούν ότι διακυβεύονται τα ζωτικά τους συμφέροντα. Ο άμεσος στρατηγικός διάλογος, ωστόσο, θα κάνει τις κινήσεις έκπληξης λιγότερο συνήθεις και, ιδανικά, τη μονομερή δράση λιγότερο συχνή. Μια τακτική και ανοιχτή διαβούλευση μεταξύ της Μόσχας και της Ουάσινγκτον, για παράδειγμα, ενδέχεται να είχε προκαλέσει λιγότερες τριβές για την διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι καλύτερο να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους για την Ταϊβάν παρά να παρακάμπτουν το ζήτημα και να διακινδυνεύουν στρατιωτικό ατύχημα στα στενά της Ταϊβάν ή προκλήσεις που θα μπορούσαν να κλιμακώσουν τις εντάσεις.

Μια παγκόσμια Συμφωνία θα μπορούσε επίσης να κάνει τις μονομερείς κινήσεις λιγότερο αποδιοργανωτικές. Οι συγκρούσεις συμφερόντων δύσκολα θα εξαφανίζονταν, αλλά ένα νέο όχημα αφιερωμένο αποκλειστικά στην διπλωματία μεγάλων δυνάμεων θα βοηθούσε να γίνουν αυτές οι συγκρούσεις πιο διαχειρίσιμες. Παρόλο που τα μέλη, καταρχήν, θα υποστηρίξουν μια διεθνή τάξη που θα διέπεται από κανόνες, θα υιοθετούσαν επίσης ρεαλιστικές προσδοκίες σχετικά με τα όρια της συνεργασίας και θα διαμερισματοποιούσαν τις διαφορές τους. Κατά την διάρκεια της Συμφωνίας του 19ου αιώνα, τα μέλη της αντιμετώπιζαν συχνά επίμονες διαφωνίες, για παράδειγμα, σχετικά με το πώς να ανταποκριθούν στις φιλελεύθερες εξεγέρσεις στην Ελλάδα, τη Νάπολη, και την Ισπανία. Αλλά διατήρησαν τις διαφορές τους υπό έλεγχο μέσω του διαλόγου και του συμβιβασμού, επιστρέφοντας στο πεδίο της μάχης στον Κριμαϊκό πόλεμο το 1853 μόνο αφότου οι επαναστάσεις του 1848 γέννησαν αποσταθεροποιητικά ρεύματα εθνικισμού.

Μια παγκόσμια Συμφωνία θα έδινε στα μέλη της ευρύ περιθώριο όσον αφορά την εγχώρια διακυβέρνηση. Ουσιαστικά θα συμφωνούσαν ότι διαφωνούν σε ζητήματα δημοκρατίας και πολιτικών δικαιωμάτων, διασφαλίζοντας ότι τέτοιες διαφορές δεν θα εμποδίζουν την διεθνή συνεργασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι δημοκρατικοί σύμμαχοί τους δεν θα σταματήσουν να επικρίνουν τον αντιφιλελευθερισμό στην Κίνα, την Ρωσία ή οπουδήποτε αλλού και ούτε θα εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους να διαδώσουν τις δημοκρατικές αξίες και πρακτικές. Αντιθέτως, θα συνεχίσουν να υψώνουν την φωνή τους και να ασκούν την επιρροή τους για την υπεράσπιση των καθολικών πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, η Κίνα και η Ρωσία θα ήταν ελεύθερες να επικρίνουν τις εσωτερικές πολιτικές των δημοκρατικών μελών της Συμφωνίας και να προωθούν δημόσια το δικό τους όραμα διακυβέρνησης. Ωστόσο, η Συμφωνία θα λειτουργούσε επίσης προς μια κοινή κατανόηση του τι συνιστά απαράδεκτη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών και, κατά συνέπεια, πρέπει να αποφευχθεί.

Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ

Η καθιέρωση μιας παγκόσμιας Συμφωνίας θα αποτελούσε ασφαλώς μια οπισθοδρόμηση στο σχέδιο φιλελευθεροποίησης που ξεκίνησαν οι δημοκρατίες του κόσμου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι προσδοκίες της προτεινόμενης ομάδας καθοδήγησης θέτουν έναν μέτριο πήχη σε σύγκριση με τον μακροχρόνιο στόχο της Δύσης να διαδώσει την δημοκρατική διακυβέρνηση και να παγκοσμιοποιήσει μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη. Ωστόσο, αυτή η μείωση των προσδοκιών είναι αναπόφευκτη δεδομένης της γεωπολιτικής πραγματικότητας του 21ου αιώνα.

Το διεθνές σύστημα, κατ’ αρχήν, θα εμφανίζει χαρακτηριστικά τόσο της διπολικότητας όσο και της πολυπολικότητας. Θα υπάρχουν δύο ομότιμοι ανταγωνιστές -οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα. Σε αντίθεση με τον Ψυχρό Πόλεμο, ωστόσο, ο ιδεολογικός και γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ τους δεν θα περικλείει όλον τον κόσμο. Αντιθέτως, η ΕΕ, η Ρωσία και η Ινδία, καθώς και άλλα μεγάλα κράτη όπως η Βραζιλία, η Ινδονησία, η Νιγηρία, η Τουρκία και η Νότια Αφρική, πιθανότατα θα βάζουν τις δύο υπερδυνάμεις αντιμέτωπες τη μια με την άλλη και θα επιδιώξουν να διατηρήσουν ένα σημαντικό μέτρο αυτονομίας. Τόσο η Κίνα όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες πιθανότατα θα περιορίσουν την εμπλοκή τους σε ασταθείς ζώνες χαμηλότερου στρατηγικού ενδιαφέροντος, αφήνοντάς σε άλλους -ή σε κανέναν- την διαχείριση δυνητικών συγκρούσεων. Η Κίνα ήταν από καιρό αρκετά έξυπνη για να διατηρήσει την πολιτική της απόσταση από μακρινές ζώνες συγκρούσεων, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες, που επί του παρόντος αποσύρονται από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, το έμαθαν αυτό με τον σκληρό τρόπο.

Επομένως, το διεθνές σύστημα του 21ου αιώνα θα μοιάζει με εκείνο της Ευρώπης του 19ου αιώνα, που είχε δύο μεγάλες δυνάμεις -το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ρωσία- και τρεις δυνάμεις χαμηλότερης τάξης -Γαλλία, Πρωσία και Αυστρία. Ο πρωταρχικός στόχος της Συμφωνίας της Ευρώπης ήταν η διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των μελών της μέσω μιας αμοιβαίας δέσμευσης στην υπεράσπιση του εδαφικού διακανονισμού που επιτεύχθηκε στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Η Συμφωνία στηρίχθηκε στην καλή πίστη και στην κοινή αίσθηση υποχρέωσης, όχι σε μια συμβασιοποιημένη συμφωνία. Οποιεσδήποτε ενέργειες απαιτούντο για την επιβολή των αμοιβαίων δεσμεύσεών τους, σύμφωνα με ένα βρετανικό μνημόνιο, «αφέθηκαν σκόπιμα να προκύψουν μέσα από τις συνθήκες της εποχής και της [κάθε] υπόθεσης». Τα μέλη της Συμφωνίας αναγνώρισαν τα ανταγωνιστικά τους συμφέροντα, ειδικά όταν επρόκειτο για την περιφέρεια της Ευρώπης, αλλά προσπάθησαν να διαχειριστούν τις διαφορές τους και να τις εμποδίσουν να θέσουν σε κίνδυνο την ομαδική αλληλεγγύη. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, αντιτάχθηκε στην προτεινόμενη παρέμβαση της Αυστρίας για να αναστρέψει μια φιλελεύθερη εξέγερση που έλαβε χώρα στη Νάπολη το 1820. Ωστόσο, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Λόρδος Castlereagh, τελικά συμφώνησε στα σχέδια της Αυστρίας υπό την προϋπόθεση ότι «ήταν έτοιμοι να δώσουν κάθε εύλογη διαβεβαίωση ότι οι απόψεις τους δεν κατευθύνονταν σε σκοπούς αύξησης [των εδαφών] ανατρεπτικής του Εδαφικού Συστήματος της Ευρώπης».

Μια παγκόσμια Συμφωνία, όπως η Συμφωνία της Ευρώπης, είναι κατάλληλη για την προώθηση της σταθερότητας εν μέσω της πολυπολικότητας. Οι Συμφωνίες περιορίζουν τις συμμετοχές τους σε διαχειρίσιμο μέγεθος. Η ανεπισημότητά τους, τις επιτρέπει να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και τις εμποδίζει να φοβίσουν τις δυνάμεις που είναι αντίθετες προς τις δεσμεύσεις. Υπό συνθήκες αυξανόμενου λαϊκισμού και εθνικισμού, διαδεδομένων κατά τον 19ο αιώνα και πάλι σήμερα, οι ισχυρές χώρες προτιμούν χαλαρότερες ομαδοποιήσεις και διπλωματική ευελιξία από τις σταθερές μορφές και τις υποχρεώσεις. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα μεγάλα κράτη έχουν ήδη στραφεί σε ομαδοποιήσεις σαν Συμφωνίες ή τις λεγόμενες ομάδες επαφής (contact groups) για να αντιμετωπίσουν δύσκολες προκλήσεις˙ στα παραδείγματα περιλαμβάνονται οι εξαμερείς συνομιλίες που αφορούσαν το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας, ο συνασπισμός P5+1 που διαπραγματεύτηκε την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν το 2015, και η ομάδα της Νορμανδίας που επιδιώκει την διπλωματική επίλυση της σύγκρουσης στην ανατολική Ουκρανία. Η Συμφωνία μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια μόνιμη ομάδα επαφής με παγκόσμιο πεδίο.

Ξεχωριστά, ο 21ος αιώνας θα είναι πολιτικά και ιδεολογικά διαφοροποιημένος. Ανάλογα με την πορεία των λαϊκιστικών εξεγέρσεων που πλήττουν την Δύση, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες μπορεί να είναι σε θέση να κρατηθούν. Αλλά το ίδιο και τα αντιφιλελεύθερα καθεστώτα. Η Μόσχα και το Πεκίνο σφίγγουν την λαβή τους εγχωρίως, δεν ανοίγονται. Μια σταθερή δημοκρατία είναι δύσκολο να βρεθεί στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Πράγματι, η δημοκρατία υποχωρεί, δεν προχωρά, παγκοσμίως -μια τάση που θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχιστεί. Η διεθνής τάξη που ακολουθεί, πρέπει να δώσει χώρο στην ιδεολογική ποικιλομορφία. Μια Συμφωνία έχει την απαραίτητη ανεπισημότητα και ευελιξία για να το κάνει˙ διαχωρίζει τα θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης από εκείνα της διεθνούς ομαδικής εργασίας. Κατά τον 19ο αιώνα, ήταν ακριβώς αυτή η πρακτική προσέγγιση στον τύπο του καθεστώτος που επέτρεψε σε δύο φιλελεύθερες δυνάμεις -το Ηνωμένο Βασίλειο και την Γαλλία- να συνεργαστούν με την Ρωσία, την Πρωσία και την Αυστρία, τρεις χώρες αποφασισμένες να υπερασπιστούν την απόλυτη μοναρχία.

Τέλος, οι ανεπάρκειες της τρέχουσας διεθνούς αρχιτεκτονικής υπογραμμίζουν την ανάγκη για μια παγκόσμια Συμφωνία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας θερμαίνεται γρήγορα, ο κόσμος υποφέρει από μια καταστροφική πανδημία, η κλιματική αλλαγή προχωρά, και η εξέλιξη του κυβερνοχώρου δημιουργεί νέες απειλές. Αυτές και άλλες προκλήσεις σημαίνουν ότι η προσκόλληση στο status quo και η επιμονή σε υπάρχοντες διεθνείς κανόνες και θεσμούς θα ήταν επικίνδυνα αφελής. Η Συμφωνία της Ευρώπης σχηματίστηκε το 1815 λόγω των ετών της καταστροφής που έφεραν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι. Αλλά η έλλειψη πολέμου [μεταξύ] μεγάλων δυνάμεων σήμερα δεν πρέπει να είναι αιτία εφησυχασμού. Και παρόλο που ο κόσμος έχει περάσει από προηγούμενες εποχές πολυπολικότητας, η πρόοδος της παγκοσμιοποίησης αυξάνει την ζήτηση για -και την σημασία των- νέων προσεγγίσεων για την παγκόσμια διακυβέρνηση. Η παγκοσμιοποίηση ξεδιπλώθηκε κατά την διάρκεια της Pax Britannica, με το Λονδίνο να την επιβλέπει μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από ένα σκοτεινό μεσοπολεμικό διάστημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν τα σκήπτρα της παγκόσμιας ηγεσίας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στον 21ο αιώνα.

Αλλά η Pax Americana πνέει τα λοίσθια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι παραδοσιακοί δημοκρατικοί εταίροι τους δεν έχουν ούτε την ικανότητα ούτε την βούληση να στηρίξουν ένα αλληλεξαρτώμενο διεθνές σύστημα και να καθολικοποιήσουν την φιλελεύθερη τάξη που ανέπτυξαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η απουσία ηγεσίας των ΗΠΑ κατά την διάρκεια της κρίσης της [ασθένειας] COVID-19 ήταν εντυπωσιακή˙ κάθε χώρα ήταν μόνη της. Ο πρόεδρος Μπάιντεν καθοδηγεί τις Ηνωμένες Πολιτείες πίσω στο να είναι ομαδικός παίκτης, αλλά οι πιεστικές εγχώριες προτεραιότητες του έθνους και η εφόρμηση της πολυπολικότητας θα αρνηθούν στην Ουάσιγκτον την υπερβολική επιρροή που είχε κάποτε. Το να αφήνεις τον κόσμο να γλιστρά προς τα περιφερειακά μπλοκ ή σε μια δομή των δύο μπλοκ παρόμοια με εκείνη του Ψυχρού Πολέμου, είναι απαράδεκτο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και ο υπόλοιπος κόσμος δεν μπορούν να αποσυνδεθούν πλήρως όταν οι εθνικές οικονομίες, οι χρηματοπιστωτικές αγορές, και οι αλυσίδες εφοδιασμού συνδέονται μεταξύ τους αμετάκλητα. Μια διευθύνουσα ομάδα από μεγάλες δυνάμεις είναι η καλύτερη επιλογή για την διαχείριση ενός ολοκληρωμένου κόσμου που δεν επιβλέπεται πλέον από έναν ηγεμόνα. Μια παγκόσμια Συμφωνία είναι κατάλληλη.

ΟΧΙ ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΕΙΣ

Όλες οι εναλλακτικές λύσεις σε μια παγκόσμια Συμφωνία έχουν αδυναμίες που τις καθιστούν ακατάλληλες. Αν και ο ΟΗΕ θα παραμείνει ένα ουσιαστικό παγκόσμιο φόρουμ, το ιστορικό του φωτίζει τους περιορισμούς του οργανισμού. Οι διαφωνίες που δημιουργούν βέτο συχνά καθιστούν το Συμβούλιο Ασφαλείας (UN Security Council) ανήμπορο. Τα μόνιμα μέλη του αντικατοπτρίζουν τον κόσμο του 1945, όχι τον σημερινό κόσμο. Η επέκταση του αριθμού των μελών του UNSC μπορεί να πετύχει να το προσαρμόσει σε μια νέα κατανομή ισχύος, αλλά κάτι τέτοιο θα έκανε επίσης τον οργανισμο ακόμη πιο δυσκίνητο και λιγότερο αποτελεσματικό από όσο είναι ήδη. Ο ΟΗΕ πρέπει να συνεχίσει να εκπληρώνει τις πολλές χρήσιμες λειτουργίες του, συμπεριλαμβανομένης της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας και της διατήρησης της ειρήνης, αλλά δεν μπορεί και δεν θα στηρίξει την παγκόσμια σταθερότητα στον 21ο αιώνα.

Δεν είναι πλέον ρεαλιστικό να στοχεύουμε στην παγκοσμιοποίηση της Δυτικής τάξης και στην ανάδυση ενός κόσμου που θα κατοικείται κυρίως από δημοκρατίες δεσμευμένες να υποστηρίξουν ένα φιλελεύθερο, βασισμένο σε κανόνες διεθνές σύστημα. Η μονοπολική στιγμή τελείωσε, και εκ των υστέρων, η συζήτηση για το «τέλος της ιστορίας» ήταν θριαμβική, αν και εκλεπτυσμένη, ανοησία. Πράγματι, η πολιτική συνοχή της Δύσης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί δεδομένη. Ακόμα κι αν οι Δυτικές δημοκρατίες επαναφέρουν τις δεσμεύσεις τους για τα δημοκρατικά ιδεώδη και η μια για την άλλη, απλά δεν θα έχουν την υλική δύναμη ή τα πολιτικά μέσα για την καθολικοποίηση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης.

Μια αμερικανο-κινεζική συγκυριαρχία -στην πραγματικότητα ένα G-2 στο οποίο η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο θα επιβλέπουν μαζί μια αμοιβαία αποδεκτή διεθνή τάξη- προσφέρει μια παρόμοια ελαττωματική εναλλακτική λύση. Ακόμα κι αν αυτοί οι δύο ανταγωνιστές θα μπορούσαν να βρουν έναν τρόπο να περιορίσουν την εντεινόμενη αντιπαλότητά τους, μεγάλο μέρος του κόσμου θα παραμείνει εκτός του άμεσου πεδίου τους. Επιπλέον, το να βασιστεί η παγκόσμια σταθερότητα στην συνεργασία μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου δεν αποτελεί ασφαλές στοίχημα. Θα έχουν αρκετό πρόβλημα να διαχειριστούν για την σχέση τους στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Πιο μακριά, θα χρειαστούν σημαντική συμμετοχή και υποστήριξη από άλλους. Μια αμερικανο-κινεζική συγκυριαρχία χτυπά επίσης σε έναν κόσμο σφαιρών επιρροής -έναν [κόσμο] στον οποίο η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο συμφωνούν να χωρίσουν την κυριαρχία τους σε γεωγραφικές γραμμές, ενδεχομένως κατανέμοντας δικαιώματα και ευθύνες σε δυνάμεις δεύτερης βαθμίδας στις αντίστοιχες περιοχές τους. Το να δοθεί στην Κίνα, την Ρωσία ή σε άλλες δυνάμεις το ελεύθερο στις γειτονιές τους, ωστόσο, είναι να σαν να ενθαρρύνονται οι επεκτατικές τάσεις και είτε να μειωθεί η αυτονομία των γειτονικών χωρών είτε να ωθηθούν να αντιδράσουν, με αποτέλεσμα περισσότερη διάδοση όπλων και περιφερειακές συγκρούσεις. Πράγματι, ο ακριβής σκοπός της μελέτης ενός τρόπου παροχής τάξης στον 21ο αιώνα είναι να αποφευχθεί ένας κόσμος πιο επιρρεπής στον εξαναγκασμό, τον ανταγωνισμό, και τον οικονομικό διαχωρισμό.

Η Pax Sinica επίσης είναι εκτός συζήτησης. Για το προβλέψιμο μέλλον, η Κίνα δεν θα έχει ούτε την ικανότητα ούτε την φιλοδοξία να στηρίξει μια παγκόσμια τάξη. Τουλάχιστον για την ώρα, οι πρωταρχικές γεωπολιτικές φιλοδοξίες της περιορίζονται στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Η Κίνα επεκτείνει σημαντικά την εμπορική της εμβέλεια, ιδίως μέσω της πρωτοβουλίας Belt and Road, μια κίνηση που θα ενισχύσει σημαντικά την οικονομική και πολιτική επιρροή της. Ωστόσο, το Πεκίνο δεν έχει ακόμη επιδείξει ισχυρή προθυμία να παράσχει παγκόσμια δημόσια αγαθά, αντ’ αυτού υιοθετεί μια σε μεγάλο βαθμό μερκαντιλιστική προσέγγιση στην εμπλοκή της στα περισσότερα μέρη του πλανήτη. Ούτε προσπάθησε να εξαγάγει τις απόψεις της σχετικά με την εγχώρια διακυβέρνηση σε άλλους ή να προωθήσει ένα νέο σύνολο κανόνων για να στηρίξει την παγκόσμια σταθερότητα. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και αν συνεχίσουν να ακολουθούν μια οδό στρατηγικής υποχώρησης, θα παραμείνουν δύναμη πρώτης τάξεως για τις επόμενες δεκαετίες. Μια αντιφιλελεύθερη και μερκαντιλιστική Pax Sinica δύσκολα θα ήταν αποδεκτή από τους Αμερικανούς ή από πολλούς άλλους λαούς σε όλο τον κόσμο που εξακολουθούν να φιλοδοξούν να υποστηρίξουν φιλελεύθερες αρχές.

Όσον αφορά την βελτίωση της τρέχουσας διεθνούς αρχιτεκτονικής, μια παγκόσμια Συμφωνία κερδίζει όχι λόγω της τελειότητας της αλλά μάλλον εξ ορισμού˙ είναι η πιο υποσχόμενη εναλλακτική λύση. Άλλες επιλογές είναι αναποτελεσματικές, μη λειτουργικές ή ανεφάρμοστες. Σε περίπτωση που μια καθοδηγητική ομάδα μεγάλων δυνάμεων αποτύχει να υλοποιηθεί, βρίσκεται μπροστά μας ένας απείθαρχος κόσμος που κανείς δεν θα τον διαχειρίζεται.

ΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΕ ΚΙΝΗΣΗ

Μια παγκόσμια Συμφωνία θα προωθούσε την διεθνή σταθερότητα μέσω διαρκούς διαβούλευσης και διαπραγματεύσεων. Οι μόνιμοι εκπρόσωποι των μελών της Συμφωνίας θα συναντώνται τακτικά, υποστηριζόμενοι από το προσωπικό τους και μια μικρή αλλά υψηλής ειδίκευσης γραμματεία. Τα μέλη θα στέλνουν τους πιο πετυχημένους διπλωμάτες τους ως μόνιμους αντιπροσώπους, οι οποίοι θα είναι ίσοι σε επίπεδο, αν όχι ανώτεροι, με τους πρεσβευτές στον ΟΗΕ. Η Συμφωνία θα ενθαρρύνει την Αφρικανική Ένωση, τον Αραβικό Σύνδεσμο, την ASEAN και τον OAS να στέλνουν εξίσου σεβαστά πρόσωπα. Οι σύνοδοι κορυφής της Συμφωνίας θα γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Θα γίνονται επίσης ανάλογα με τις ανάγκες για την αντιμετώπιση κρίσεων. Μια από τις πιο αποτελεσματικές πρακτικές της Συμφωνίας της Ευρώπης ήταν να συγκεντρώνει ηγέτες σε σύντομο χρονικό διάστημα για την διαχείριση των αναδυόμενων διαφορών. Όταν συζητούνται σχετικά ζητήματα, οι επικεφαλής της Αφρικανικής Ένωσης, του Αραβικού Συνδέσμου, της ASEAN και του OAS, μαζί με τους ηγέτες των κρατών που εμπλέκονται στο θέμα, θα παρευρίσκονται σε συναντήσεις κορυφής. Η προεδρία της παγκόσμιας Συμφωνίας θα γίνεται εκ περιτροπής κάθε χρόνο μεταξύ των έξι μελών της. Η έδρα του σώματος δεν θα βρίσκεται σε κανένα από τα κράτη-μέλη της. Πιθανοί χώροι περιλαμβάνουν την Γενεύη και την Σιγκαπούρη.

Σε αντίθεση με το UNSC, όπου οι κομπασμοί συχνά περιθωριοποιούν την ουσιαστική πρωτοβουλία, τα μόνιμα μέλη της Συμφωνίας δεν θα ασκούν βέτο, δεν θα έχουν επίσημες ψήφους, ούτε θα δεσμεύονται για δεσμευτικές συμφωνίες ή υποχρεώσεις. Η διπλωματία θα πραγματοποιείται πίσω από κλειστές πόρτες και θα αποσκοπεί στην διαμόρφωση συναίνεσης. Τα μέλη που θα αποστασιοποιούνται και θα ενεργούν μονομερώς θα το κάνουν μόνο αφού εξερευνήσουν εναλλακτικά μέτρα δράσης. Αν κάποιο μέλος αποστατήσει από την συναίνεση, τότε άλλα μέλη της Συμφωνίας θα συντονίζουν την απάντησή τους.

Αυτή η πρόταση προϋποθέτει ότι κανένα από τα μέλη της Συμφωνίας δεν θα ήταν μια ρεβιζιονιστική δύναμη που θα ήταν αποφασισμένη για επιθετικότητα και κατάκτηση. Η Συμφωνία της Ευρώπης λειτούργησε αποτελεσματικά ως επί το πλείστον επειδή τα μέλη της, σε γενικές γραμμές, ήταν ικανοποιημένες δυνάμεις που επιδίωκαν να διατηρήσουν, όχι να ανατρέψουν, το εδαφικό καθεστώς. Στον σημερινό κόσμο, οι ρωσικές αρπαγές γης στην Γεωργία και την Ουκρανία είναι ανησυχητικές εξελίξεις, αποκαλύπτοντας την ετοιμότητα του Κρεμλίνου να παραβιάσει την εδαφική ακεραιότητα των γειτόνων του. Το ίδιο ισχύει και για τις συνεχείς προσπάθειες της Κίνας να διεκδικήσει τα -και να οικοδομήσει στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε- αμφισβητούμενα νησιά στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, και για την παραβίαση των δεσμεύσεων του Πεκίνου ότι θα σεβόταν την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ. Παρ' όλα αυτά, ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα δεν έχουν ακόμη καταστεί ένα απαράδεκτα επιθετικό κράτος που έχει δεσμευτεί σε μεγάλης κλίμακας εδαφική επέκταση. Μια παγκόσμια Συμφωνία καθιστά επίσης αυτό το αποτέλεσμα λιγότερο πιθανό με την δημιουργία ενός φόρουμ στο οποίο τα μέλη του μπορούν να κάνουν διαφανή τα βασικά τους συμφέροντα ασφάλειας και τις στρατηγικές «κόκκινες γραμμές» τους. Παρ' όλα αυτά, εάν εμφανιστεί ένας επιτιθέμενος που απειλεί συστηματικά τα συμφέροντα άλλων μελών, θα αποβληθεί από την ομάδα και τα υπόλοιπα μέλη της Συμφωνίας θα εναντιωθούν σε αυτόν.

Για να προωθήσει την αλληλεγγύη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, η Συμφωνία θα πρέπει να επικεντρωθεί σε δύο προτεραιότητες. Η μια θα ήταν να ενθαρρύνει τον σεβασμό των υφιστάμενων συνόρων και να αντισταθεί στις εδαφικές αλλαγές μέσω εξαναγκασμού ή βίας. Θα ήταν προκατειλημμένη κατά των αξιώσεων αυτοδιάθεσης -αλλά τα μέλη της Συμφωνίας θα διατηρούσαν την επιλογή αναγνώρισης νέων χωρών όποτε το θεωρούν κατάλληλο. Παρόλο που θα έδινε σε όλα τα έθνη ευρύ περιθώριο σε θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης, η Συμφωνία θα ασχολείται κατά περίπτωση με τα αποτυχημένα κράτη ή εκείνα που παραβιάζουν συστηματικά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και τις ευρέως αποδεκτές διατάξεις του διεθνούς δικαίου.

Η δεύτερη προτεραιότητα της Συμφωνίας θα ήταν η δημιουργία συλλογικών απαντήσεων σε παγκόσμιες προκλήσεις. Σε περιόδους κρίσης, η Συμφωνία θα προωθεί την διπλωματία και θα ενθαρρύνει την κοινή πρωτοβουλία, στην συνέχεια θα παραδίδει την εφαρμογή στον αρμόδιο φορέα -όπως τα Ηνωμένα Έθνη για την διατήρηση της ειρήνης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για τις πιστώσεις έκτακτης ανάγκης ή τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) για την δημόσια υγεία. Η Συμφωνία θα επενδύσει επίσης σε μια πιο μακροπρόθεσμη προσπάθεια προσαρμογής των υπαρχόντων κανόνων και θεσμών στις παγκόσμιες αλλαγές. Ακόμα και ενώ θα υπερασπίζεται την παραδοσιακή κυριαρχία για να μειώνονται οι διακρατικές συγκρούσεις, θα συζητά επίσης τον καλύτερο τρόπο προσαρμογής των διεθνών κανόνων και πρακτικών σε έναν διασυνδεδεμένο κόσμο. Όταν οι εθνικές πολιτικές έχουν αρνητικές διεθνείς συνέπειες, αυτές οι πολιτικές θα γίνονται η δουλειά της Συμφωνίας.

Από αυτή την άποψη, η Συμφωνία θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του πολλαπλασιασμού των όπλων μαζικής καταστροφής και στην αντιμετώπιση πυρηνικών προγραμμάτων στην Βόρεια Κορέα και το Ιράν. Όσον αφορά την διπλωματία με την Πιονγκγιάνγκ και την Τεχεράνη, την επιβολή κυρώσεων σε αμφότερα τα καθεστώτα και την απάντηση σε πιθανές προκλήσεις, η Συμφωνία θα είχε τα σωστά μέρη στην αίθουσα. Πράγματι, ως μόνιμο σώμα, η Συμφωνία θα βελτίωνε σημαντικά τις εξαμερείς και P5+1 μορφές που έχουν ιστορικά χειριστεί τις διαπραγματεύσεις με την Βόρεια Κορέα και το Ιράν.

Η Συμφωνία θα μπορούσε επίσης να χρησιμεύσει ως χώρος για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Οι κορυφαίες εκπομποί αερίων θερμοκηπίου είναι η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΕ, η Ινδία, η Ρωσία και η Ιαπωνία. Μαζί, παράγουν περίπου το 65% των παγκόσμιων εκπομπών. Με τους κορυφαίους εκπομπούς του κόσμου, η Συμφωνία θα μπορούσε να συμβάλει στον καθορισμό νέων στόχων για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και των νέων προτύπων για την πράσινη ανάπτυξη, προτού παραδώσει την εφαρμογή τους σε άλλα φόρουμ. Παρομοίως, η πανδημία COVID-19 εξέθεσε τις ανεπάρκειες του ΠΟΥ και η Συμφωνία θα ήταν το σωστό μέρος για να διαμορφωθεί μια συναίνεση για τη μεταρρύθμιση [του οργανισμού]. Η σφυρηλάτηση κανόνων για την διαχείριση της τεχνολογικής καινοτομίας -ψηφιακοί κανονισμοί και φορολογία, ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, δίκτυα 5G, κοινωνικά μέσα, εικονικά νομίσματα, τεχνητή νοημοσύνη- θα ήταν επίσης στην ημερήσια διάταξη της Συμφωνίας. Αυτά τα σημαντικά θέματα πέφτουν συχνά μέσα σε θεσμικά χάσματα, και η Συμφωνία θα μπορούσε να προσφέρει ένα χρήσιμο όχημα για την διεθνή εποπτεία.

Βασιζόμενη στις εμπειρίες της προγόνου της, τον 19ο αιώνα, μια παγκόσμια Συμφωνία θα πρέπει επίσης να αναγνωρίζει ότι η αλληλεγγύη των μεγάλων δυνάμεων συχνά συνεπάγεται αδράνεια, ουδετερότητα και αυτοσυγκράτηση παρά παρέμβαση. Η Συμφωνία της Ευρώπης βασίστηκε σε ζώνες ασφαλείας, αποστρατικοποιημένες περιοχές και ουδέτερες ζώνες για να μετριάσει τις αντιπαλότητες και να αντιμετωπίσει πιθανές συγκρούσεις. Τα μέλη της Συμφωνίας που αντιτίθενται σε πρωτοβουλίες που υποστηρίζονται από άλλα [μέλη] απλώς επέλεξαν την συμμετοχή και όχι την αποχώρηση και την παρεμπόδιση της επιχείρησης. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, αντιτάχθηκε στις παρεμβάσεις για την καταστολή των φιλελεύθερων εξεγέρσεων στη Νάπολη και την Ισπανία την δεκαετία του 1820, αλλά αποφάσισε να καθίσει στο περιθώριο παρά να αποτρέψει την στρατιωτική δράση άλλων μελών. Η Γαλλία έκανε το ίδιο το 1839 και το 1840 όταν άλλα μέλη παρενέβησαν στην Αίγυπτο για να καταστείλουν μια πρόκληση για την οθωμανική κυριαρχία.

Πώς μπορεί μια παγκόσμια Συμφωνία να εφαρμόσει με χρήσιμο τρόπο τέτοια μέτρα σήμερα; Στην Συρία, για παράδειγμα, μια Συμφωνία θα μπορούσε είτε να συντονίσει μια κοινή παρέμβαση για να σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε εκεί το 2011 ή να εργαστεί για να κρατήσει όλες τις μεγάλες δυνάμεις έξω. Πιο πρόσφατα, θα μπορούσε να προσφέρει έναν χώρο για την διπλωματία που απαιτείται για την εισαγωγή μιας ζώνης ασφαλείας ή αποστρατικοποιημένης ζώνης στα βόρεια της Συρίας, αποτρέποντας τις μάχες και τα ανθρωπιστικά δεινά που ακολούθησαν την απότομη απόσυρση των ΗΠΑ και τις όλο και πιο έντονες επιθέσεις του καθεστώτος στην επαρχία Idlib. Οι πόλεμοι δια πληρεξουσίων σε μέρη όπως η Υεμένη, η Λιβύη και το Νταρφούρ ενδέχεται να γίνουν λιγότερο συχνοί και βίαιοι εάν μια παγκόσμια Συμφωνία επιτύχει να διαμορφώσει μια κοινή στάση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Αν είχε σχηματιστεί στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου μια καθοδηγητική ομάδα μεγάλων δυνάμεων, θα μπορούσε να αποτρέψει, ή τουλάχιστον να κάνει πολύ λιγότερο αιματηρούς, τους εμφύλιους πολέμους στην Γιουγκοσλαβία και την Ρουάντα. Μια παγκόσμια Συμφωνία δεν θα εγγυόταν κανένα από αυτά τα αποτελέσματα -αλλά θα τα έκανε πιο πιθανά.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΑΠΟ ΟΣΟ ΑΞΙΖΕΙ;

Αυτή η πρόταση για την καθιέρωση μιας παγκόσμιας Συμφωνίας προσκρούει σε μια σειρά αντιρρήσεων. Μια τους, αφορά την προβλεπόμενη ιδιότητα μέλους. Γιατί να μην συμπεριλάβουμε τα πιο ισχυρά κράτη της Ευρώπης και όχι την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κυβερνάται με δυσκολία και με συλλογικό τρόπο από την Επιτροπή και το Συμβούλιο της; Η απάντηση είναι ότι το γεωπολιτικό βάρος της Ευρώπης προέρχεται από την συνολική της ισχύ και όχι από τα μεμονωμένα κράτη-μέλη της. Το ΑΕΠ της Γερμανίας είναι περίπου 4 τρισεκατομμύρια δολάρια και ο αμυντικός προϋπολογισμός της είναι περίπου 40 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το συλλογικό ΑΕΠ της ΕΕ είναι περίπου 19 τρισεκατομμύρια δολάρια και οι συνολικές αμυντικές δαπάνες της είναι περίπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι σημαντικότεροι ηγέτες της Ευρώπης, επιπλέον, δεν χρειάζεται να αποκλειστούν από συναντήσεις της Συμφωνίας. Οι επικεφαλής της ΕΕ -οι πρόεδροι της Επιτροπής και του Συμβουλίου- θα μπορούσαν να φέρουν τους Γερμανούς, τους Γάλλους και άλλους ηγέτες των κρατών-μελών σε συναντήσεις κορυφής. Και παρόλο που το Ηνωμένο Βασίλειο έχει εγκαταλείψει την ΕΕ, εξακολουθεί να επεξεργάζεται τη μελλοντική του σχέση με την Ένωση. Η συμμετοχή της ΕΕ σε μια παγκόσμια Συμφωνία θα δώσει τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην ΕΕ ένα ισχυρό κίνητρο για να παραμείνουν ενωμένοι όταν πρόκειται για εξωτερικές πολιτικές και πολιτικές ασφάλειας.

Κάποιοι μπορεί να αμφισβητήσουν την συμπερίληψη της Ρωσίας, της οποίας το ΑΕΠ δεν είναι καν στα δέκα πρώτα και είναι πίσω από εκείνα της Βραζιλίας και του Καναδά. Αλλά η Ρωσία είναι μια μεγάλη πυρηνική δύναμη και έχει αντίκτυπο πολύ πάνω από το βάρος της στην παγκόσμια σκηνή. Οι σχέσεις της Ρωσίας με την Κίνα, τους γείτονές της στην ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν σημαντική επίπτωση στην γεωπολιτική του 21ου αιώνα. Η Μόσχα έχει επίσης αρχίσει να επαναβεβαιώνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Το Κρεμλίνο αξίζει μια θέση στο τραπέζι.

Σημαντικά τμήματα του κόσμου -η Αφρική, η Μέση Ανατολή, η Νοτιοανατολική Ασία και η Λατινική Αμερική- θα εκπροσωπούνται από τους κύριους περιφερειακούς οργανισμούς τους, οι οποίοι θα έχουν τακτική συμβολή μέσω της μόνιμης παρουσίας τους στην έδρα της Συμφωνίας. Ωστόσο, οι διπλωμάτες που εκπροσωπούν αυτά τα όργανα, μαζί με επιλεγμένους ηγέτες από τις περιοχές τους, θα συμμετάσχουν σε συναντήσεις μελών της Συμφωνίας μόνο όταν συζητούνται θέματα που έχουν άμεση σχέση. Αυτή η μορφή ενισχύει ομολογουμένως την ιεραρχία και την ανισότητα στο διεθνές σύστημα. Ωστόσο, η Συμφωνία στοχεύει στην διευκόλυνση της συνεργασίας περιορίζοντας την συμμετοχή στους πιο σημαντικούς και επιδραστικούς δρώντες˙ θυσιάζει σκόπιμα την ευρεία εκπροσώπηση υπέρ της αποτελεσματικότητας. Άλλοι θεσμοί παρέχουν ευρύτερη πρόσβαση που δεν θα παρέχει η Συμφωνία. Χώρες που δεν περιλαμβάνονται στην Συμφωνία θα εξακολουθούν να είναι σε θέση να ασκήσουν την επιρροή τους στον ΟΗΕ και σε άλλα υπάρχοντα διεθνή φόρουμ. Και η Συμφωνία θα έχει την ευελιξία να αλλάξει την σύνθεσή της με την πάροδο του χρόνου, εάν υπάρχει συναίνεση για να το πράξει.

Μια άλλη πιθανή αντίρρηση είναι ότι η παγκόσμια Συμφωνία θα παράγει ουσιαστικά έναν κόσμο σφαιρών επιρροής των μεγάλων δυνάμεων. Σε τελική ανάλυση, η Συμφωνία της Ευρώπης παραχώρησε στα μέλη της ένα droit de regard -ένα δικαίωμα παρακολούθησης- στις αντίστοιχες γειτονιές τους. Μια Συμφωνία του 21ου αιώνα, ωστόσο, δεν θα ενθαρρύνει ούτε θα τιμωρεί τις σφαίρες επιρροής. Αντίθετα, θα προωθήσει την περιφερειακή ολοκλήρωση και θα προσβλέπει σε υφιστάμενους περιφερειακούς φορείς για να ενθαρρύνουν την [αυτο]συγκράτηση. Σε όλες τις περιφέρειες, ο οργανισμός θα προωθούσε διαβουλεύσεις μεγάλων δυνάμεων σε -και από κοινού διαχείριση για- επίμαχα περιφερειακά θέματα. Ο στόχος θα ήταν να διευκολυνθεί ο παγκόσμιος συντονισμός ενώ θα αναγνωρίζεται ταυτόχρονα η αρμοδιότητα και η ευθύνη των περιφερειακών φορέων.

Κάποιοι επικριτές μπορεί να ισχυριστούν ότι η Συμφωνία είναι υπερβολικά κρατικο-κεντρική για τον σημερινό κόσμο. Η Συμφωνία της Ευρώπης μπορεί να ήταν κατάλληλη για τα κυρίαρχα και απολυταρχικά έθνη-κράτη του 19ου αιώνα. Όμως, τα κοινωνικά κινήματα, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), οι εταιρείες, οι πόλεις, και άλλοι μη κρατικοί φορείς έχουν τώρα σημαντική πολιτική ισχύ και πρέπει να έχουν έδρες στο τραπέζι˙ η ενδυνάμωση αυτών των κοινωνικών παραγόντων έχει νόημα. Παρ' όλα αυτά, τα κράτη εξακολουθούν να είναι οι κύριοι και πιο ικανοί δρώντες του διεθνούς συστήματος. Πράγματι, η παγκοσμιοποίηση και η λαϊκιστική αντίδραση που προκάλεσε, μαζί με την πανδημία COVID-19, ενισχύουν την κυριαρχία και αναγκάζουν τις εθνικές κυβερνήσεις να ανακτήσουν την εξουσία. Επιπλέον, η Συμφωνία θα μπορούσε και θα έπρεπε να φέρει ΜΚΟ, εταιρείες, και άλλους μη κρατικούς φορείς στις συζητήσεις της, όταν χρειάζεται -για παράδειγμα, συμπεριλαμβάνοντας το Ίδρυμα Bill & Melinda Gates και μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες όταν συζητά την παγκόσμια υγεία ή την Google κατά την αντιμετώπιση της ψηφιακής διακυβέρνησης. Μια καθοδηγητική ομάδα μεγάλων δυνάμεων θα συμπληρώσει, παρά θα αντικαταστήσει, τις συμβολές των μη κρατικών δρώντων στην παγκόσμια διακυβέρνηση.

Τέλος, εάν η ελκυστικότητα και η αποτελεσματικότητα μιας παγκόσμιας Συμφωνίας απορρέει από την ευελιξία και την ανεπίσημη μορφή της, τότε οι επικριτές θα μπορούσαν δικαιολογημένα να ρωτήσουν γιατί πρέπει να θεσμοθετηθεί. Γιατί να μην αφήσουμε ad hoc ομάδες σχετικών κρατών, όπως οι εξαμερείς συνομιλίες και το P5+1, να έρχονται και να φεύγουν όπως θα χρειάζεται; Μήπως η ύπαρξη των G-7 και G-20 καθιστά περιττή μια παγκόσμια Συμφωνία;

Η δημιουργία μιας έδρας και μιας γραμματείας της Συμφωνίας θα της προσδώσει μεγαλύτερη ικανότητα και αποτελεσματικότητα από άλλες ομάδες που συγκεντρώνονται σποραδικά. Οι τακτικές συναντήσεις μεταξύ των έξι εκπροσώπων της Συμφωνίας, η καθημερινή εργασία της γραμματείας, η παρουσία αντιπροσωπειών από όλες τις μεγάλες περιοχές, οι προγραμματισμένες καθώς και οι έκτακτες σύνοδοι κορυφής -αυτά τα καθοριστικά χαρακτηριστικά θα έδιναν στην παγκόσμια Συμφωνία μονιμότητα, ισχύ και νομιμοποίηση. Ο συνεχής και διαρκής διάλογος, οι προσωπικές σχέσεις και η πίεση από ομοτίμους που έρχονται με την ενώπιος ενωπίω διπλωματία, διευκολύνουν την συνεργασία. Η καθημερινή αλληλεπίδραση είναι πολύ προτιμότερη από την επεισοδιακή εμπλοκή.

Η μόνιμη γραμματεία θα είναι ιδιαίτερα σημαντική για την παροχή της εμπειρογνωμοσύνης, του διαρκούς διαλόγου, και της μακροπρόθεσμης προοπτικής που απαιτείται για την αντιμετώπιση μη παραδοσιακών θεμάτων όπως η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και η παγκόσμια υγεία. Ένα μόνιμο σώμα προσφέρει επίσης ένα έτοιμο όχημα για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων κρίσεων. Η πανδημία COVID-19 θα μπορούσε να είχε περιοριστεί καλύτερα αν η Συμφωνία μπορούσε να βοηθήσει στον συντονισμό μιας παγκόσμιας ανταπόκρισης από την πρώτη μέρα. Η διάδοση των κρίσιμων πληροφοριών από την Κίνα έγινε πολύ αργά, και μόλις στα μέσα Μαρτίου του 2020 -μήνες μέσα στην κρίση- οι ηγέτες του G-7 πραγματοποίησαν τηλεδιάσκεψη για να συζητήσουν την ταχέως διαδιδόμενη ασθένεια.

Η Συμφωνία έχει έτσι την δυνατότητα να αντικαταστήσει τόσο το G-7 όσο και το G-20. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΕ και η Ιαπωνία πιθανότατα θα επικεντρώσουν τις ενέργειές τους στο νέο σώμα, αφήνοντας πιθανώς το G-7 σε ατροφία. Μπορεί να γίνει μια καλύτερη υπόθεση για την διατήρηση του G-20, δεδομένης της ευρύτερης συμμετοχής σε αυτό. Χώρες όπως η Βραζιλία, η Ινδονησία, η Σαουδική Αραβία, η Νότια Αφρική και η Τουρκία θα δυσαρεστηθούν από την απώλεια της φωνής και του κύρους τους αν το G-20 εξαφανιστεί. Παρ' όλα αυτά, εάν μια παγκόσμια Συμφωνία εκπληρώσει τις δυνατότητές της και αναδειχθεί ως ο κορυφαίος χώρος για τον συντονισμό των πολιτικών, τόσο το G-7 όσο και το G-20 ενδέχεται να χάσουν τον λόγο ύπαρξής τους.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΑΚΕΙΑ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ

Η καθιέρωση μιας παγκόσμιας Συμφωνίας δεν θα ήταν πανάκεια. Η προσέλκυση των «βαρέων βαρών» του κόσμου δύσκολα διασφαλίζει την συναίνεση μεταξύ τους. Πράγματι, παρόλο που η Συμφωνία της Ευρώπης διατήρησε την ειρήνη για δεκαετίες μετά την σύστασή της, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο τελικά αντιμετώπισαν την Ρωσία στον πόλεμο της Κριμαίας. Η Ρωσία είναι πάλι αντιμέτωπη με τους Ευρωπαίους γείτονές της στην περιοχή της Κριμαίας, υπογραμμίζοντας τον απατηλό χαρακτήρα της αλληλεγγύης των μεγάλων δυνάμεων. Μια μορφή Συμφωνίας -η ομάδα της Νορμανδίας με την Γαλλία, την Γερμανία, την Ρωσία και την Ουκρανία- μέχρι στιγμής δεν κατάφερε να επιλύσει την αντιπαράθεση για την Κριμαία και την Donbas.

Παρ' όλα αυτά, μια παγκόσμια Συμφωνία προσφέρει τον καλύτερο και πιο ρεαλιστικό τρόπο για την προώθηση του συντονισμού των μεγάλων δυνάμεων, την διατήρηση της διεθνούς σταθερότητας, και την προώθηση μιας τάξης βασισμένης σε κανόνες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι δημοκρατικοί εταίροι τους έχουν κάθε λόγο να αναβιώσουν την αλληλεγγύη της Δύσης. Αλλά πρέπει να σταματήσουν να προσποιούνται ότι ο παγκόσμιος θρίαμβος της τάξης που υποστήριξαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι εφικτός. Θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν με ειλικρίνεια την πραγματικότητα ότι μια παραίτηση από την ηγεσία θα οδηγούσε πιθανώς στην επιστροφή ενός παγκόσμιου συστήματος που θα πληττόταν από αταξία και απέραντο ανταγωνισμό. Μια παγκόσμια Συμφωνία αντιπροσωπεύει ένα ρεαλιστικό μεσαίο έδαφος ανάμεσα σε ιδεαλιστικές αλλά μη ρεαλιστικές φιλοδοξίες και σε επικίνδυνες εναλλακτικές.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/World-Brief-Introduction-Richard-Haass/dp/0399562397
[2] https://www.amazon.com/Isolationism-History-Americas-Efforts-Shield/dp/0...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2021-03-23/new-concert-powers

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition