Η πανδημική ύφεση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πανδημική ύφεση

Η παγκόσμια οικονομία δεν θα είναι ποτέ η ίδια

Η πανδημία COVID-19 αποτελεί απειλή που συμβαίνει άπαξ εντός μιας γενιάς για τον παγκόσμιο πληθυσμό. Αν και δεν είναι η πρώτη πανδημία νόσου που εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, είναι η πρώτη που οι κυβερνήσεις έχουν καταπολεμήσει τόσο έντονα. Οι προσπάθειες μετριασμού -συμπεριλαμβανομένων των lockdown και των ταξιδιωτικών απαγορεύσεων- προσπάθησαν να επιβραδύνουν το ποσοστό λοιμώξεων προκειμένου να συντηρηθούν οι διαθέσιμοι ιατρικοί πόροι. Για την χρηματοδότηση αυτών και άλλων μέτρων για την δημόσια υγεία, κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν αναπτύξει οικονομική δύναμη πυρός σε μια κλίμακα που σπάνια είδαμε πριν.

30042021-1.jpg

Στην ουρά για μια μερίδα σούπας στο Κέιπ Τάουν, στη Νότια Αφρική, τον Ιούνιο του 2020. Dwayne Senior / Eyevine / Redux
------------------------------------------------------------

Αν και ονομάστηκε «παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση», η κάμψη που ξεκίνησε το 2008 ήταν σε μεγάλο βαθμό τραπεζική κρίση σε 11 προηγμένες οικονομίες. Υποστηριζόμενες από διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης στην Κίνα, υψηλές τιμές εμπορευμάτων, και υγιείς ισολογισμούς, οι αναδυόμενες αγορές αποδείχθηκαν αρκετά ανθεκτικές στην αναταραχή της τελευταίας παγκόσμιας κρίσης. Η τρέχουσα οικονομική επιβράδυνση είναι διαφορετική. Η κοινή φύση αυτού του σοκ –ο νέος κορωνοϊός δεν σέβεται τα εθνικά σύνορα- έχει θέσει μεγαλύτερο ποσοστό της παγκόσμιας κοινότητας σε ύφεση από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τη Μεγάλη Ύφεση [του 1929]. Ως αποτέλεσμα, η ανάκαμψη δεν θα είναι τόσο ισχυρή ή γρήγορη όσο η κάμψη. Και τελικά, οι φορολογικές και νομισματικές πολιτικές που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση της συρρίκνωσης θα μετριάσουν, αντί να εξαλείψουν, τις οικονομικές απώλειες, αφήνοντας ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πριν η παγκόσμια οικονομία επιστρέψει στο σημείο που ήταν στις αρχές του 2020.

Η πανδημία έχει δημιουργήσει μια τεράστια οικονομική συρρίκνωση που θα ακολουθηθεί από μια χρηματοπιστωτική κρίση σε πολλά μέρη του πλανήτη, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα εταιρικά δάνεια συσσωρεύονται παράλληλα με τις πτωχεύσεις. Οι κρατικές πτωχεύσεις (Sovereign defaults) στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι επίσης έτοιμες να αυξηθούν. Αυτή η κρίση θα ακολουθήσει μια πορεία παρόμοια με εκείνη της τελευταίας κρίσης, αλλά θα είναι χειρότερη, ανάλογα με την κλίμακα και το εύρος της κατάρρευσης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας. Και η κρίση θα πλήξει τα νοικοκυριά και τις χώρες χαμηλού εισοδήματος πιο σκληρά από τους πλουσιότερους ομολόγους τους. Πράγματι, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι 60 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως [1] θα ωθηθούν σε ακραία φτώχεια ως αποτέλεσμα της πανδημίας. Η παγκόσμια οικονομία μπορεί να αναμένεται να λειτουργήσει διαφορετικά ως αποτέλεσμα, καθώς οι ισολογισμοί σε πολλές χώρες γλιστρούν βαθύτερα στο κόκκινο και η κάποτε ασταμάτητη πορεία της παγκοσμιοποίησης επιβραδύνεται έως σταματήματος.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΜΗΧΑΝΕΣ ΣΤΑΜΑΤΟΥΝ

Στην πιο πρόσφατη ανάλυσή της, η Παγκόσμια Τράπεζα προέβλεψε ότι η παγκόσμια οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 5,2% [2] το 2020. Το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας των ΗΠΑ δημοσίευσε πρόσφατα τα χειρότερα μηνιαία ποσοστά ανεργίας στα 72 χρόνια για τα οποία ο οργανισμός έχει δεδομένα. Οι περισσότερες αναλύσεις υποστηρίζουν ότι το ποσοστό ανεργίας των ΗΠΑ θα παραμείνει κοντά σε διψήφιο αριθμό μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους. Και η Τράπεζα της Αγγλίας προειδοποίησε ότι φέτος το Ηνωμένο Βασίλειο θα αντιμετωπίσει την πιο απότομη μείωση της παραγωγής του από το 1706. Αυτή η κατάσταση είναι τόσο τρομερή που αξίζει να χαρακτηριστεί «ύφεση» (“depression”) -μια πανδημική ύφεση. Δυστυχώς, η ανάμνηση της Μεγάλης Ύφεσης εμπόδισε τους οικονομολόγους και άλλους από την χρήση αυτής της λέξης, καθώς η κάμψη της δεκαετίας του 1930 ήταν σκληρή τόσο στο βάθος όσο και στην διάρκειά της με τρόπο που δεν είναι πιθανό να επαναληφθεί. Αλλά ο 19ος και οι αρχές του 20ού αιώνα ήταν γεμάτοι με υφέσεις. Δείχνει ασέβεια προς τους πολλούς που χάνουν τις δουλειές τους και κλείνουν τις επιχειρήσεις τους να χρησιμοποιηθεί ένας ηπιότερος όρος για να περιγραφεί αυτό το βάσανο.

Οι επιδημιολόγοι θεωρούν τον κορωνοϊό που προκαλεί την COVID-19 ως νέο˙ συνεπώς, προκύπτει ότι η εξάπλωσή της προκάλεσε νέες αντιδράσεις από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς παρομοίως. Η συναινετική προσέγγιση για την επιβράδυνση της εξάπλωσής της περιλαμβάνει το να κρατηθούν οι εργαζόμενοι μακριά από τον βιοπορισμό τους και οι αγοραστές μακριά από τις αγορές. Υποθέτοντας ότι δεν θα υπάρχουν δεύτερα ή τρίτα κύματα του είδους που χαρακτήρισαν την πανδημία της ισπανικής γρίπης [3] του 1918-1919, αυτή η πανδημία θα ακολουθήσει μια ανεστραμμένη καμπύλη σχήματος V των αυξανόμενων και στην συνέχεια των πτωτικών λοιμώξεων και θανάτων. Αλλά ακόμη και αν αυτό το σενάριο επιβεβαιωνόταν, η COVID-19 πιθανότατα θα παρέμενε σε ορισμένα μέρη του κόσμου.

Μέχρι στιγμής, η επίπτωση της νόσου δεν ήταν σύγχρονη. Ο αριθμός των νέων κρουσμάτων μειώθηκε πρώτα στην Κίνα και σε άλλα μέρη της Ασίας, μετά στην Ευρώπη, και στην συνέχεια πολύ πιο σταδιακά σε περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών (πριν αρχίσει να αυξάνεται και πάλι σε άλλες). Ταυτόχρονα, τα καυτά σημεία της COVID-19 έχουν εμφανιστεί σε μέρη τόσο ξεχωριστά όσο η Βραζιλία, η Ινδία, και η Ρωσία. Σε αυτήν την κρίση, η οικονομική αναταραχή ακολουθεί στενά την ασθένεια. Αυτή η διπλή επίθεση έχει αφήσει μια βαθιά ουλή στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα.

Ορισμένες σημαντικές οικονομίες άνοιξαν ξανά, γεγονός που αντανακλάται στην βελτίωση των επιχειρηματικών συνθηκών σε ολόκληρη την Ασία και την Ευρώπη και σε μια ανάκαμψη στην αγορά εργασίας των ΗΠΑ. Τούτου λεχθέντος, αυτή η αντίδραση δεν πρέπει να συγχέεται με μια ανάκαμψη. Σε όλες τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις από τα μέσα του 19ου αιώνα, χρειάστηκαν κατά μέσο όρο οκτώ χρόνια [4] για να επανέλθει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο επίπεδο πριν από την κρίση. (Ο διάμεσος ήταν επτά χρόνια.) Με ιστορικά επίπεδα δημοσιονομικής και νομισματικής ώθησης, μπορεί κανείς να αναμένει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα τα πάνε καλύτερα. Αλλά οι περισσότερες χώρες δεν έχουν την ικανότητα να αντισταθμίσουν την οικονομική ζημία της COVID-19. Η εξελισσόμενη [οικονομική] αναπήδηση είναι η αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού από μια βαθιά τρύπα.

Αν και κάθε είδους πρόβλεψη σε αυτό το περιβάλλον θα αντιμετωπιστεί με αβεβαιότητα, υπάρχουν τρεις δείκτες που από κοινού υποδηλώνουν ότι ο δρόμος προς την ανάκαμψη θα είναι μακρύς. Ο πρώτος είναι οι εξαγωγές. Λόγω του κλεισίματος των συνόρων και του lockdown, η παγκόσμια ζήτηση αγαθών έχει συρρικνωθεί, πλήττοντας τις οικονομίες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές. Ακόμη και πριν από την πανδημία, πολλοί εξαγωγείς αντιμετώπιζαν πιέσεις. Μεταξύ 2008 και 2018, η παγκόσμια αύξηση του εμπορίου μειώθηκε κατά το ήμισυ, σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία. Πιο πρόσφατα, οι εξαγωγές υπέστησαν ζημιές από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας [5] που ξεκίνησε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στα μέσα του 2018. Για οικονομίες όπου ο τουρισμός είναι σημαντική πηγή ανάπτυξης, η κατάρρευση των διεθνών ταξιδιών ήταν καταστροφική. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεψε ότι στην Καραϊβική, όπου ο τουρισμός αντιπροσωπεύει μεταξύ 50% και 90% του εισοδήματος και της απασχόλησης σε ορισμένες χώρες, τα τουριστικά έσοδα θα «επιστρέψουν στα επίπεδα πριν από την κρίση μόνο σταδιακά τα επόμενα τρία χρόνια».

30042021-2.jpg

Ένας έρημος τουριστικός προορισμός στην Κολόμπο, στην Σρι Λάνκα, τον Ιούνιο του 2020. Dinuka Liyanawatte / Reuters
--------------------------------------------------------

Δεν είναι μόνο ο όγκος των συναλλαγών που περιορίζεται˙ οι τιμές πολλών εξαγωγών έχουν επίσης μειωθεί. Πουθενά δεν ήταν πιο ορατό το δράμα της πτώσης των τιμών των εμπορευμάτων από όσο στην αγορά πετρελαίου. Η επιβράδυνση προκάλεσε τεράστια πτώση της ζήτησης ενέργειας και διαλύθηκε ο εύθραυστος συνασπισμός γνωστός ως ΟΠΕΚ+ [6], που αποτελείται από τα μέλη του ΟΠΕΚ, την Ρωσία και άλλους συνασπισμένους παραγωγούς, οι οποίοι οδήγησαν τις τιμές του πετρελαίου στην ζώνη των 45 έως 70 δολαρίων ανά βαρέλι για το μεγαλύτερο διάστημα από τα τελευταία τρία χρόνια. Ο ΟΠΕΚ+ μπόρεσε να συνεργαστεί όταν η ζήτηση ήταν ισχυρή και χρειάζονταν μόνο περικοπές στην προσφορά. Ωστόσο, το είδος της περικοπής του εφοδιασμού που απαιτούσε αυτή η πανδημία θα είχε κάνει τους δύο μεγάλους παίκτες του καρτέλ, την Ρωσία και την Σαουδική Αραβία, να υποφέρουν πραγματικό πόνο, τον οποίο δεν ήθελαν να υποστούν. Η προκύπτουσα υπερπαραγωγή και η ελεύθερη πτώση των τιμών του πετρελαίου δοκιμάζει τα επιχειρηματικά μοντέλα όλων των παραγωγών, ιδίως εκείνων στις αναδυόμενες αγορές, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του μοντέλου που υπάρχει στις Ηνωμένες Πολιτείες -τον τομέα του σχιστολιθικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι συνοδευτικές οικονομικές πιέσεις έχουν συσσωρεύσει θλίψη σε ήδη αδύναμες οντότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού. Το Εκουαδόρ που εξαρτάται από το πετρέλαιο, για παράδειγμα, τέθηκε σε κατάσταση χρεοκοπίας τον Απρίλιο του 2020 και άλλοι αναπτυσσόμενοι παραγωγοί πετρελαίου διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να ακολουθήσουν το ίδιο.

Σε άλλα εξέχοντα επεισόδια δυστυχίας, τα χτυπήματα στην παγκόσμια οικονομία ήταν μόνο τμηματικά. Κατά την διάρκεια της κρίσης χρέους της Λατινικής Αμερικής της δεκαετίας του 1980 και της οικονομικής κρίσης της Ασίας το 1997, οι περισσότερες προηγμένες οικονομίες συνέχισαν να αναπτύσσονται. Οι αναδυόμενες αγορές, ιδίως η Κίνα, αποτέλεσαν βασική πηγή ανάπτυξης κατά την διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 [7]. Αλλά όχι τώρα. Η τελευταία φορά που όλοι οι κινητήρες χάλασαν ήταν στην Μεγάλη Ύφεση˙ η κατάρρευση αυτήν την φορά θα είναι απότομη και βαθιά. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου εκτιμά ότι το παγκόσμιο εμπόριο είναι πιθανό να μειωθεί μεταξύ 13% και 32% το 2020. Εάν το αποτέλεσμα είναι κάπου στο μεσαίο σημείο αυτού του ευρέος φάσματος, θα είναι η χειρότερη χρονιά για την παγκοσμιοποίηση από τις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Ο δεύτερος δείκτης που δείχνει μια μακρά και αργή ανάκαμψη είναι η ανεργία. Οι προσπάθειες μετριασμού της πανδημίας αποσυναρμολογούν το πιο περίπλοκο κομμάτι μηχανισμού στην ιστορία, την σύγχρονη οικονομία της αγοράς, και τα εξαρτήματα δεν θα επανασυνδεθούν ούτε γρήγορα ούτε απρόσκοπτα. Ορισμένες κλειστές επιχειρήσεις δεν θα ανοίξουν ξανά [8]. Οι ιδιοκτήτες τους θα έχουν εξαντλήσει τις αποταμιεύσεις τους και ενδέχεται να επιλέξουν μια πιο προσεκτική στάση σχετικά με τις μελλοντικές επιχειρηματικές δράσεις. Το ξεκαθάρισμα της τάξης των επιχειρηματιών δεν θα ωφελήσει την καινοτομία.

Επιπλέον, ορισμένοι εργαζόμενοι που έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα ή έχουν απολυθεί θα εγκαταλείψουν το εργατικό δυναμικό μόνιμα. Άλλοι θα χάσουν δεξιότητες και δεν θα έχουν ευκαιρίες επαγγελματικής ανάπτυξης κατά την διάρκεια της μακράς περιόδου ανεργίας, καθιστάμενοι λιγότερο ελκυστικοί για τους πιθανούς εργοδότες. Οι πιο ευάλωτοι είναι εκείνοι που δεν θα μπορούν ποτέ να βρουν δουλειά εξαρχής -οι απόφοιτοι που εισέρχονται σε μια εξασθενημένη οικονομία. Σε τελική ανάλυση, η σχετική μισθολογική απόδοση αυτών που είναι στην ηλικία των 40 και 50 ετών μπορεί να εξηγηθεί από την κατάσταση της εργασίας τους κατά την εφηβεία και την δεκαετία των 20 ετών τους. Αυτοί που θα σκοντάψουν στην εκκίνηση του αγώνα της απασχόλησης θα σέρνονται μόνιμα. Εν τω μεταξύ, όσοι εξακολουθούν να φοιτούν στο σχολείο λαμβάνουν μια κατώτερη εκπαίδευση στις κοινωνικά απομακρυσμένες, διαδικτυακές τάξεις τους˙ σε χώρες όπου η συνδεσιμότητα στο Διαδίκτυο λείπει ή είναι αργή, οι φτωχότεροι μαθητές εγκαταλείπουν το εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτή θα είναι άλλη μια πληθυσμιακή ομάδα που θα μείνει πίσω.

Φυσικά, οι εθνικές πολιτικές έχουν σημασία. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες σε γενικές γραμμές επιδοτούν τους μισθούς των υπαλλήλων που δεν μπορούν να εργαστούν ή που εργάζονται μειωμένες ώρες, αποτρέποντας έτσι την ανεργία, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν το κάνουν. Στις αναδυόμενες οικονομίες, οι άνθρωποι λειτουργούν ως επί το πλείστον χωρίς αξιόλογο δίχτυ ασφαλείας. Αλλά ανεξάρτητα από τον σχετικό πλούτο τους, οι κυβερνήσεις ξοδεύουν περισσότερα και παίρνουν λιγότερα. Πολλές τοπικές και επαρχιακές κυβερνήσεις υποχρεούνται από τον νόμο να διατηρούν έναν ισορροπημένο προϋπολογισμό, πράγμα που σημαίνει ότι το χρέος που συσσωρεύουν τώρα θα οδηγήσει σε λιτότητα αργότερα. Εν τω μεταξύ, οι κεντρικές κυβερνήσεις πραγματοποιούν απώλειες ακόμη και καθώς οι φορολογικές τους βάσεις συρρικνώνονται. Οι χώρες που βασίζονται στις εξαγωγές εμπορευμάτων, τον τουρισμό και τα εμβάσματα από πολίτες που εργάζονται στο εξωτερικό αντιμετωπίζουν τα ισχυρότερα οικονομικά προβλήματα.

30042021-3.jpg

Ένας άνδρας μεταφέρει μερίδες τροφής στο Καράτσι, στο Πακιστάν, τον Ιούλιο του 2020. Akhtar Soomro / Reuters
--------------------------------------------------------------

Αυτό που ίσως είναι πιο ανησυχητικό είναι ότι αυτή η ύφεση έφτασε σε μια εποχή που τα οικονομικά θεμελιώδη [μεγέθη] σε πολλές χώρες -συμπεριλαμβανομένων πολλών από τις φτωχότερες του κόσμου [9]- είχαν ήδη αποδυναμωθεί. Εν μέρει ως αποτέλεσμα αυτής της προηγούμενης αστάθειας, περισσότεροι κρατικοί δανειολήπτες υποβαθμίστηκαν από τους οργανισμούς αξιολόγησης φέτος από όσοι σε οποιοδήποτε άλλο έτος από το 1980. Οι εταιρικές υποβαθμίσεις βρίσκονται σε μια παρόμοια πορεία, η οποία είναι δυσάρεστη για τις κυβερνήσεις, καθώς τα λάθη του ιδιωτικού τομέα συχνά γίνονται υποχρεώσεις του δημόσιου τομέα. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και εκείνα τα κράτη που διαχειρίζονται με σύνεση τους πόρους τους μπορεί να βρεθούν να βουλιάζουν.

Το τρίτο εμφανές χαρακτηριστικό αυτής της κρίσης είναι ότι δημιουργεί έντονες οπισθοδρομήσεις μέσα στις χώρες και πέραν των χωρών. Οι συνεχιζόμενες οικονομικές εξαρθρώσεις βαρύνουν πολύ περισσότερο εκείνους με χαμηλότερα εισοδήματα. Αυτοί οι άνθρωποι γενικά δεν έχουν την ικανότητα να εργάζονται εξ αποστάσεως ή τους πόρους για να πορεύονται όταν δεν εργάζονται. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, σχεδόν οι μισοί από όλους τους εργαζομένους απασχολούνται σε μικρές επιχειρήσεις [10], κυρίως στον κλάδο των υπηρεσιών, όπου οι μισθοί είναι χαμηλοί. Αυτές οι μικρές επιχειρήσεις μπορεί να είναι οι πιο ευάλωτες στην χρεοκοπία, ειδικά επειδή οι επιπτώσεις της πανδημίας στην συμπεριφορά των καταναλωτών ενδέχεται να διαρκέσουν πολύ περισσότερο από τα υποχρεωτικά lockdown.

Στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου τα δίχτυα ασφαλείας είναι υπανάπτυκτα ή ανύπαρκτα, η πτώση του βιοτικού επιπέδου θα πραγματοποιηθεί κυρίως στα φτωχότερα τμήματα της κοινωνίας. Η οπισθοδρομική φύση της πανδημίας μπορεί επίσης να ενισχυθεί από μια παγκόσμια αύξηση των τιμών των τροφίμων, καθώς οι ασθένειες και τα lockdown διαταράσσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού και τα μοτίβα μετανάστευσης της γεωργικής εργασίας. Τα Ηνωμένα Έθνη προειδοποίησαν πρόσφατα ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει την χειρότερη επισιτιστική κρίση σε 50 χρόνια. Στις φτωχότερες χώρες, τα τρόφιμα αντιπροσωπεύουν από 40% έως 60% των δαπανών που σχετίζονται με την κατανάλωση. Ως μερίδιο των εισοδημάτων τους, οι άνθρωποι σε χαμηλού εισοδήματος χώρες ξοδεύουν πέντε έως έξι φορές περισσότερο σε τρόφιμα, σε σύγκριση με όσα οι αντίστοιχοί τους στις προηγμένες οικονομίες.

Η ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΜΨΗ

Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020, καθώς η κρίση στην δημόσια υγεία μπαίνει αργά υπό έλεγχο, πιθανότατα θα υπάρξουν εντυπωσιακής εμφάνισης οφέλη στην οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση, τροφοδοτώντας την αισιοδοξία στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, αυτό το φαινόμενο ανάκαμψης είναι απίθανο να προσφέρει μια πλήρη ανάκαμψη. Ακόμη και μια φωτισμένη και συντονισμένη ανταπόκριση της μακροοικονομικής πολιτικής δεν μπορεί να πουλήσει προϊόντα που δεν έχουν κατασκευαστεί ή υπηρεσίες που δεν προσφέρθηκαν ποτέ.

Μέχρι στιγμής, η δημοσιονομική απάντηση σε όλο τον κόσμο ήταν σχετικά στενών στόχων και έχει σχεδιαστεί ως προσωρινή. Ένα συνήθως αρτηριοσκληρωτικό Κογκρέσο των ΗΠΑ πέρασε τέσσερις γύρους νομοθεσίας για [οικονομική] τόνωση (stimulus) σε περίπου αντίστοιχες εβδομάδες. Αλλά πολλά από αυτά τα μέτρα είτε είναι εφάπαξ είτε έχουν προκαθορισμένες ημερομηνίες λήξης. Η ταχύτητα της απάντησης αναμφίβολα καθοδηγήθηκε από το μέγεθος και το πόσο ξαφνικό ήταν πρόβλημα, το οποίο επίσης δεν παρείχε στους πολιτικούς την ευκαιρία να προσθέσουν «ψωμί» στη νομοθεσία. Οι ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών αντιπροσωπεύουν ένα σχετικά μεγάλο μερίδιο της εκτιμώμενης δημοσιονομικής στήριξης ύψους 11 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που έδωσαν οι χώρες του G-20 [11] στις οικονομίες τους. Για άλλη μια φορά, το μεγαλύτερο μέγεθος προσφέρει μεγαλύτερο περιθώριο για ελιγμούς. Χώρες με μεγαλύτερες οικονομίες έχουν αναπτύξει πιο φιλόδοξα σχέδια τόνωσης. Αντίθετα, η συνολική τόνωση των δέκα αναδυόμενων αγορών στο G-20 είναι πέντε ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη από εκείνη των αντίστοιχων προηγμένων οικονομιών. Δυστυχώς, αυτό σημαίνει ότι η αντικυκλική απόκριση θα είναι μικρότερη σε εκείνα τα μέρη που πλήττονται περισσότερο από το σοκ.

Παρόλα αυτά, το δημοσιονομικό κίνητρο στις προηγμένες οικονομίες είναι λιγότερο εντυπωσιακό από όσο φαίνεται να δείχνουν οι μεγάλοι αριθμοί. Στο G-20, μόνο η Αυστραλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ξοδέψει περισσότερα χρήματα από αυτά που έχουν προσφέρει σε εταιρείες και ιδιώτες με τη μορφή δανείων, ιδίων κεφαλαίων και εγγυήσεων. Η τόνωση στις ευρωπαϊκές οικονομίες, ειδικότερα, αφορά περισσότερο τους ισολογισμούς των μεγάλων επιχειρήσεων παρά την κατανάλωση, θέτοντας ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητά του στην αντιστάθμιση ενός σοκ στην ζήτηση.

Οι κεντρικές τράπεζες [12] προσπάθησαν επίσης να τονώσουν την παραπαίουσα παγκόσμια οικονομία. Εκείνες οι τράπεζες που δεν είχαν ήδη τα χέρια τους δεμένα από προηγούμενες αποφάσεις να διατηρήσουν τα επιτόκια στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα -όπως έκαναν η Τράπεζα της Ιαπωνίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα- χαλάρωσαν την δέσμευσή τους για την ροή του χρήματος. Μεταξύ αυτής της ομάδας ήταν οι κεντρικές τράπεζες στις αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Βραζιλία, η Χιλή, η Κολομβία, η Αίγυπτος, η Ινδία, η Ινδονησία, το Πακιστάν, η Νότια Αφρική και η Τουρκία. Σε προηγούμενες περιόδους πίεσης, αξιωματούχοι σε τέτοια μέρη συχνά πήγαιναν προς την άλλη κατεύθυνση, αυξάνοντας τα επιτόκια για να αποτρέψουν μια υποτίμηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και για να περιορίσουν τον πληθωρισμό και, κατ' επέκταση, την φυγή κεφαλαίων. Πιθανώς, το κοινό σοκ εξίσωσε το πεδίο του ανταγωνισμού, μειώνοντας τις ανησυχίες για φυγή κεφαλαίων που συνήθως συνοδεύει την υποτίμηση νομίσματος και τα μειωμένα επιτόκια.

Εξίσου σημαντικό, οι κεντρικές τράπεζες πάλεψαν απεγνωσμένα για να διατηρήσουν τις οικονομικές ροές διοχετεύοντας συναλλαγματικά αποθέματα στο τραπεζικό σύστημα και μειώνοντας τις προϋποθέσεις επί των ιδιωτικών τραπεζών για αποθεματικά, έτσι ώστε οι οφειλέτες να μπορούν να κάνουν τις πληρωμές πιο εύκολα. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ [13], για παράδειγμα, έκανε και τα δύο, διπλασιάζοντας το ποσό που ενέχυσε στην οικονομία σε λιγότερο από δύο μήνες και θέτοντας το απαιτούμενο ποσοστό αποθεματικών στο μηδέν. Η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως εκδότη του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος έδωσε στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα μοναδική ευθύνη να παρέχει ρευστότητα σε δολάρια παγκοσμίως. Το έπραξε κάνοντας συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος (currency swap) με εννέα άλλες κεντρικές τράπεζες. Μέσα σε λίγες εβδομάδες από αυτήν την απόφαση, αυτά τα επίσημα ιδρύματα δανείστηκαν σχεδόν μισό τρισεκατομμύριο δολάρια για να δανείσουν τις εγχώριες τράπεζες τους.

Αυτό που είναι ίσως πιο σημαντικό είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες μπόρεσαν να αποτρέψουν την πτώχευση εταιρειών που προσωρινά δεν είχαν καθόλου ρευστότητα. Μια κεντρική τράπεζα μπορεί να κοιτάξει πέρα από την αστάθεια της αγοράς και να αγοράσει περιουσιακά στοιχεία που επί του παρόντος δεν είναι ευπώλητα αλλά φαίνεται να είναι φερέγγυα. Οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν χρησιμοποιήσει σχεδόν όλες τις σελίδες από αυτό το μέρος του εγχειριδίου οδηγιών, αναλαμβάνοντας ένα ευρύ φάσμα εξασφαλίσεων, συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού και δημοτικού χρέους. Ο μακρύς κατάλογος των τραπεζών που έχουν θεσπίσει τέτοια μέτρα περιλαμβάνει τους συνήθεις υπόπτους στον ανεπτυγμένο κόσμο -όπως η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ- καθώς και κεντρικές τράπεζες σε αναδυόμενες οικονομίες όπως η Κολομβία, η Χιλή, η Ουγγαρία, η Ινδία, το Λάος, το Μεξικό, η Πολωνία και η Ταϊλάνδη. Ουσιαστικά, αυτές οι χώρες προσπαθούν να χτίσουν μια γέφυρα πάνω στην τρέχουσα έλλειψη ρευστότητας προς την ανακάμπτουσα οικονομία του μέλλοντος.

Οι κεντρικές τράπεζες ενήργησαν δυναμικά και βιαστικά. Αλλά γιατί έπρεπε να κάνουν έτσι; Δεν ήταν οι νομοθετικές και ρυθμιστικές προσπάθειες που ακολούθησαν την τελευταία οικονομική κρίση έτοιμες να μετριάσουν την κρίση την επόμενη φορά; Η διείσδυση των κεντρικών τραπεζών [14] σε έδαφος πολύ έξω από το κανονικό είναι ένα άμεσο αποτέλεσμα των ελαττωμάτων σχεδιασμού σε προηγούμενες προσπάθειες αποκατάστασης. Μετά την κρίση το 2008, οι κυβερνήσεις δεν έκαναν τίποτα για να αλλάξουν τις προτιμήσεις των επενδυτών για το ρίσκο και την απόδοση. Αντ' αυτού, έκαναν πιο ακριβό για την ρυθμιζόμενη κοινότητα -δηλαδή, τις εμπορικές τράπεζες, ιδιαίτερα τις μεγάλες- να διευθετήσουν την ζήτηση για δάνεια χαμηλότερης ποιότητας με το να εισάγουν περιορισμούς μόχλευσης και ποιότητας περιουσιακών στοιχείων, stress tests, και τις λεγόμενες «εν ζωή διαθήκες» [στμ: living wills, που στην περίπτωση των τραπεζών σημαίνουν εκ των προτέρων κατατεθειμένα σχέδια για τις απρόβλεπτες περιπτώσεις που οι τράπεζες πτωχεύσουν και προβλέπουν τον τρόπο κλεισίματος, πώλησης ή διάσπασής τους]. Το αποτέλεσμα αυτής της τάσης ήταν η άνοδος των σκιωδών τραπεζών, ενός πλήθους σε μεγάλο βαθμό μη ρυθμιζόμενων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν να κάνουν τώρα με νέα περιουσιακά στοιχεία (assets) και νέους αντισυμβαλλομένους, επειδή η δημόσια πολιτική εκδίωξε σκόπιμα τις εμπορικές τράπεζες που είχαν προηγουμένως υποστηρίξει εταιρείες και κυβερνήσεις με περιορισμένη ρευστότητα.

Σίγουρα, η δράση της κεντρικής τράπεζας έχει φαινομενικά σταματήσει την συσσώρευση της επιδείνωσης της λειτουργίας της αγοράς με περικοπές επιτοκίων, τεράστιες ενέσεις ρευστότητας, και αγορές περιουσιακών στοιχείων. Με αυτόν τον τρόπο έχει υφανθεί στο DNA των κεντρικών τραπεζών από τότε που η Fed απέτυχε να το πράξει την δεκαετία του 1930, με τραγικά αποτελέσματα. Ωστόσο, το καθαρό αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών είναι μάλλον πολύ μακριά από το να επαρκεί για να αντισταθμίσει ένα σοκ τόσο μεγάλο όσο αυτό που ζει ο κόσμος αυτήν την στιγμή. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια ήταν ήδη αρκετά χαμηλά πριν από την επιδημία. Και παρ’ όλα τα δολάρια ΗΠΑ που διοχετεύτηκαν από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα στο εξωτερικό, η συναλλαγματική αξία του δολαρίου αυξήθηκε παρά μειώθηκε. Από μόνα τους, αυτά τα μέτρα νομισματικής τόνωσης δεν επαρκούν για να οδηγήσουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στο να ξοδέψουν περισσότερα, δεδομένης της τρέχουσας οικονομικής δυσχέρειας και της αβεβαιότητας. Ως αποτέλεσμα, οι σημαντικότεροι κεντρικοί τραπεζίτες του κόσμου -ο Haruhiko Kuroda, κυβερνήτης της Τράπεζας της Ιαπωνίας, η Christine Lagarde [15], πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ο Jerome Powell, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ- προτρέπουν τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν πρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης. Οι εκκλήσεις τους ικανοποιήθηκαν, αλλά με ελλείψεις, οπότε σημειώθηκε τεράστια μείωση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗΜΕΝΟΙ ΤΗΣ

Η σκιά αυτής της κρίσης θα είναι μακρά και σκοτεινή -περισσότερο από εκείνες πολλών από τις προηγούμενες. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι ο λόγος ελλείμματος προς ΑΕΠ στις προηγμένες οικονομίες θα διογκωθεί από 3,3% το 2019 σε 16,6% φέτος και στις αναδυόμενες αγορές, θα αυξηθεί από 4,9% σε 10,6% την ίδια περίοδο. Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες ακολουθούν το προβάδισμα των ανεπτυγμένων ομολόγων τους στο άνοιγμα της δημοσιονομικής κάνουλας. Ωστόσο, τόσο μεταξύ των προηγμένων όσο και μεταξύ των αναπτυσσόμενων οικονομιών, πολλές κυβερνήσεις δεν διαθέτουν τον δημοσιονομικό χώρο για να το πράξουν. Το αποτέλεσμα είναι πολλαπλοί υπερβολικά εκτεταμένοι κρατικοί ισολογισμοί.

Η αντιμετώπιση αυτού του χρέους θα εμποδίσει την ανοικοδόμηση. Το G-20 έχει ήδη αναβάλει πληρωμές εξυπηρέτησης χρέους για 76 από τις φτωχότερες χώρες. Οι πλουσιότερες κυβερνήσεις και οι δανειοδοτικοί οργανισμοί θα πρέπει να κάνουν περισσότερα τους επόμενους μήνες, ενσωματώνοντας άλλες οικονομίες στα συστήματά τους περί ελάφρυνσης χρέους και εμπλέκοντας τον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, η πολιτική βούληση για την λήψη αυτών των μέτρων ενδέχεται να λείπει εάν οι χώρες αποφασίσουν να στραφούν προς το εσωτερικό τους και όχι να στηρίξουν την παγκόσμια οικονομία.

Η παγκοσμιοποίηση «έβαλε όπισθεν» για πρώτη φορά με την άφιξη της κυβέρνησης Τραμπ το 2016. Η ταχύτητα του ξηλώματος μόνο θα αυξηθεί καθώς θα αποδίδονται ευθύνες για το τρέχον χάος. Τα ανοιχτά σύνορα φαίνεται να διευκολύνουν την εξάπλωση της λοίμωξης. Η εξάρτηση από τις εξαγωγικές αγορές φαίνεται να συρρικνώνει την εγχώρια οικονομία όταν ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου μειώνεται. Πολλές αναδυόμενες αγορές έχουν δει τις τιμές των κύριων εμπορευμάτων τους να καταρρέουν και τα εμβάσματα από τους πολίτες τους στο εξωτερικό να μειώνονται. Το δημόσιο αίσθημα έχει σημασία για την οικονομία και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι στάσεις απέναντι στα ταξίδια στο εξωτερικό ή στην εκπαίδευση στο εξωτερικό θα κινητοποιηθούν γρήγορα. Γενικότερα, η εμπιστοσύνη –ένα βασικό λιπαντικό για τις συναλλαγές στην αγορά- είναι ανεπαρκής σε διεθνές επίπεδο. Πολλά σύνορα θα είναι δύσκολο να διασχισθούν, και οι αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία ορισμένων ξένων εταίρων θα κακοφορμίζει.

Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο η παγκόσμια συνεργασία μπορεί να παραπαίει [17] είναι ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ίσως να συγχέουν την βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη με μια διαρκή ανάκαμψη. Το σταμάτημα της διολίσθησης στα εισοδήματα και την παραγωγή είναι ένα κρίσιμο επίτευγμα, αλλά το ίδιο, επίσης, θα είναι η επιτάχυνση της ανάκαμψης. Όσος περισσότερος χρόνος χρειαστεί για να βγούμε από την τρύπα που δημιούργησε αυτή η πανδημία στην παγκόσμια οικονομία, τόσο περισσότεροι άνθρωποι θα είναι άσκοπα εκτός εργασίας, και τόσο πιθανότερο οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της ανάπτυξης θα είναι μόνιμα εξασθενημένες.

Οι οικονομικές συνέπειες είναι πρόδηλες. Καθώς το μελλοντικό εισόδημα μειώνεται, η επιβάρυνση του χρέους γίνεται πιο επαχθής. Οι κοινωνικές συνέπειες είναι πιο δύσκολο να προβλεφθούν. Μια οικονομία της αγοράς περιλαμβάνει μια συμφωνία μεταξύ των πολιτών της: οι πόροι θα χρησιμοποιηθούν με τον αποτελεσματικότερο τρόπο ώστε να κάνουν την οικονομική πίτα όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και για να αυξηθεί η πιθανότητα να μεγαλώσει με την πάροδο του χρόνου. Όταν οι συνθήκες αλλάζουν ως αποτέλεσμα μιας τεχνολογικής προόδου ή του ανοίγματος των διεθνών εμπορικών οδών, οι πόροι μετατοπίζονται, δημιουργώντας νικητές και ηττημένους. Όσο η πίτα επεκτείνεται γρήγορα, οι χαμένοι μπορούν να παρηγορηθούν από το γεγονός ότι το απόλυτο μέγεθος του μεριδίου τους εξακολουθεί να αυξάνεται. Για παράδειγμα, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4% ετησίως, που ήταν ο κανόνας μεταξύ των προηγμένων οικονομιών στα τέλη του περασμένου αιώνα, συνεπάγεται διπλασιασμό της παραγωγής σε 18 χρόνια. Εάν η ανάπτυξη είναι 1%, ο ρυθμός που επικρατούσε στην σκιά της ύφεσης του 2008-9, ο χρόνος που απαιτείται για να διπλασιαστεί η παραγωγή εκτείνεται σε 72 χρόνια. Με το τρέχον κόστος να είναι εμφανές και τα οφέλη να υποχωρούν σε έναν πιο μακρινό ορίζοντα, οι άνθρωποι μπορεί να αρχίσουν να ξανασκέπτονται την συμφωνία της αγοράς.

Ο ιστορικός Henry Adams κάποτε σημείωσε ότι η πολιτική αφορά την συστηματική οργάνωση του μίσους. Οι ψηφοφόροι που έχουν χάσει την δουλειά τους, έχουν δει τις επιχειρήσεις τους να κλείνουν, και έχουν εξαντλήσει τις αποταμιεύσεις τους, είναι θυμωμένοι. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτός ο θυμός θα διοχετευτεί από την τρέχουσα πολιτική τάξη προς μια παραγωγική κατεύθυνση -ή από εκείνους που θα ακολουθήσουν εάν οι πολιτικοί που βρίσκονται στην εξουσία καταψηφιστούν. Μια παλίρροια λαϊκιστικού εθνικισμού αναδύεται συχνά [18] όταν η οικονομία υποχωρεί, οπότε η δυσπιστία μεταξύ της παγκόσμιας κοινότητας είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αυξηθεί. Αυτό θα επιταχύνει την παρακμή της πολυμέρειας και μπορεί να δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο με το να μειώσει περαιτέρω τις μελλοντικές οικονομικές προοπτικές. Αυτό ακριβώς συνέβη μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, όταν άνθισαν οι πολιτικές του εθνικισμού και της εκμετάλλευσης των γειτόνων [χωρών].

Δεν υπάρχει μια ενιαία λύση ταιριαστή για όλα αυτά τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Αλλά μια συνετή πορεία δράσης είναι να αποφευχθεί η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών που προκάλεσαν αυτές τις πιέσεις. Οι αξιωματούχοι πρέπει να συνεχίσουν να προχωρούν με δημοσιονομικά και νομισματικά κίνητρα. Και πάνω απ' όλα, πρέπει να αποφύγουν να μπερδέψουν μια αναπήδηση με την ανάκαμψη.

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-08-06/coronav...

* Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 67 (Δεκέμβριος 2020 - Ιανουάριος 2021) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Σύνδεσμοι:

[1] http://www.bbc.com/news/business-52733706
[2] http://www.worldbank.org/en/news/press-release/2020/06/08/covid-19-to-pl...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-05-28/spanish...
[4] http://www.nber.org/papers/w19823.pdf
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2019-06-25/trumps-trade-wa...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/persian-gulf/2014-12-22/saving-opec
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2018-08-13/forgotten-histo...
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-05-18/pandemi...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/africa/2020-03-31/when-pandemic-...
[10] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-05-13/only-sa...
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2020-05-14/international-o...
[12] https://www.foreignaffairs.com/articles/2016-02-15/can-central-banks-goo...
[13] https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-04-23/why-trump-should-leav...
[14] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-07-03/coronav...
[15] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2020-04-06/old-divisions-...
[16] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2020-05-14/international-o...
[17] https://www.foreignaffairs.com/articles/2020-03-16/will-coronavirus-end-...
[18] https://www.foreignaffairs.com/issue-packages/2019-02-12/new-nationalism

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition