Βασίλης Σιταράς
Όταν εξετάζει κανείς την δυνατότητα μεταφοράς ενεργειακών πόρων από την Κασπία προς την Δύση, τρεις είναι οι παράμετροι που δεν πρέπει να παραγνωρίζει: Πρώτον, την σχετικά μεγάλη απόσταση, που συνεπάγεται υψηλό μεταφορικό κόστος. Δεύτερον, το αυξημένο «ειδικό βάρος» της Ρωσίας. Τρίτον, το γεγονός πως ενδιαφέρον για τους ίδιους ακριβώς ενεργειακούς πόρους επιδεικνύουν, εκτός από την Ευρώπη, και οι αναδυόμενες δυνάμεις Κίνα-Ινδία.
Η πλήρης αξιοποίηση του «Γιαμάλ LNG», από το 2019, θα αυξήσει κατά 150% τις ρωσικές εξαγωγικές δυνατότητες στον τομέα του υγροποιημένου φυσικού αερίου, καθώς το 2016 η μονάδα της Σαχαλίνης παρήγαγε, αποκλειστικά για εξαγωγές, περίπου 14 δισ. κυβικά μέτρα αερίου.
Η ενεργειακή διπλωματία της Ρωσίας επί Βλαντιμίρ Πούτιν σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται στο αέριο και τους υδρογονάνθρακες, ούτε καν στα συμβατικά καύσιμα εν γένει. Περιλαμβάνει και την πλέον υποσχόμενη, κατά την άποψή μου, τουλάχιστον, μορφή ενέργειας: Την ατομική.
Ενώ τα αεροπλανοφόρα ακόμη και σήμερα «αυξάνονται και πληθύνονται», σε θεωρητικό επίπεδο αντιμετωπίζουν έντονη αμφισβήτηση, τόσο λόγω του υπέρογκου κόστους τους, όσο και λόγω νέων τεχνολογικών «αντιμέτρων» που φαίνεται να μειώνουν την αποτελεσματικότητά τους.
Με την εξαίρεση ελάχιστων ισχυρών χωρών στις οποίες δεν συγκαταλέγεται η Ελλάδα, διεθνείς συνεργασίες ενεργειακής φύσεως στηριζόμενες πρωτίστως σε πολιτικά ή συναφή άσχετα με την αγορά κριτήρια (τα οποία αρέσκονται να θέτουν τα κράτη) είναι καταδικασμένες.
Είναι κοινό μυστικό ότι η κολοσσιαία ρωσική ενεργειακή εταιρεία Gazprom αποτελεί την προέκταση της εξουσίας τού Πούτιν και εργαλείο για την εξωτερική του πολιτική. Ωστόσο, και αυτό το νόμισμα έχει δύο όψεις: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατηγορεί την Gazprom για παραβάσεις των ευρωπαϊκών κανόνων χαρίζοντας στην Ευρώπη έναν μοχλό πίεσης που της έλλειπε.