Κίνα: Το μέσο Βασίλειο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κίνα: Το μέσο Βασίλειο

Υπερβολές και Αλήθειες για την Άνοδο της Κίνας

ΟΤΑΝ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΔΥΣΚΟΛΗ
Μπορεί να φαίνεται ανόητο σήμερα ακόμα και το να μιλήσει κανείς για «ταβάνι» στην κινεζική αγορά. Κρίνοντας από τα μοντέλα του Φόγκελ και των Dadush-Stancil, φαίνεται να μην υπάρχουν εμπόδια στην ανάπτυξη της Κίνας σε μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα. Όσο η αστική εργατική δύναμη της Κίνας συνεχίζει να επεκτείνεται, όσο το επίπεδο της εκπαίδευσης βελτιώνεται και όσο κεφάλαια εξακολουθούν να ρέουν προς την Κίνα, η κινεζική οικονομία πρέπει να εξακολουθεί να αναπτύσσεται.
Αλλά είναι όντως τα πράγματα τόσο απλά; Το σίγουρο είναι ότι τα οικονομικά μοντέλα υποτιμούν το γεγονός ότι όσο οι χώρες ισχυροποιούνται τόσο η ανάπτυξη γίνεται δυσκολότερη. Όσο ανεβαίνουν σε ψηλότερα σκαλοπάτια της παγκόσμιας αλυσίδας αξιών, ξεκινώντας από την παραγωγή απλών μεταποιημένων προϊόντων και βαδίζοντας προς την κατάσταση όπου οι δικοί τους πολίτες, με την δημιουργικότητα που έχουν, αναπτύσσουν νέες βιομηχανίες, οι οικονομίες αναπτύσσονται λιγότερο και πιο αργά. Για παράδειγμα, η Νότια Κορέα χρειάστηκε 30 χρόνια, από το 1960 ως το 1990, για να ανεβάσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από το 13% στο 33% του αντίστοιχου αμερικανικού. Αλλά μετά χρειάστηκαν ακόμα 20 χρόνια για να ανέβει από το 33% στο 50%. Η Νότια Κορέα δε, απέχει ακόμα πολύ από το να αγγίξει το επίπεδο των ΗΠΑ. Η Ιαπωνία έφτασε το επίπεδο της Δύσης (και πολλοί ισχυρίζονται ότι το ξεπέρασε) μέσα στη δεκαετία του 1980, αλλά τότε έσκασε η «φούσκα» και από το 1990 η ιαπωνική οικονομία αναπτύσσεται με μέσο ρυθμό 1% ετησίως.
Επιπροσθέτως, αυτά τα δύο κράτη, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία, ήταν πολύ πιο επιτυχημένα σε σχέση με άλλα. Κανένα άλλο μεσαίου μεγέθους ή μεγάλο κράτος με ανοικτή οικονομία ούτε καν πλησίασε τα επιτεύγματα της Ιαπωνίας. Από τις τέσσερις «ασιατικές τίγρεις» οι δύο πλουσιότερες (το Χονγκ Κόνγκ και η Σιγκαπούρη) είναι κράτη – πόλεις και οι άλλες δύο (Νότια Κορέα και Ταϊβάν) είναι βασικά πόλεις που διαθέτουν και ευρύτερο περιβάλλον. Όλες τους είναι πολύ πίσω οικονομικά σε σχέση με την Ιαπωνία. Άλλες φτωχές χώρες που έγιναν πλούσιες είναι είτε υπεράκτια (offshore) οικονομικά κέντρα ή μικρά πετρελαϊκά σεϊχάτα. Κανένα από αυτά δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένο κράτος, με πολλές μεγάλες πόλεις, ευρύ αγροτικό πληθυσμό και εκλογικές περιφέρειες που ανταγωνίζονται πολιτικά μεταξύ τους. Ακόμα και η Ιαπωνία αντιπροσωπεύει ένα αμφισβητούμενο μοντέλο κράτους που πρόσφατα και γρήγορα πλησίασε τη Δύση, και τούτο μόνο επειδή είχε πετύχει μεγάλο μέρος της προόδου της ήδη πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως οι ηγέτιδες δυτικές χώρες, βιομηχανοποιήθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου , εν μέρει μέσω ενός αιώνα αδίστακτης αποικιακής εκμετάλλευσης. Και τότε, η οικονομία της βομβαρδίστηκε μέχρις ισοπέδωσης στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι, η ταχεία μεταπολεμική ανάπτυξη ήταν κατά κάποιο τρόπο η επιστροφή στα προπολεμικά επίπεδα. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει άλλο παράδειγμα κράτους να βρίσκει τον δρόμο για μια ταχεία οικονομική ανάπτυξη προς την κορυφή του κόσμου και τούτο δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσο η Κίνα θα μπορέσει να είναι η απρόσμενη εξαίρεση.
Η πρόσφατη ανάπτυξη της Κίνας συχνά χαρακτηρίστηκε ως η φυσική και δικαιωματική επιστροφή της στην ιστορική της θέση μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Αλλά αυτό το επιχείρημα είναι περισσότερο αστραφτερό από όσο είναι σωστό. Σύμφωνα με τον αείμνηστο οικονομολόγο και ιστορικό Angus Maddison, η τελευταία φορά που η Κίνα έφτασε να είναι ίση σε σχέση με τη Δύση ήταν περίπου στην εποχή του Marco Polo. Η μετέπειτα πτώση της Κίνας σε σύγκριση με τη Δύση είναι πολύ προγενέστερη της Βιομηχανικής Επανάστασης, της δυτικής αποικιοκρατίας ακόμα και από την κινεζική εσωστρέφεια του 16ου αιώνα. Η ιστορία που κυριαρχεί τους τελευταίους πέντε αιώνες δεν είναι εκείνη της απόλυτης πτώσης της Κίνας όσο εκείνη της σχετικής ανόδου της Δύσης. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες αναπτύχθηκαν ουσιωδώς μεταξύ του 1500 και του 1800. Σύμφωνα με τον Maddison, κατά το 1820 - δηλαδή, πριν από την έλευση του σιδηροδρόμου, του τηλέγραφου και της σύγχρονης χαλυβουργίας, και πριν από τους Πολέμους του Οπίου (σ.σ.: αλλιώς γνωστοί και ως Αγγλο-κινεζικοί πόλεμοι από το 1839 ως το 1842), την αποίκιση του Χονγκ Κόνγκ και την Επανάσταση των Μπόξερ (σ.σ.: επρόκειτο για την επίθεση κατά των ξένων στο Πεκίνο το 1900 από μια εθνικιστική ομάδα που αποκαλείτο «Κοινωνία της Δίκαιης και Αρμονικής Γροθιάς, εξ ου και το προσωνύμιο «boxers»που δόθηκε από τους βρετανούς της εποχής) – το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ήταν λιγότερο από το μισό του μέσου όρου των ευρωπαϊκών κρατών. Το 1870 είχε πέσει στο 25% και το 1970 μόλις στο 7%. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υπολογισμοί του Maddison είναι όλοι βασισμένοι σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, η εικόνα της Κίνας από συναλλαγματικής πλευράς είναι πολύ χειρότερη. Σύμφωνα με στατιστικές της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank) σε συναλλαγματική βάση, μεταξύ 1976 και 1994, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ήταν λιγότερο από το 2% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ και σήμερα εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από το 10%.
Με άλλα λόγια, η τεράστια οικονομική ανάπτυξη της Κίνας τις τελευταίες δύο δεκαετίες δεν έχει κάνει τίποτα περισσότερο –και ίσως πολύ λιγότερο – από το να ξαναφέρει την Κίνα στην κατάσταση που βρισκόταν το 1870 (από πλευράς μονάδων αγοραστικής δύναμης). Οι αισιόδοξοι θα το ερμηνεύσουν ως μια επιπλέον απόδειξη των προοπτικών της Κίνας: Αν η Κίνα είναι μόλις στα επίπεδα του 1870 τότε υπάρχει τεράστιο περιθώριο περαιτέρω ανάπτυξης. Αλλά οι πεσιμιστές θα σημειώσουν ότι αν η Κίνα μπόρεσε να πέσει από το επίπεδο που είχε φτάσει το 1870, μπορεί να πέσει ξανά. Με μια πρώτη ματιά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιμένει κανείς τη μία ή την άλλη εξέλιξη: Μια συντηρητική προσέγγιση θα ήταν ότι η Κίνα θα παραμείνει στο επίπεδο που είναι σήμερα.