«Πράσινη» τεχνολογία και CO2 | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

«Πράσινη» τεχνολογία και CO2

Όταν η Οικολογία Κάνει Ένα Βήμα Μπροστά και Δύο Πίσω
Περίληψη: 

Παρά το γεγονός ότι πολλές εργοστασιακές μονάδες παραγωγής ενέργειας έχουν ενσωματώσει στις δραστηριότητές τους την τεχνολογία δέσμευσης άνθρακα, εκατοντάδες άλλες ρυπογόνες μονάδες έχουν εμφανιστεί. Με τους τρέχοντες ρυθμούς, οι «πράσινες» τεχνολογίες απλά δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν.

Ο S. JULIO FRIEDMANN είναι επικεφαλής του Carbon Management Program στο Lawrence Livermore National Laboratory [1].

Τον Ιούνιο του 2011, η American Electric Power (AEP) έβαλε τέλος στη λειτουργία της εμβληματικής εργοστασιακής μονάδας «καθαρού» γαιάνθρακα για την παραγωγή ενέργειας, στο Mountaineer στη Δυτική Βιρτζίνια των ΗΠΑ. Το εγχείρημα, μία κοινοπραξία της AEP και του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ, προοριζόταν να αποτελέσει το πρώτο δείγμα γραφής για μία πολλά υποσχόμενη περιβαλλοντική τεχνολογία, τη «Δέσμευση και Εξουδετέρωση Άνθρακα» (ΔΕΑ), (σ.σ.: Carbon Capture and Sequestration, CCS στο πρωτότυπο) η οποία μειώνει δραστικά τις εκπομπές αερίων στις μεγάλες εργοστασιακές εγκαταστάσεις. Στον απόηχο του τερματισμού του εγχειρήματος, ο μελλοντικός ρόλος της ΔΕΑ παραμένει ένα αναπάντητο ερώτημα.

Από το 2004, όταν ο Tad Homer-Dixon και εγώ γράψαμε το "Out of the Energy Box [2]" (Foreign Affairs, Νοέμβριος/Δεκέμβριος 2004), ο τομέας της ενέργειας έχει αλλάξει δραματικά. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που μεσολάβησε έχουν σημειωθεί περιστατικά-ορόσημα στο κόσμο όπως ο τυφώνας Κατρίνα, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η Αραβική Άνοιξη καθώς και οι τραγωδίες της μόλυνσης του κόλπου του Μεξικού και της πυρηνικής καταστροφής στη Φουκουσίμα. Η εκτίμηση μας είναι ότι η κρισιμότητα της ΔΕΑ παραμένει το ίδιο επίκαιρη όσο και το 2004: Ναι, η ΔΕΑ παραμένει μία κρίσιμη μορφή τεχνολογίας. Αλλά χρειάζονται περισσότερα βήματα για την ανάπτυξη και την εφαρμογή της, ιδιαίτερα από τον κόσμο της πολιτικής.

Η προερχόμενη από τον άνθρωπο κλιματική αλλαγή παραμένει το πρωτεύων περιβαλλοντικό ζήτημα της εποχής μας. Το τέταρτο πόρισμα του Διακυβερνητικού Φόρουμ για τη Κλιματική Αλλαγή έδειξε πως υπάρχει μία εντυπωσιακή επιστημονική ομοφωνία σε όλο τον κόσμο: Τα αυξανόμενα ποσοστά αερίων του θερμοκηπίου είναι ένας βασικός παράγοντας για τη παρατηρούμενη κλιματική αλλαγή, οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως το λιώσιμο των πάγων στη Γροιλανδία, επιταχύνονται αλλά και μία σειρά μειζόνων αλλαγών στο κλιματικό σύστημα (για παράδειγμα το λιώσιμο των πάγων στην αρκτική θάλασσα) έχουν ήδη γίνει αισθητές πολύ νωρίτερα απ' ότι προέβλεπαν οι επιστήμονες. Αυτά τα γεγονότα δεν έχουν συζητηθεί διεξοδικώς από κανένα από τα 183 κράτη που παρήγγειλαν τις συγκεκριμένες επιστημονικές αναφορές.

Επιπλέον, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως είναι περισσότερες απ' ό, τι προβλέπουν και τα πιο απαισιόδοξα μοντέλα της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC). Το 2010, περίπου 35 δισεκατομμύρια τόνοι CO2 που προέρχονται από τον άνθρωπο έχουν εισέλθει στην ατμόσφαιρα -περίπου 70 φορές το συνολικό βάρος των ανθρώπων του πλανήτη . Ο ετήσιος όγκος διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα είναι περίπου επτά δισεκατομμύρια τόνους μεγαλύτερος από ό, τι το 2004, μία αύξηση που οφείλεται κυρίως στη ταχεία οικονομική πρόοδο των αναπτυσσόμενων χωρών.

Δυστυχώς, ο τομέας της ενεργειακής τεχνολογίας συνολικά δεν έχει εξελιχθεί αρκετά γρήγορα για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του διοξειδίου του άνθρακα. Καινοτόμες έρευνες πάνω στους πυρηνικούς αντιδραστήρες συνεχίζονται και περιλαμβάνουν νέους κύκλους καυσίμων (όπως το θόριο), νέους σχεδιασμούς εργοστασίων που μειώνουν την πιθανότητα εξάπλωσης της ραδιενέργειας σε περίπτωση ατυχήματος, νέα συστήματα «ενσωματωμένης ασφάλειας» και όλα αυτά με προσεγγίσεις χαμηλού κόστους. Ωστόσο, η τραγωδία από το ατύχημα στους πυρηνικούς αντιδραστήρες στην Ιαπωνία λόγω του τσουνάμι, έχει καθυστερήσει την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στο τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Κι έτσι, ακόμα και αν ορισμένα εργοστάσια γαιάνθρακα έχουν κλείσει ή είναι προγραμματισμένο να κλείσουν, νέα εργοστάσια εξακολουθούν να κατασκευάζονται και όχι μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες. (Το 2010, οι ΗΠΑ κατασκεύασαν δέκα νέα εργοστάσια που καίνε γαιάνθρακα τα οποία μπορούν να παράγουν έως και 6.000 μεγαβάτ.) Παράλληλα, η χρήση φυσικού αερίου, το οποίο εκπέμπει και αυτό CO2, αυξάνεται ραγδαία. Και παρότι η χρήση αιολικής και ηλιακής ενέργειας έχει αυξηθεί κατακόρυφα στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ αλλά και στις αναπτυσσόμενες χώρες, η αστάθεια των ηλεκτρικών δικτύων και το μέσο κόστος της ενέργειας έχουν αυξηθεί με τη σειρά τους. Σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο, η παροχή ενέργειας με τη χρήση ορυκτών καυσίμων έχει μεταβληθεί ελάχιστα ενώ τα παραγόμενα αέρια του θερμοκηπίου έχουν αυξηθεί απότομα παρά την αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Αυτή η τάση είναι περισσότερο εμφανής στη Κίνα. Τα τελευταία επτά χρόνια, η οικονομία της Κίνας έχει αυξηθεί πάνω από 50%, με παραπάνω από 250 εκατομμύρια ανθρώπους να έχουν μετακινηθεί προς τα αστικά κέντρα. Η ανάπτυξη και αστικοποίηση καθοδηγούνται από την προσφορά ενέργειας, και η Κίνα έχει προχωρήσει σε επενδύσεις για νέους αγωγούς φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία, σε μία προσπάθεια να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες της. Μέχρι το 2020 η Κίνα αναμένεται να μπορεί να παράγει 100.000 μεγαβάτ αιολικής ενέργειας, 50.000 μεγαβάτ πυρηνικής ενέργειας (και με νέου τύπου αντιδραστήρες), σχεδόν 50.000 μεγαβάτ υδροηλεκτρικής ενέργειας και 20.000 μεγαβάτ ηλιακής ενέργειας. Οι επενδύσεις που έχουν γίνει για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω ανέρχονται σε ένα ποσό της τάξης των 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων και, τουλάχιστον σε θεωρητικά, δεν θα επιβαρύνουν το περιβάλλον με εκπομπές άνθρακα.

Ωστόσο, η Κίνα εξακολουθεί να είναι εξαρτημένη από το γαιάνθρακα. Τα τελευταία επτά χρόνια, έχει κατασκευάσει επτά νέα τέτοια εργοστάσια τα οποία μπορούν να παράγουν ως 400.000 μεγαβάτ και μαζί μ’ αυτά περισσότερους από 2,5 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Επιπροσθέτως, η Κίνα έχει στα σκαριά πρόγραμμα δημιουργίας εργοστάσιων που θα παράγουν δυνητικά περισσότερα από 500.000 μεγαβάτ επιπλέον. Το κόστος αυτών των εργοστασίων θα φτάσει τα 800 δισεκατομμύρια δολάρια και θα εκπέμπουν στην ατμόσφαιρα έξι δισεκατομμύρια τόνους CO2 κάθε χρόνο.