Τα μέτρα που θα σώσουν την Ελλάδα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα μέτρα που θα σώσουν την Ελλάδα

Οι Οικονομικές Εξελίξεις και οι Επιλογές Οικονομικής Πολιτικής

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθεί η διαφορετική εμπειρία των χωρών της Λατινικής Αμερικής από τη μια πλευρά και αυτών της Νοτιοανατολικής Ασίας από την άλλη: Στη Νοτιοανατολική Ασία, μετά το ξέσπασμα της κρίσης της δεκαετίας του ’90, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες επέδειξαν πνεύμα συνεργασίας και απορρόφησαν πολύ γρήγορα τους κραδασμούς. Αντίθετα, στις χώρες της Λατινικής Αμερικής οι κρίσεις της δεκαετίας του ’80 διήρκησαν επί μακρόν. Αυτό κυρίως συνέβη διότι οι κοινωνικές ομάδες στις περισσότερες των χωρών αυτών προσπάθησαν, σε συρρικνούμενες οικονομίες, να διατηρήσουν τα «κεκτημένα» τους, προσπαθώντας με βίαιο πολλές φορές τρόπο να μεταβιβάσουν τις απώλειες η μία στην άλλη.

Στις δύσκολες αυτές συνθήκες, το πολιτικό σύστημα της χώρας καλείται να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η επίτευξη των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος είναι σήμερα ο ασφαλέστερος τρόπος προκειμένου να οδηγηθεί η Ελλάδα μακριά από τη ζώνη της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, η οποία, εάν συμβεί, θα μειώσει δραματικά το επίπεδο ευημερίας της χώρας και ιδιαίτερα των χαμηλότερων, εισοδηματικά, τάξεων. Οι στόχοι αυτοί είναι επιτεύξιμοι, διότι, όπως εδώ και αρκετό καιρό επιχειρηματολογεί το ΙΟΒΕ:

Πρώτον, ο δημόσιος τομέας της διαθέτει αναξιοποίητα στοιχεία ενεργητικού, κυρίως ακίνητη περιουσία, πολύ μεγαλύτερης αξίας (ως ποσοστό του ΑΕΠ) σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Αυτή η περιουσία μπορεί να γίνει καταλύτης τόσο για τη μείωση του λόγου «χρέος προς ΑΕΠ», όσο και για την οικονομική ανάπτυξη, με προσέλκυση εγχωρίων και ξένων επενδυτών.

Δεύτερον, πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3%-4% του ΑΕΠ δεν είναι πρωτόγνωρα για την Ελλάδα: Καταγράφτηκαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά την περίοδο σύγκλισης στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Εάν επιτευχθούν αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι υπερεπαρκή για τη δραστική αποκλιμάκωση του λόγου του χρέους ως προς το ΑΕΠ, αρκεί να συνδυαστούν με αποκρατικοποιήσεις, αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας, άνοιγμα αγορών στον ανταγωνισμό και κατάργηση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.

Τρίτον, η Ελλάδα παρουσιάζει μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες: Οδικοί άξονες, λιμάνια, μαρίνες, αεροδρόμια, τουριστική κατοικία, ενεργειακά δίκτυα και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ορυκτός πλούτος, πρωτογενής τομέας.

Τέταρτον, διαθέτει αναπορρόφητα κονδύλια του ΕΣΠΑ για υποδομές, της τάξης των 15 δις. ευρώ τα οποία μπορούν να «μοχλευθούν» με κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης.

Πέμπτον, το άνοιγμα της πλέον κλειστής οικονομίας του ΟΟΣΑ στις δυνάμεις του ανταγωνισμού και η κατάργηση των εμποδίων-αντικινήτρων στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, θα δημιουργήσει, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αναπτυξιακή δυναμική και θέσεις εργασίας. Αυτή ακριβώς είναι η εμπειρία σε Δύση και Ανατολή, από την Αμερική έως την Κίνα.

Έκτον, διαθέτει βοήθεια πρωτοφανούς, ιστορικά, μεγέθους από τους μηχανισμούς διάσωσης της Ευρωζώνης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), αρκεί βεβαίως να επιτύχει τους στόχους του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις, προκειμένου να οδηγήσουν σε οικονομικό αποτέλεσμα, μπορεί να στηριχτούν στους ακόλουθους άξονες πολιτικής:

1. 10ετές αναπτυξιακό πρόγραμμα: Πρέπει να εξηγηθεί με απλά λόγια ποιο είναι το όραμα και οι προοπτικές σε ορίζοντα δεκαετίας, γιατί λαμβάνονται όλα αυτά τα μέτρα, ποιο είναι το διακύβευμα και το κόστος από μια ανεξέλεγκτη στάση πληρωμών σε σχέση με το κόστος των μέτρων που λαμβάνονται. Στο αναπτυξιακό αυτό πρόγραμμα πρέπει να δοθεί έμφαση στους τομείς με δυναμικό συγκριτικό πλεονέκτημα που προαναφέρθηκαν, ενώ πρέπει να περιέχονται προβλέψεις για τα βασικά μεγέθη της οικονομίας και την εξέλιξη του δημόσιου χρέους σε 10-ετή ορίζοντα, λαμβάνοντας υπόψη τις μακροοικονομικές επιπτώσεις από τις διαρθρωτικές αλλαγές και την αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας.

2. Σταδιακή μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το 2% του ΑΕΠ το 2015 κυρίως μέσω (α) περιορισμού των δαπανών και του μεγέθους του Κράτους, με περαιτέρω μείωση της μισθολογικής δαπάνης της γενικής κυβέρνησης, η οποία ξεπερνά το μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά 2,5% του ΑΕΠ περίπου, και ορισμένων κοινωνικών δαπανών οι οποίες δεν έχουν κοινωνικό αντίκρισμα, όπως είναι οι παροχές αρκετών ταμείων, ιδιαίτερα των λεγόμενων «ευγενών», που δεν αντικρίζονται από αντίστοιχες εισφορές αλλά από πόρους υπέρ τρίτων, (β) περιορισμού των φοροαπαλλαγών, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής. Στην τρέχουσα Τριμηνιαία Έκθεση περιλαμβάνονται, στο αντίστοιχο κεφάλαιο, (δημοσιονομικές εξελίξεις) λεπτομερείς προτάσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι τα μέτρα που λαμβάνονται τώρα από την Κυβέρνηση, υπό την πίεση, δυστυχώς, των σοβαρών καθυστερήσεων που έχουν ήδη σημειωθεί, είναι δυσάρεστα, αλλά σε γενικές γραμμές αναγκαία. Τα κρίσιμα ζητήματα παραμένουν αφενός η εφαρμογή τους, και αφετέρου η κατά το δυνατόν δικαιότερη κατανομή των βαρών. Και αυτή, όμως, η δικαιότερη κατανομή των βαρών αποτελεί ζήτημα επιμελούς εφαρμογής των μέτρων που έχουν ήδη ψηφιστεί για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, καθώς και ανάλογης δραστηριοποίησης της Δικαιοσύνης. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν, πριν από δυο χρόνια, με την ανάληψη των καθηκόντων της νέας τότε κυβέρνησης, είχαν ληφθεί εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα για τη δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών και του μεγέθους του Κράτους, για το άνοιγμα των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών, επαγγελμάτων και εργασίας και την έγκαιρη καταγραφή και έναρξη αξιοποίησης της δημόσιας κινητής και ακίνητης περιουσίας.